Ο Αποστολίκας σε νεαρή ηλικία ..
Αφίσα του Αποστολίκα καλεσμένου στην Αμερική. Ένα ταξίδι που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Οι λύρες του Αποστολίκα από κορομηλιά, σύμβολα κομψότητας και μέτρου.
με σκαλισμένους πάνω αρχαίους ρόδακες… ( Ατό έν τη πατέρα μ’ η κεμεντζέ, έρθανε πολλοί και είπαν εμέν, πουλείς ατο…..; Τη πατέρα μ’ η λύρα ‘κι πουλίεται … ας ‘ς σα δάχτυλα τ’ η γλώσσα εγράστεν…!)
Ο Αποστολίκας με τους φίλους του στα Κομνηνά Πτολεμαΐδας ( Ούτσανα )
Αρ. Κατωτοικίδης Ηλίας, ( Κακοχείμ’ς) Αραματάνίδης Χρήστος ( Αραμαντάντ’ς) δεξιά Παντσερίδης Αντώνιος ,(Παντσάρτς).
Στο σπίτι του μεγάλου του γιου Νίκου Αθανασιάδη στα κομνηνά
Ο γιός του συγκινημένος μου αφηγήθηκε τις μνήμες του πατέρα του.
Ο Απόστολος Αθανασιάδης γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό της Ματσούκας, την Ποπάρζα ή Παπάρζα το 1907. Ήταν το τελευταίο παιδί της οικογένεια και ο πατέρας του τού είχε μεγάλη αδυναμία. Για τον λόγο αυτό τον έπαιρνε πάντοτε μαζί του.
Την ίδια ακριβώς εποχή γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου και ο Νίκος Παπαβραμίδης, ενώ ο Θεοφύλακτος Θεοφυλάκτου τελείωσε την Ιατρική σχολή Αθηνών και ορκιζόταν γιατρός.
Η Ποπάρζα ήταν ένα όμορφο και γραφικό χωριό, χτισμένο μέσα σε καταπράσινα πλατώματα, με πολλά νερά και καταρράκτες. Ένα μαγευτικό χωριό της Ματσούκας, απομονωμένο από τα άλλα, σε υψόμετρο 2000 μέτρων με 50 ελληνικές και 50 τουρκικές οικογένειες. Λέγεται, ότι οι κάτοικοι της Ποπάρζας ήταν άποικοι από την Δανείαχα, ένα όμορφο χωριό, παλαιότερα θέρετρο των Κομνηνών της Τραπεζούντας.
Επειδή ήταν το ψηλότερο χωριό της Ματσούκας, το ονόμασαν το Σούλι του Πόντου. Οι άνθρωποι του χωριού, παλικάρια ,είχαν μια έμφυτη αγάπη στα γλέντια (μωχαπέτια). Τραγουδούσαν και γλεντούσαν ασχολούμενοι κυρίως με την κτηνοτροφία. Επιδίδονταν ακόμα με την κατασκευή χαρτωμάτων ( ξύλινες τάβλες), με τις οποίες κατασκεύαζαν ξύλινα βαρέλια ( ξυλάγκια , κοφλάκια ή κουφίτσας ).
Ποπάρζα, ένα παραδεισένιο χωριό χτισμένο σε πλάτωμα στα 2000 μέτρα. Πατρίδα του Αποστολίκα.
Οι Ποπαρζέτ’ το χειμώνα αντιμετώπιζαν πολύ σοβαρό πρόβλημα αποκλεισμού, γιατί τα σπίτια τους, που ήταν χτισμένα στην πλαγιά του βουνού, σκεπάζονταν κυριολεκτικά από το χιόνι. Για το λόγο αυτό τον χειμώνα κατέβαιναν στη Φυσερά, ένα κεφαλοχώρι, μισή ώρα χαμηλότερα και ξεχειμώνιαζαν σε σπίτια δικά τους ή συγγενικά. Τότε ερήμωνε το χωριό περιμένοντας πάλι την άνοιξη για να ξαναρχίσει η παραδεισένια και ξένοιαστη κτηνοτροφική ζωή . Το όμορφο και ζωντανό χωριό το χειμώνα έλεγαν πως μετατρέπονταν του ΄΄χιονιού η μιζέρισσα), γιατί περιέπιπτε σε μιζέρια και κακοχειμωνιά
Η Φυσερά σαν τόπος φημίζονταν για τους καλούς μουσικούς και τεχνίτες, όπως ξυλουργούς, σκάπτες ,χρυσοχόους , κ.τ.λ. Εκεί, στη Φυσερά, ο Αποστολίκας άκουσε στα μακρόσυρτα παρακάθια τους λυράρηδες να παίζουν με μεράκι την γλυκόλαλη κεμεντζέ.
