Μια από τις παλαιότερες αναφορές στο όνομα της Αρμενίας, απαντά ως «Armina» στο περσικό τμήμα της επιγραφής του Behistun/Bisutun (Βαγίστανον όρος κατά τον Kτησία τον Κνίδιο), η οποία χρονολογείται περί το 521 π.Χ. Στην ίδια επιγραφή, στην Ακκαδική γλώσσα, αποκαλούνται «Urashtu». Οι Αρμένιοι (τοπικά Hay / Hayk) αναφέρονται από τον Ηρόδοτο, ως κατοικούντες πέρα από την Κιλικία, με κύρια ενασχόληση την κτηνοτροφία (Μούσαι Ιστοριών, Ε΄, «Τερψιχόρη», 5.49, 6). Ο Ηρόδοτος παρατηρεί πως οι Φρύγες, Παφλαγόνες και Αρμένιοι είχαν παρόμοια εξάρτυση και πως οι Αρμένιοι, αποτελούσαν φύλο το οποίο είχε προέλθει από την Φρυγία. Παρότι η άποψη αυτή έχει πολεμηθεί, και ο Στέφανος Βυζάντιος συντείνει προς μια φρυγική σχέση και καταγωγή αυτού του φύλου, προσθέτοντας και γλωσσικά τεκμήρια: «Αρμένιοι δε το μεν γένος εκ Φρυγίας και τη φωνή πολλά φρυγίζουσι. Παρέχονται δε λίθον την γλύφουσαν και τρυπώσαν τας σφραγίδας» (Στέφανος Βυζάντιος, Εκ των Εθνικών κατά επιτομήν, στο A. Westermann (ed.), Stephani Byzantii Ἐθνικων quæ supersunt. Lipsiae, 1839, 55). Μια κάποια σχέση αυτού του φύλου με την Ελλάδα, αλλά και με μια οίκηση εκ Φρυγίας, φαίνεται και στο γεγονός πως ο μυθικός τους οικιστής Άρμενος, κατάγεται από την Βοιβιήδα ή Πελασγιώτιδα ή Κάρλα λίμνη, μεταξύ Φερρών και Λαρίσης, περιοχή με σημαντική καβείρια παράδοση (Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΑ΄, 12).Ο Ηρόδοτος μαρτυρεί πως μια σημαντική οίκηση της Φρυγίας, ήταν οι Θράκες Βρύγες, σύνοικοι των Μακεδόνων (Μουσών Ιστορίαι, Η΄, «Πολυμνία», 7.73). Γνωρίζουμε πως σε άλλες περιπτώσεις η Μακεδονία υπολογίζονταν έως τον Πηνειό. Ίσως γιατί οι Τρώες είχαν κατακτήσει, πριν τον Τρωικό πόλεμο, την Μακεδονία και είχαν επεκτείνει τα όριά τους έως τον στον Πηνειό ποταμό (Λυκόφρων, Αλεξάνδρα ή Κασσάνδρα, 1440-1445). Τα παραπάνω, ανεξάρτητα από τις Καυκάσιες καταβολές και επιδράσεις των Αρμενίων, υποστηρίζει και το γεγονός, πως ο ποταμός Αράξης της Αρμενίας, διέσωσε το ομώνυμο παλαιό όνομα του Πηνειού (Αίλιος Ηρωδιανός, Περί καθολικής προσωδίας, 3.1.71).
