Εκδικάστηκε στα τέλη Φεβρουαρίου, στο Ορκωτό Εφετείο Κακουργημάτων Κοζάνης μία παλιά αλλά σοβαρότατη υπόθεση που αφορούσε στην αφαίρεση μεγάλης ποσότητας υλικών και σκραπ από τις εγκαταστάσεις της πρώην ΑΕΒΑΛ στην Πτολεμαΐδα, οι οποίες ως γνωστόν ανήκουν στο Δήμο Εορδαίας (παλαιότερα στο Δήμο Πτολεμαΐδας).
Οι υποθέσεις αυτές – κατά καιρούς προέκυψαν αρκετές τέτοιες – είχαν συγκλονίσει την περιοχή, καθώς θεωρήθηκε πως υπήρχε πλιάτσικο σε μια τεράστια δημοτική περιουσία, χωρίς όμως να αποδοθούν ποτέ συγκεκριμένες ευθύνες.
Η συγκεκριμένη υπόθεση που πρόσφατα τελεσιδίκησε, αφορά τεχνική εταιρεία από την Αθήνα, της οποίας ιδιοκτήτης είναι ο Ι.Π., εργολάβος που είναι και χημικός μηχανικός. Η εν λόγω εταιρεία ανέλαβε τον Αύγουστο του 2006 έργο που αφορούσε την αποξήλωση επικίνδυνων υλικών, και το οποίο έπρεπε να έχει τελειώσει μέχρι τον Μάρτιο του 2007. Μεταξύ άλλων, έπρεπε να γίνει καθαίρεση της μονάδας θειικού οξέος και των πέριξ αυτών υλικών. Πρόκειται για την πιο ρυπαρή μονάδα του εργοστασίου διότι από εκεί βγαίνει η αμμωνία.
Σύμφωνα με τα όσα επικαλέστηκε στην ακροαματική διαδικασία ο κατηγορούμενος, η μελέτη που είχε προγενέστερα γίνει έπεσε έξω, καθώς από την πολύ μεγάλη ποσότητα υλικών που έπρεπε να αποξηλωθούν, τελικά υπήρχε πολύ μικρή ποσότητα εντός των εγκαταστάσεων του εργοστασίου. Προφανώς η σύμβαση εκτέλεσης του έργου δεν προχώρησε αφού κηρύχθηκε έκπτωτος από τον Δήμο, ενώ υπήρξε έντονη διαμάχη του Δήμου με τον Εργολάβο, και τελικά ρήξη. Μετά από αγωγή του Δήμου Εορδαίας, ασκήθηκε δίωξη στον κατηγορούμενο με την κατηγορία της κλοπής των παραπάνω αντικειμένων. Σημαντικό είναι το ότι ο εργολάβος έχασε τα τότε ασφαλιστικά μέτρα που είχε κάνει στον Δήμο Πτολεμαΐδας, ενώ η αγωγή για χρόνια δεν προχωρούσε από τη Δικαιοσύνη. Η υπόθεση ενεργοποιήθηκε εκ νέου μετά από νέα προσφυγή στη Δικαιοσύνη από τη Δήμαρχο Εορδαίας – πλέον – Παρασκευή Βρυζίδου. Από το 2012, έφτασε η υπόθεση να τελεσιδικήσει το 2023.
Πρόκειται για μία πάρα πολύ σύνθετη υπόθεση, για την οποία κατέθεσαν πολλοί μάρτυρες με επαγγελματική ή θεσμική εμπλοκή εκείνο το διάστημα. Στον κατηγορούμενο αποδόθηκε η κατηγορία, ότι αυτός αφαίρεσε, όλες τις ποσότητες που κατά καιρούς και από διάφορους κλάπηκαν. Το Δικαστήριο κλήθηκε να ανατρέξει σε απογραφές, έτσι ώστε να καταμετρηθούν με σωστό τρόπο τα υλικά, και να υπολογιστεί το πότε αφαιρέθηκαν. Σύμφωνα με τον συνήγορο του, Δικηγόρο Κοζάνης Γιάννη Θεοφύλακτο, αδίκως κατηγορήθηκε ο εργολάβος, αφού η κατηγορία δεν μπορούσε να αποδειχθεί από τις διαθέσιμες απογραφές.
Μετά από μια μαραθώνια διαδικασία, σε μία δίκη που κράτησε πολλά χρόνια διότι εκτός των άλλων είχε πάρει πάρα πολλές αναβολές, ο κατηγορούμενος αθωώθηκε αμετάκλητα. Η βασική αιτία είναι ότι δεν υπήρχε καμία οργανωμένη απογραφή υλικών από την πλευρά του Δήμου, πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά την εκτέλεση της σύμβασης που να αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε το σύνολο των υλικών για τα οποία κατηγορήθηκε. Συν τοις άλλοις, το ίδιο διάστημα, εκτελούνταν σε διπλανούς χώρους παράλληλες εργολαβίες και εργασίες απομάκρυνσης υλικών, γεγονός που δυσχεραίνει την αποδεικτική διαδικασία. Όπως λέει ο ίδιος ο εργολάβος, “αναγκάστηκα να κάνω τον ντετέκτιβ και να ψάχνω τις απογραφές τους”.
Όλα τα παραπάνω, ενισχύουν την εικόνα της αταξίας, που επικρατούσε από το ο Δήμος αγόρασε την ΑΕΒΑΛ από την ΕΤΒΑ, στη φύλαξη και διαχείριση των υλικών. Το θέμα άλλωστε έχει απασχολήσει πολλές φορές την επικαιρότητα, όμως ποτέ αποδίδονται συγκεκριμένες ευθύνες, και ποτέ καμία κατηγορία δεν έχει αποδειχθεί. Κοινώς δεν την έχει πληρώσει προς το παρόν κανείς. Δεν είναι τυχαίο, το ότι σχετικά πρόσφατα, ο πρώην Δήμαρχος Σάββας Ζαμανίδης, παρά το ότι εισέπραξε μεγάλο πολιτικό κόστος, ανέθεσε στη Δημοτική Αστυνομία τη φύλαξη της ΑΕΒΑΛ, ώστε να εγγυηθεί την ασφάλεια της.
Πέρα και έξω από την υπόθεση των κλοπών, όλα τα εν λόγω υλικά έπρεπε να αφαιρεθούν και να υποστούν ειδική περιβαλλοντική διαχείριση. Άλλωστε, πολλοί από τους παροικούντες μηχανικούς, είχαν αποκαλέσει την ΑΕΒΑΛ “υγειονομική βόμβα”, που αφέθηκε για όλα αυτά τα χρόνια. Τα πολύ επικίνδυνα υλικά όπως μετασχηματιστές κ.α., θα έπρεπε να έχουν αφαιρεθεί με οργανωμένες διαδικασίες τόσο για περιβαλλοντικούς λόγους, όσο και επειδή θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν φέρνοντας έσοδα στο Δήμο.