Ένα δεύτερο εμπορικό κέντρο στο σταυροδρόμι προς την Παναγία Σουμελά ήταν το Τσεβισλούκ, όπου το καλοκαίρι πήγαιναν οι Ποπαρζέτ να ψωνίσουν και να πουλήσουν τα προϊόντα τους αλλά και να γλεντήσουν με άλλους Πόντιους που στάθμευαν στα χάνια της περιοχής.
‘Σ σο Τσεβισλούκ έπα ρακίν ‘ς ση Κουσπιδί εβραδιάστα Είπε ‘με, χάϊτε ας μένουμε, του περισάν η Ανάστα…!
Από μικρός ο Απόστολος πήρε τη λύρα στα χέρια του και άρχιζε να παίζει. Ουσιαστικά γεννήθηκε με την έφεση ενός αυτοδίδακτου λαϊκού λυράρη.
Σε ηλικία επτά χρόνων αρρωσταίνει και τότε ο πατέρας του, Κωνσταντίνος (Τσαχούρτς), που τον υπεραγαπούσε, τον παίρνει και μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη για δουλειά προκειμένου να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του. Στην Πόλη μετά το 1914 όπου επιβλήθηκε η αναγκαστική επιστράτευση, κατέφευγαν πολλοί μετανάστες από τα χωριά της Ματσούκας, δημιουργώντας μια συνοικία ποντίων μεταναστών, σε αντίθεση με τους Αργυρουπολίτες, που μετανάστευαν στην τσαρική Ρωσία. Έτσι ο Αποστολίκας επτά χρονών από το μικρό ορεινό χωριό, την Ποπάρζα, βρέθηκε ξαφνικά στην μεγαλύτερη πόλη της Ανατολής, την Κωνσταντινούπολη.
Ο πατέρας του, μόλις έφθασαν στην Πόλη, έβαλε τον Αποστολίκα παραγιό σ’ έναν γνωστό μαραγκό της πόλης. Εκεί στο επιπλοποιείο ο Απόστολος έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού και άρχισε πολύ μικρός να χτίζει μόνος του τις πρώτες του λύρες βγάζοντας το πρώτο του χαρτζιλίκι.
Μετά τη δουλειά σε κάθε ευκαιρία που του δίνονταν έπιανε τη λύρα σε παρέες, γλέντια, γάμους και έκανε τα κέφια των φίλων του.
Πολύ γρήγορα άρχισε να γίνεται γνωστός και να τον παίρνουν στους γάμους τους οι Τούρκοι, γιατί έπαιζε πολύ καλά και τραγουδούσε τους τούρκικους αμανέδες.
Το 1919 σε ηλικία 12 χρονών τον κάλεσαν σ’ έναν τούρκικο γάμο και αφού πέρασαν δύο μέρες ο Απόστολος δεν γύρισε στο σπίτι . Ο πατέρας του ανησύχησε πάρα πολύ, γιατί εκείνη την περίοδο λόγω του μικρασιατικού πολέμου οι Τούρκοι της πόλης προέβαιναν σε επιθέσεις κατά των Ελλήνων. Τότε ο πατέρας του γύρισε με τα πόδια τους εφτά μαχαλάδες της πόλης ψάχνοντάς τον. Κάποτε τον εντόπισε να παίζει λύρα και γύρω του οι Τούρκοι να γλεντούν . Τον πήρε με το ζόρι χωρίς να πει τίποτα στους Τούρκους και έφυγε για το σπίτι. Όταν έφτασαν ο πατέρας του τον ρώτησε; ΄΄ Χάταλον, τιδέν εδέκαν εσέν πά ;΄΄ Τότε ο μικρός Απόστολος φοβήθηκε, ότι θα τον δείρει και άδειασε τις γεμάτες τσέπες του πάνω στο τραπέζι, που απλόχερα του έδωσαν οι Τούρκοι.