Η περιοχή μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά και την Μάχη της Ιψού το 301 π.Χ., πέρασε στην επικράτεια των Σελευκιδών. Οι τελευταίοι διοίκησαν την χώρα, μέσα από την βασιλική δυναστεία των Οροντιδών. Η τελευταία καταλύθηκε από τους Αρταξία και Ζαρίανδρη, στρατηγούς του Αντιόχου του Γ΄, περί το 190 π.Χ. (Στράβων, Γεωγραφικά, ΙΑ΄, 5). Η μετάβασή τους στην ρωμαϊκή εποχή έγινε ανώδυνα, αφού επέλεξαν να συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους και αυτοί να τους παραχωρήσουν αυτονομία, με πρώτο βασιλιά τον Αρταξία τον Α΄ (189-160 π.Χ.) και πρωτεύουσα τα Ατράξατα. Οι Αρμένιοι θα φτάσουν στην μεγαλύτερη επικράτειά τους επί Τιγράνη του Β΄ (95-55 π.Χ.), γαμβρού του Μιθριδάτη του Μέγα, βασιλέα του Πόντου (120-63 π.Χ.).
Προς το τέλος του 1ουπ.Χ. αιώνα, παρατηρούμε την συνδρομή των Πάρθων, προς τον βασιλικό οίκο της Αρμενίας και τον Αρταξία τον Β΄ (34-20 π.Χ.). Ωστόσο ο Τιγρανής ο ΣΤ΄ θα εισβάλει σε εδάφη της Παρθίας και τελικά με την Συνθήκη της Ράντειας του 63 μ.Χ. θα εκθρονισθεί. Από τότε και με πρώτο τον εκ Παρθίας Τιριδάτη τον Α΄ (63-96 μ.Χ.), ο βασιλικός οίκος της Αρμενίας, θα κυβερνηθεί από Πάρθους, ιδρύοντας την δυναστεία των Αρσακιδών. Η δυναστεία αυτή θα βασιλέψει έως το 224 μ.Χ., οπότε και θα εκθρονισθεί από τον ιδρυτή της δυναστείας των Σασσανιδών, Αρντασίρ / Αρταξέρξη τον Α΄. Τελικά η Δυτική Αρμενία θα προσαρτηθεί στους Ρωμαίους, επί Πρόβου (276-282 μ.Χ.). Τότε οι Ρωμαίοι θα ανεβάσουν ως βασιλιά στην Αρμενία τον Χοσρόη τον Β΄, ο οποίος είχε συγγένεια, επίσης, με τους Πέρσες Αρσακίδες.
H30η Σεπτεμβρίου αγιολογικά, χαρακτηρίζεται από την μνήμη του αγίου Γρηγορίου του ισαποστόλου (†328{ή 326 ή 330 ή 332). Κατάγονταν εκ Παρθίας και υπήρξε ο φωτιστής του χριστιανισμού στην λεγομένη Μεγάλη Αρμενία. Η οικογένεια του Γρηγορίου, συγγένευε με τον βασιλικό οίκο της Αρμενίας και της Παρθίας. Λογικά αυτό το στοιχείο τον κατατάσσει στον Οίκο των Αρσακιδών, οι οποίοι είχαν δικαιώματα, τόσο στον αρμενικό, όσο και στον αρσακιδικό περσικό βασιλικό Οίκο. Ο Οίκος αυτός επικράτησε, τελικά, σε όλη την Αρμενία, μετά την ήττα του Πέρση Ναρσή υπό των Ρωμαίων και την Συνθήκη της Νισίβεως, το 298 ή 299 μ.Χ. Ο Γρηγόριος είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό και για την προσήλωση του στην πίστη του αυτή, ομολόγησε τον Χριστό, βασανιζόμενος, επί 15 έτη. Επί των ημερών του, αφού έληξαν οι θρησκευτικές διώξεις, άρχισε ο εκχριστιανισμός της Αρμενίας, με τον ίδιο ένα ζωντανό σύμβολο. Εκοιμήθη ως καθολικός, δηλαδή αρχιεπίσκοπος της Αρμενίας, ίσως το 328, με εναλλακτικές ημερομηνίες το 326 ή το 330 ή το 332. Την ίδια μέρα με τον πατέρα του, τιμάται και ο υιός του, Γρηγόριος ο Βαρτάν ή Βαρτενές, επίσης καθολικός της Αρμενίας και ομολογητής, ο οποίος εκοιμήθη το 342.