Τα βασικότερα σημεία του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου που βρίσκεται πλέον στο τελικό στάδιο με την κατάθεση στη βουλή είναι:
Επιβάλλει την άμεση εφαρμογή του ν.3863/10 (Λοβέρδου – Κουτρουμάνη).
Είναι το πρώτο ασφαλιστικό νομοσχέδιο στο οποίο δεν υπάρχει μεταβατική διάταξη που να αφορά στα θεμελιωμένα δικαιώματα. Ουσιαστικά τιμωρεί όσους επέλεξαν την παραμονή στην εργασία τους, ενώ είχαν όλες τις προϋποθέσεις να συνταξιοδοτηθούν το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Για τις αιτήσεις συνταξιοδότησης μετά την ψήφιση του νόμου ο τρόπος υπολογισμού θα περιλαμβάνει το τμήμα της «εθνικής» και το τμήμα της «ανταποδοτικής» σύνταξης. Η πρώτη θα καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό στις περιπτώσεις πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώματος (από 1/1/2022 με 40 χρόνια και στην ηλικία των 62 ετών) ή στα 67 έτη και με τουλάχιστον 20 χρόνια ασφάλισης (στην αρχική πρόταση ήταν 15 τα έτη ασφάλισης που απαιτούνταν για την καταβολή ολόκληρου του ποσού). Αρχικά διαμορφώνεται στο ποσό των 384 ευρώ μεικτά και για τις περιπτώσεις από 19 έως 25 χρόνια ασφάλισης προβλέπεται μείωση κατά 2% ανά έτος. Στις περιπτώσεις συντάξεων αναπηρίας, για ποσοστά αναπηρίας από 50% έως 66,99% θα λαμβάνει το 50%, από 67% έως 79,99% το 75% και από 80% και πάνω το 100% της εθνικής σύνταξης. Όσο για τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης θα ισχύσουν οι κανόνες υπολογισμού της σύνταξης που ίσχυαν την 31/12/2014 (υπολογισμός δηλαδή χωρίς το διαχωρισμό μεταξύ εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης ούτε για το διάστημα από 1/1/2011 και μετά).
Το ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης θα υπολογίζεται με ποσοστό αναπλήρωσης που ξεκινούν από 0,77% για τα πρώτα 15 χρόνια ασφάλισης και φτάνουν το 2% από τα 39 χρόνια και πάνω.
(Τα ποσοστά αυτά δεν αθροίζονται στα αμέσως υψηλότερα όπως στο ν 3863/10 ώστε ολόκληρος ο χρόνος να υπολογιστεί με το ποσοστό που αντιστοιχεί στο τελευταίο έτος ασφάλισης). Οι μεγάλες απώλειες αρχίζουν μετά τα 25 έτη ασφάλισης, όπου λαμβάνοντας υπόψη και την εθνική σύνταξη, θα φτάνουν μεσοσταθμικά στο 25% σε σχέση με τον υπολογισμό με τις διατάξεις που ίσχυαν μέχρι 31/12/2014 ή ακόμη και με τον υπολογισμό του ν 3863/10 τουλάχιστον για τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του. Στις περιπτώσεις αυτές θα γίνεται σύγκριση και αν η διαφορά είναι μεγαλύτερη του 20% γι αυτούς που θα καταθέσουν το 2016 θα προστεθεί το ½ της διαφοράς που υπερβαίνει το 20%, το 2017 το 1/3 και το 2018 το ¼. (Υπάρχει και η προσέγγιση ότι αυτά τα ποσοστά θα αφορούν στο σύνολο της διαφοράς). Για τις συντάξιμες αποδοχές θα λαμβάνεται υπόψη ο μέσος μηνιαίος μισθός που προκύπτει από το έτος 2002 μέχρι την ημερομηνία έναρξης της συνταξιοδότησης και από το 2017 θα προστίθεται ένα επιπλέον έτος.
Παρατήρηση: Μέχρι τα 25 έτη ασφάλισης σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζεται οριακά μεγαλύτερο το συνολικό ποσό εθνικής και ανταποδοτικής, με την προϋπόθεση βέβαια καταβολής ολόκληρης της εθνικής σύνταξης. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου λόγω άμεσης κατάργησης του ΕΚΑΣ για όσους συνταξιοδοτηθούν με το νέο νόμο το συνολικό ποσό υπολείπεται ακόμη και των παλαιών κατωτάτων ορίων (π.χ. σημερινός συνταξιούχος με 15 χρόνια ασφάλισης και ΕΚΑΣ μπορεί υπό προϋποθέσεις να προσεγγίσει ακόμη και τα 700 ευρώ. Με το νέο νόμο θα δικαιούται στα 67 του χρόνια 346 ευρώ εθνικής και περίπου 100 ευρώ ανταποδοτικής. Σύνολο 446 ευρώ, χωρίς να δικαιούται πλέον κανένα είδους προσαύξηση). Μέχρι την 31/12/2018 θα επανυπολογιστούν όλες οι κύριες συντάξεις που έχουν εκδοθεί με διατάξεις που ισχύουν μέχρι την 31/12/2014. Ο επανυπολογισμός θα γίνει με τις διατάξεις του νέου νόμου και η σύνταξη θα «διχοτομηθεί» σε εθνική και ανταποδοτική όπως οι συντάξεις των νέων συνταξιούχων. Για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών θα ληφθεί υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Από 1/1/2019 θα καταβάλλεται υποτίθεται ως προσωπική διαφορά το ποσό που υπολείπεται της παλαιάς σύνταξης. Μείωση των δικαιούχων του ΕΚΑΣ για το 2016 κατά 120000 περίπου και τη σταδιακή του κατάργηση μέχρι το 2019. Στις συντάξεις θανάτου ο/η νέος δικαιούχος πρέπει να έχει συμπληρώσει το 55ον έτος της ηλικίας του. Αυστηροποιείται γενικά το πλαίσιο απονομής των συντάξεων θανάτου ενώ για ηλικία μικρότερη των 52 ετών η σύνταξη καταβάλλεται μόνο για τρία χρόνια και στη συνέχεια το δικαίωμα χάνεται δια παντός. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις ανηλίκων ή ανίκανων τέκνων (η δεύτερη περίπτωση υπό προϋποθέσεις). Πρόβλεψη για την περίπτωση που ο επιζών σύζυγος έχει ακόμη και μηδενικό εισόδημα δεν υπάρχει.
ΚΑΡΑΚΑΣΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Π.Ο.Π.Ο.Κ.Π