Μια άλλη φορά γυρνώντας ο Απόστολος από κάποιο γάμο συνάντησε τον πατέρα του σε μια ταβέρνα της πόλης με τους φίλους του. Κάθισε μαζί τους και με τα χρήματα, που είχε μαζέψει, τους έκανε το τραπέζι και γλέντησαν μέχρι τα ξημερώματα. ΄΄ Εξιστορώντας τις παιδικές του αναμνήσεις στον γι του Νίκο έλεγε: ΄΄Οι Τουρκάντ’ ας σο μεράκν ατουν εβάλναν τα παράδες ‘ς ση κεμεντζές τα ρωθώνια .. Εγομούτον η κεμεντζέ κι άλλο ‘κ’ έπαιζεν…!΄΄ Σε άλλο γάμο ο Αποστολίκας έπεσε θύμα του τουρκικού πουριτανισμού. Αφού έπαιξε με τη λύρα του στο νυφέπαρμα και τραγούδησε στα τουρκικά, οι Τούρκοι λόγω έλλειψης χώρου τον έβαλαν στο δωμάτιο με τα κορίτσια αφού όμως τύλιξαν το κεφάλι του με μια μεγάλη μαντήλα ,που την έδεσαν σφιχτά, απαγορεύοντας τον αυστηρά να τη βγάλει.. . έκανε τόση ζέστη που ο καημένος άρχισε να πνίγεται . τότε μπήκε μέσα η πεθερά και τον έβγαλε τη μαντήλα και το παιδί ανάσανε .΄΄
Την εποχή που ο Αποστολίκας έμπαινε στην εφηβική του ηλικία το 1915-20 η Πόλη κατακλύζονταν από τους καλύτερους μουσικούς όλων των εθνών και των περιοχών της μέσης ανατολής. Μουσικά σχήματα και χώροι με ζωντανή μουσική ακούγονταν σε κάθε γωνιά. Οι μεγαλύτεροι μουσικοί έπαιζαν στα καλύτερα νυχτερινά κέντρα και στις ταβέρνες. Ξακουστοί έλληνες μουσικοί όπως ο νεαρός λυράρης. Λεονταρίδης Λάμπρος τότε 18 χρονών και ο Νικολάκης εφέντης, γιος του βιολιστή και ουτίστα Μάρκου Τσολάκογλου, που έπαιζε σε ταβέρνες της πόλης.
Θεωρώ αναγκαίο να αναφερθούμε στους πολυάριθμους μουσικούς και συνθέτες που συνυπήρξαν παράλληλα με τον Αποστολίκα, ο οποίος αν και μικρός υπήρξε ο κύριος εκφραστής της ποντιακής μουσικής στις απαρχές του 20ου αιώνα στην πόλη. Ήταν η περίοδος, όπου πολλοί Τούρκοι ,Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Πέρσες μουσικοί με καλαισθησία, μεράκι και πολίτικο ύφος, μετέδωσαν πολλά στον μικρό λυράρη βοηθώντας τον να διαμορφώσει ένα μοναδικό καλλιτεχνικό ήθος και ύφος που τον συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Αποστολίκας, ένα έμφυτο μουσικό ταλέντο, μπόρεσε από την εφηβική του ηλικία ακόμη να αφομοιώσει μουσικά στοιχεία από τους δεξιοτέχνες λυράρηδες της πόλης. Τους αφουγκράστηκε να παίζουν καθημερινά στις πολίτικες ταβέρνες με την συνοδεία πάντα επώνυμων λαουτιέρηδων . Πολύ σύντομα, αν και νεαρός έπαιξε με γνωστούς λαουτιέρηδες της πόλης . Ο ποντιακός κεμεντζές μετά από πολλά χρόνια θα συνυπάρξει με τον ιστορικό ταμπουρά των βυζαντινών χρόνων. Οι καραντενισλήδες της Πόλης στο πρόσωπό του ,βρήκαν αυτό που τους έλειπε ,τον λυράρη τους.
Τα βυζαντινά ηχοχρώματα επηρέασαν τη γνώση του και εμπλούτισαν τις τεχνικές του επιδόσεις στο παίξιμο της ποντιακής λύρας. Η πολίτικη λύρα του ήταν άγνωστη. Ωστόσο αρέσκονταν να ακούει τους ανατολίτικους αμανέδες με τον κλαψιάρικο και ένρινο ήχο, που έβγαζε τόσο αισθαντικά. Όσοι είχαν την ευκαιρία να ακούσουν τον Αποστολίκα να παίζει τους τούρκικους αμανέδες όσο και τους καρσιλαμάδες, έμεναν έκπληκτοι από τον τρόπο που τους ερμήνευε . Αυτό οφείλονταν στις μουσικές απαιτήσεις των τούρκων θαμώνων, που ο μικρός Αποστολίκας έπρεπε να ικανοποιεί. Το νεαρό της ηλικίας του και το ανήσυχο πνεύμα τον κατέστησαν πολύ γρήγορα ένα μουσικό καταγραφέα των ακουσμάτων της πόλης . Το αποτέλεσμα αποκαλύφθηκε σύντομα , όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο γιος του Νικόλας, ότι ο Αποστολίκας άρχισε να γίνεται γνωστός στους μουσικούς κύκλους της Πόλης και να βγάζει ένα πολύ καλό μεροκάματο με το οποίο βοηθούσε τα αδέλφια του πίσω στην φτωχή Ποπάρζα της ορεινής Τραπεζούντας.
Ο Αποστολίκας ήταν ευαίσθητος και αρχοντικός. Όσοι τον έζησαν από κοντά θυμούνται και περιγράφουν έναν μουσικό ,ανθρώπινο, δοτικό ,με υπομονή και διάθεση για προσφορά.. Ανταποκρίνονταν πάντα σε κάθε κάλεσμα φίλων και πατριωτών χωρίς έπαρση και αλαζονεία. Έβγαζε τη λύρα από τη μικρή κάσα και φορώντας την αχώριστη τραγιάσκα του, άρχιζε να παίζει τους μακρόσυρτους σκοπούς της πατρίδας . Όταν το γλέντι άναβε και το μεράκι περίσσευε, τότε έβγαζε την τραγιάσκα από το κεφάλι του , μια κίνηση που απηχούσε τον ενθουσιασμό και το μεράκι του. Τότε άρχιζε να παίζει και να τραγουδάει με την ψιλή μελωδική του φωνή.
Εμέν μάνα ‘κ’ εγέννεσεν, εμέν κύρης ‘κ’ εποίκεν, εμέν κορώνα εξέρασεν ‘ς σ’ αποταμάκρ’ εφήκεν.
Καμιά φορά έπαιζε και τους ανατολίτικους τουρκικούς σκοπούς ( τον Τσακιτζή, το ασκολάρι μ’ ,το κόνιαλι ) δείχνοντας την μεγάλη του δεξιοτεχνία. Ένα ιδιαίτερο προσόν του υπήρξε η δυνατότητα να παίζει και να συνομιλεί ταυτόχρονα με την παρέα, κάτι που είναι σπάνιο σε μουσικούς.
Όταν όμως η παρέα φωνασκούσε και δεν συμμετείχε στην τραγουδιστική μυσταγωγία, ο Αποστολίκας ξαναφορώντας την τραγιάσκα του αποχωρούσε διακριτικά για το σπίτι του, επικαλούμενος κάποιο πρόσχημα. Τότε κανείς συνδαιτυμόνας δεν μπορούσε να τον μεταπείσει… Η προσβολή του ορφικού νόμου για τον Απόστολίκα ήταν ασυγχώρητη.
Τη νοοτροπία αυτή την εμπέδωσε στην Πόλη, όπου σ’ όλες τις ταβέρνες, που βρίσκονταν συνήθως στον μακρύ δρόμο ( Istikal Mehmesi ) όταν έπαιζαν οι ορχήστρες με τους τραγουδιστές ( χανετέδες), άκρα σιωπή επικρατούσε. Ακόμα και τα γκαρσόνια δεν μετακινούνταν από τις θέσεις τους. Μόνο στα διαλείμματα, που σταματούσε η ορχήστρα, το κοινό συζητούσε.
Ο Απόστολος ως ευγενείς και συνεπείς μουσικός δεν άλλαξε στο ελάχιστο το ύφος και το ήθος των ποντιακών τραγουδιών. Οι επιρροές που δέχθηκε από τα ακούσματα της πόλης επηρέασαν και ολοκλήρωσαν τις ποντιακές μελωδίες που είχε ήδη καταγράψει στην μουσική του μνήμη.
Το καλοκαίρι του 1923 αποχωρίζεται μαζί με τον Πατέρα του την αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την συμφωνία της Λωζάννης 24 -7-23 και εγκαθίσταται πρώτα στον Πειραιά και μετά στα Κομνηνά της Πτολεμαΐδας.
Στη νέα του πατρίδα θα συναντηθεί με τον παιδικό του φίλο τον Πουγαρίδη Θόδωρο που θα γίνουν μέχρι το τέλος της ζωής τους αχώριστοι φίλοι στα γλέντια ( Μωχαπέτια). Ομοτράπεζοί του συνήθως ήταν συγχωριανοί του, μοναδικοί αοιδοί και πυριχιστές της πατρίδας του από τα ματσουκοχώρια, συνέβαλαν καθοριστικά στην διάσωση της μουσικής μας παράδοσης. Οι λαϊκοί αυτοί τραγουδιστές ήταν από την Ποπάρζα οι: Πουγαρίδης Θεόδωρος( παππούς του Δημήτρη), Ταρατσίδης Γιώργος, Χαράλαμπος και Δημήτρης.( Ποπάρζα) Δημητριάδη Στέλιο, Κατωτοικίδη Νικο ( μακρύν καιτέν Άγουρσα) Ζαπουνίδης Κώστας ( Τσικάρτς γιοσμάς χερίφ’ς- Σπέλια) Χαράλαμπος Νικηφορίδης ( Νικηφόρτς -Χαβά), ο μοναδικός στο μοιρολόι Παντσερίδης Αντώνιος ( Παντσάρτς), η Ανατολή Ταρατσίδου ( Τολίκα ) εξαίρετη στο μοιρολόι της Ματσούκας. Και στο χορό οι Κώστας Σαρίδης ( Σαρής), Κώστας Τσιλφίδης ( Μουνταντό) Αραματανίδης Χρήστος,( Χορευτής του Πιτσάκ, Κούτουλα) οι τραγουδιστές πολλές φορές οποίος αντάλλαζαν στιχουργικές φιλοφρονήσεις με τον Αποστολίκα.
Απόστολε ας πίνουμε, για πία το ρακόπο σ’ και κάποτε Απόστολε για έβγαλ’ το λαλόπο σ’…!
Και ο Απόστολος ανταποκρίνεται με τι δίστιχο:
Το κεμεντζόπο μ’ κελαηδεί ,εγώ χελιδονίζω, εφέκα τ’ εμά τα τέρτια και για τ’ εσά νουνίζω..
Ο Πουγάρτ’ς συνεχίζει με περισσή αυταρέσκεια:
Κ’ εν ο Πουγάρτς ο Θόδωρον, αρνί μ’, να ποδεδίεις ‘σε , έλ’- έμπα ‘ς σ’ εγκαλιόπον ατ’ την σέβταν ας μαθίεις ‘σε…
Όλοι αυτοί κατέθεσαν μια μοναδική βιωματική εμπειρία διασώζοντας ένα σημαντικό κομμάτι του ποντιακού ορεινού πολιτισμού. Το δοξάρι κινείται αργά και μελωδικά ενώ τα τέσσερα δάχτυλα εναλλάσσονται με γρήγορο τρέμουλο πάνω στις χορδές . Τα πιο σημαντικά στοιχεία της δεξιοτεχνίας του ήταν η ταχύτητα στο τρέμουλο των δακτύλων του ,όπως και το τσάκωμαν τη τοξαρί (διπλοτοξαριές μπροστά και πίσω) . ΄΄ Ο πατέρα μ’ εμπροστά πα εδίπλαζεν και οπίς πα εδίπλαζεν με το τοξάρν ατ’. Ατό έν πολλά δύσκολον να ίνεται , αλλά εγλύκανεν πολλά την καϊτέν. ΄΄ Νίκος Αθανασιάδης, γιος του Αποστολίκα, Κομνηνά 18-7-1016. Η τεχνική αυτή γεννήθηκε στην Πόλη από τον μεγάλο λυράρη με το όνομα Βασιλάκη που διετέλεσε δάσκαλος του μεγαλύτερου λυράρη της Πόλης Gemil Bey.
Η παράδοση της διπλοτοξαριάς του Βασιλάκη, που στόλιζε μαγευτικά όλες τις μουσικές, μεταδόθηκε αυτήν την εποχή σε όλους τους λυράρηδες της πόλης και βέβαια και στον Αποστολίκα.
Το αποτέλεσμα αυτής της μεθοδικής έρευνας και εμπειρίας του διαφάνηκε αργότερα στα γλέντια (μωχαπέτια), όταν κανείς άλλος λυράρης δεν μπόρεσε να αποδώσει το Ποντιακό μοιρολόγι ( ματσουκέτκον ) με τόσο σπαραξικάρδιο τρόπο . Μια τέλεια αρμονία και μελωδία, που διεγείρει τα βαθύτερα ανθρώπινα συναισθήματα . Το ποντιακό μοιρολόγι αποτελεί μία μουσική κραυγή παγκόσμιας διάστασης ανώτερη ακόμα και από την ανδαλουσιανή κραυγή του πόνου και του μανιάτικου πένθιμου κλαυθμού.
Ο Σταύρης ,ο κεμεντζετσής, γνώριμος του Αποστολίκα, έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του. Γνωρίστηκαν ήδη από τα χρόνια του μεσοπολέμου έως και τα χρόνια του εμφυλίου, 1946-1947-48, όπου συνυπήρξαν γείτονες και φίλοι στην Καλαμαριά. Αμέσως αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια καλλιτεχνική εκτίμηση και αλληλεγγύη, που εκφράστηκε ως μουσική συνεργασία στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζαν μαζί ικανοποιώντας τις απαιτήσεις των μεν Κρωμναίων ο Σταύρης των δε Ματσουκαίων ο Αποστολίκας. Είναι η περίοδος, όπου οι δύο θρύλοι της ποντιακής λύρας συναντιούνται σε ένα επίπεδο φιλίας και μουσικής αλληλοεκτίμησης .Αποτέλεσμα αυτής της φιλίας ήταν ο Αποστολίκας να παίξει το συγκλονιστικό μοιρολόγι του στη νεκρώσιμη ακολουθία του Σταύρη το 1947. Ο Σταύρης, πριν πεθάνει, ήρθε πολλές φορές στα Ούτσανα (Κομνηνά της Πτολεμαΐδας) και βρήκε τον Αποστολίκα. Είναι αποκαλυπτική η μαρτυρία του Νίκου Αϊτσίδη από τα Κομνηνά που σε ηλικία εφτά χρονών θυμάται μια από τις επισκέψεις αυτές : ΄΄ έναν ημέραν το 1935 εγέντον ένας χορός ‘ς σα Ούτσανα απές ‘ς σην αποθήκην της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών. ‘Σ σον χορόν έρθεν και ο Σταύρης, ο κεμεντζετσής, και εκάτσεν εντάμαν με τον Αποστολίκαν. Επέρεν τη λύραν ο Απόστολον και έπαιξεν τέσσερα πέντε καϊτέδας. Επεκεί εδέκεν τη λύραν τον Σταύρην να παίζ’ . Ο Σταύρης εφέκεν την κεμεντζέν κά και είπεν: ΄΄ Απόστολε, εγώ ‘ς σα Ούτσανα, όντες είσαι εσύ, κεμεντζέν ‘κι παίζω…! ΄΄ Ήταν ο σεβασμός στο μουσικό ιδίωμα ; Ήταν η ευγενική παραδοχή μιας καταξίωσης; Αυτό αφήνεται να διερμηνευθεί από τους έχοντες γνώση για τον λεπτό χαρακτήρα των μουσικών εκείνης της εποχής.
Ο Σταύρης πολλές φορές εκμυστηρευτικέ στον γιο του Γώγο την μοναδική ερμηνεία του Αποστολίκα , στο ματσουκέτκον.
Ο Γώγος δεν ξέχασε την παρότρυνση του πατέρα του, που του έλεγε συχνά: ΄΄ Άμα θέλτς ν’ ακούς μακρύν καϊτέν ΄΄ δέβα ‘ς σον Αποστολίκαν..! ΄΄ Η ευκαιρία τού δόθηκε το 1961, όταν η Εύξεινος Λέσχη Θεσσαλονίκης έπαιζε το Θέατρο ο ΄΄Κλήδονας΄΄ στο δημοτικό σχολείο των Κομνηνών. Λύρα έπαιζε ο Γώγος και τραγουδούσε ο Χρύσανθος. Μετά το τέλος της παράστασης, αργά το βράδυ, τέσσερις επισκέπτες χτύπησαν την πόρτα του Αποστολίκα που τους περίμενε στο σπίτι .Ήταν: ο Γώγος, ο Χρύσανθος, ο Σωματαρίδης Νίκος και ο Προκοπίδης Χρήστος από την Πτολεμαΐδα..
Ο Γώγος με ευγενικό τρόπο, αφού ζήτησε συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας παρακάλεσε να τον παίξει έναν ΄΄ μακρύν καϊτέν΄΄ Αμέσως πήρε τη λύρα του και τού έκανε την επιθυμία, παίζοντας ορισμένους ακόμα σκοπούς της Ματσούκας. Οι επισκέπτες θαύμασαν την δεξιοτεχνία και τον άκουγαν μαγεμένοι. Προς τι στ’ αλήθεια αυτή η νυχτερινή επίσκεψη των κορυφαίων της ποντιακής μουσικής στον ταπεινό αλλά εξαίρετο λυράρη; Ήταν η περιέργεια ή το μεγάλο χρέος των μουσικών στους δασκάλους τους;
Χαιρέτησαν και αποχώρησαν οι τρεις. Ο Νίκος Σωματαρίδης όμως αισθανόμενος το χρέος της ιστορίας παρέμεινε πίσω θερμοπαρακαλώντας τον να τον πάρει στη Θεσσαλονίκη και να γράψουν έναν δίσκο μαζί.
Συναισθάνθηκε την ανάγκη να καταγραφεί ο λυράρης του Πόντου σε δίσκους της εποχής. Σ’ εκείνη τη συνάντηση, όπως μου εξομολογήθηκε ο ίδιος, χαρακτήρισε τον Αποστολίκα όχι απλά έναν λυράρη του Πόντου αλλά έναν ζωντανό θρύλο του μουσικού μας πολιτισμού.
Ο Αποστολίκας επικαλέσθηκε λόγους υγείας …ίσως δεν επεδίωκε την αναγνώριση και την προβολή. Παρέμεινε πάντα ένας γνήσιος εκφραστής της ποντιακής μουσικής παίζοντας και τραγουδώντας μόνο για τους φίλους του και τον λαό του.
Εκτός όμως από οργανοπαίχτης υπήρξε και καλός οργανοποιός. Στο επιπλοποιείο που εργαζόταν κατασκεύαζαν και διάφορα όργανα τα οποία πουλιόνταν στα καταστήματα της πόλης που υπήρχαν στην ελληνική συνοικία του Πέραν.
Ο Αποστολίκας αγάπησε πολύ την τέχνη της οργανοποιίας, που ήταν ευρέως διαδεδομένη στην Πόλη, μια τέχνη που πέρασε από τους Αρμένηδες της πόλης στους Ρωμιούς, αναπτύχτηκε πολύ, γιατί η Πόλη αποτέλεσε από τότε κέντρο εμπορίου μουσικών οργάνων.
Την κατασκευαστική γνώση, που απέκτησε την έφερε μετά το 1922 στα Κομνηνά όπου έστησε αμέσως ένα πρόχειρο εργαστήρι και άρχισε να κατασκευάζει τις πρώτες λύρες του. Οι λύρες του ήταν μουσικά τέλειες, με ξύλο άγριας κορομηλιάς ,ηχητικά γλυκόλαλες ( ζυλοκάπανες), αισθητικά τέλειες, γρήγορα έγιναν περιζήτητες σ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Το χαρακτηριστικό τους ήταν η κυκλική απόληξη του κεφαλιού, και η περιφερειακή γράμμωση στην πλάτη τους. Η περιοχή της Εορδαίας ήταν γεμάτη από άγριες κορομηλιές που τις έκοβε και τις έβαζε μέσα στην κοπριά για να στεγνώσει το ξύλο.
Οι λύρες του Αποστολίκα, όσες διασώζονται ακόμα, θα πρέπει να αντιστοιχηθούν σε αξία με τα βιολιά strantivarius, ως άρτια και τέλεια κατασκευάσματα της ποντιακής οργανοποιίας.
Την τελευταία λύρα, που κατασκεύασε ο Αποστολίκας το 1974, την αγόρασε ο πατέρας μου και με την έκανε δώρο. Όταν πήγα να την πάρω κάθισε στο κρεβάτι με το παλτό στους ώμους και την αχώριστη τραγιάσκα στο κεφάλι . Αφού μου έπαιξε μερικούς σκοπούς μού είπε: ΄΄ Έπαρ ‘το, έχτισα ‘το, για το χατίρ’ τη κυρούς …! Να μαθάντ’ς ατό….! Έν καλόν κεμεντζέν’ ΄΄ . Τον ευχαρίστησα και έφυγα. Πέθανε μετά από δύο χρόνια, το 1976 ,σε ηλικία 69 χρόνων.
Από τότε πέρασαν χρόνια πολλά .Προσπάθησα να συγκεντρώσω το μουσικό αρχείο του το οποίο είναι διάσπαρτο σε διάφορες προσωπικές συλλογές.
Είναι επιβεβλημένο τόσο η Ποντιακή ομοσπονδία ΠΟΕ όσο και ο ποντιακός σύλλογος των Κομνηνών να συγκεντρώσει και να ψηφιοποιήσει το αρχείο του προκειμένου να συμβάλει στην διάσωση της μουσικής μας κληρονομιάς. Το αρχείο αυτό θα πρέπει να μελετήσουν οι νέοι λυράρηδες γιατί αποτελεί μια μοναδική πολιτιστική παρακαταθήκη μιας μουσικής, που οι ρίζες της χάνονται πίσω στα βάθη των αιώνων.
Ο πόντιος λυράρης της Πόλης μαζί με τους Σταύρη ,Βενιάμ, Σαβέλη, Παπαβραμίδη, και άλλους ταπεινούς και άοκνους εργάτες της μελωδίας μας, επιβάλλεται να ενταχθούν στο πάνθεον των μεγάλων λυρωδών, ως μουσικοί κρίκοι και συνεχιστές μιας βιωματικής δημιουργίας εικόνων και συναισθημάτων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Όσοι πιστεύουν, ότι η μουσική αυτή κληρονομιά θα πρέπει να αναμειχτεί με στοιχεία άλλων πολιτισμών, ας απολογηθούν στην κρίση της ιστορίας και στη μνημονική αυτογνωσία του λαού μας.
Η αναφορά στο λυράρη της Πόλης, Απόστολο Αθανασιάδη, ας εκληφθεί ως ένα χρέος των γενεών προς τους ομηρικούς ραψωδούς του λόγου και της αρμονίας…. !