Πολύς λόγος γίνεται και θα γίνεται για το εάν οι τρομοκρατικές ισλαμικές επιθέσεις, προκύπτουν από πιστή τήρηση του Κορανίου ή αποτελούν επιλογές παρερμηνείας φανατικών ισλαμιστών. Με αφορμή αυτό, θα επιχειρήσουμε να αρθρώσουμε, εδώ, έναν συνοπτικό αλλά τεκμηριωμένο λόγο, αναζητώντας αρχές του Ισλάμ, στην προϊσλαμική Αραβία και τον ίδιο τον Μωάμεθ.
Η περίοδος πριν την κήρυξη «της πλήρης αποκάλυψης μέσω του κορανίου», αποκαλείται «Jahiliyyah» (Κοράνιο, 5:50). Κατ΄αυτήν, ο κεντρο-αραβικός άξονας από τη Μέκκα έως την Μεδίνα ή «Al–Hijaz» (Ευδαίμονα – Κεντρική Αραβία), κατοικούνταν, κυρίως, από βεδουίνους, χωρίς να απαντά σε αυτές τις εμπορικές πόλεις ιδιαίτερη χριστιανική παρουσία, σε αντίθεση με την ιουδαϊκή (Ph. K. Kitti, History of the Arabs. From the earliest times to the present (London & Basingstoke: Macmillan, 1970), 17). Η Μέκκα ήταν από τότε, μεγάλο κέντρο, ελέγχοντας τις κυριότερες υδάτινες πηγές και φιλοξενώντας το ιερό της Ka’bah, το διάσημο έως σήμερα προσκύνημα των ισλαμιστών «Καάμπα» και τότε παγανιστικό. Κυριαρχούσε η λατρεία της Σελήνης ως άνδρα θεού (Shin, Wadd, Almaqah ή Amm) και του Ήλιου (Shams) ως θέαινας και συζύγου της Σελήνης, έχοντας ως ανδρική θεότητα και υιό τους την Αφροδίτη / Ahtar (Μ. Höfner, «Die vorislamischen Religionen Arabiens», στο H. Gese, M. Höfner & K. Rudolph, Die Religionen Altsyriens, Altarabiens und der Mandäer (Stuttgart: Kohlhammer, 1970), 240–353). Στα χρόνια του Μωάμεθ, ως ύπατος θεός του ουρανού και δημιουργός στο αραβικό πάνθεο τιμώνταν ο Allah, όνομα το οποίο χρησιμοποιούνταν και για να δηλώσει γενικότερα τον Θεό. Στις περιοχές όπου υπήρχαν χριστιανικές κοινότητες, αυτές ήταν, κυρίως, Νεστοριανοί και εν γένει Μονοφυσίτες. Στην Βόρεια (Πετραία) Αραβία δέσποζαν τα Βόστρα / Bosra (Αν. Γιαννουλάτος, Ισλάμ. Θρησκειολογική επισκόπηση (Αθήνα: Ακρίτας, 2006), 70-72 και 85-88), ενώ στη Νότια Αραβία, οι πόλεις Najran και η San’a (Αθ. Παπαθανασίου, «Οι νόμοι των Ομηριτών» (Διδ. διατριβή, ΕΚΠΑ, 1991), 23-28).
Στον αραβικό πολυθεϊσμό ενυπήρχαν και στοιχεία ανιμισμού. Συγκεκριμένα κυριαρχούσε η αντίληψη πως φυσικά μέρη και ειδικά λίθινοι όγκοι αποτελούσαν κατοικητήρια θείων πνευμάτων. Η λιθολατρεία αυτή επέδρασε και στην απεικόνιση των θεοτήτων, αφού τα αραβικά λίθινα είδωλα, σπάνια έφεραν ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά. Αυτό μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την ανεικονική ισλαμική τέχνη, την απαγόρευση απεικόνισης του Μωάμεθ, αλλά και την τιμή προς την Καάμπα, η οποία οικοδομήθηκε γύρω από προϊσλαμικό λατρευτικό μαύρο λίθο.
Η αραβική παράδοση θεωρεί τον Μωάμεθ γεννηθέντα κατά την εισβολή του Αιθίοπα Abraha / Αβράμου (570-1). Σήμερα, όμως, επικρατεί μια σχετική αναθεώρηση του έτους γέννησης του έως και το 580 (F. Buhl, «Muhammad», στο Gibb, Hamilton A. R. and Kramers, Johannes H (Ed.), Shorter encyclopaedia of Islam (Leiden: E.J. Brill, 1961), 391). Ήταν ορφανός, χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του Adb Allah, χάνοντας σε ηλικία, μόλις, 6 ετών την μητέρα Aminah και στα 8 τον παππού του (Κοράνιο, 93:6). Κατάγονταν, μάλιστα, από την φυλή των Quraish, η οποία σχετίζονταν με την φύλαξη της Καάμπα και το γένος των φιλο-μονοθεϊστών Hashim, ενδεικτικό της εμμονής του τόσο για την Καάμπα όσο και τον μονοθεϊσμό.
Παντρεύτηκε σε ηλικία 25 ετών την κατά 15 χρόνια μεγαλύτερή του πλούσια χήρα Χαντίτζα / Khadijah και εξ αυτής απέκτησε 4 κόρες αλλά και υιούς, τους οποίους, όμως, έχασε πολύ νωρίς. Η περίοδος από την γέννηση του Μωάμεθ, έως και το αναφερόμενο πρώτο όραμά του, ονομάζεται «Περίοδος της ιδιωτικής ζωής του (570 ή 580–610)» (Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Ίχνη από την αναζήτηση του υπερβατικού (Αθήνα: Ακρίτας, 2004), 100). Η περιγραφή αυτού του οράματος, το 610, μαρτυρεί όραση θείας μορφής, η οποία αργότερα ταυτίσθηκε με τον αρχάγγελο Γαβριήλ, γεγονός το οποίο ερμηνεύθηκε ως η κλήση του στην προφητική αποστολή / Ressaliyah. Ακολουθεί η λεγόμενη «Περίοδος της Μέκκας» (610–622, Κοράνιο 96:1-19). Άρχισε το κήρυγμά του το 613 από τον λόφο Safa της Μέκκας, με έμφαση στη μοναδικότητα του Αλλάχ, το βλάσφημο της λατρείας άλλων θεοτήτων και την Τελική Κρίση. Βρήκε μεγάλη αντίδραση, ήδη από το 615 και την επόμενη χρονιά από το ίδιο του το γένος. Το 619 έχασε τον πατριό και την πρώτη του σύζυγο, κυρίως όμως θεωρήθηκε ως έτος της μετάβασής του από τη Μέκκα στα Ιεροσόλυμα και τον 7ο Ουρανό, καθώς και της παράδοσης της ισλαμικής προσευχής (Κοράνιο, 17:1).
Από το 620 άρχισε να αποκτά κάποιο κύκλο οπαδών στη Yathrib, πόλη στην οποία κατέφυγε το 622, για να γλυτώσει την ζωή του. Εξ αυτού η πόλη αυτή τιμήθηκε ως «Madinat al Nabi (Πόλη του Προφήτη)», γνωστότερη ως «Medina». Η μετάβαση αυτή, ονομάσθηκε Hijrah / Εγίρα (ρήγμα / ρήξη δεσμού) και καθιερώθηκε ως αρχή του Ισλαμικού χρονολογίου επί Χαλίφη Ομάρ το 639.
Η περίοδος από την μετάβασή του, έως το θάνατό του, χαρακτηρίζεται ως «Περίοδος Μεδίνας» (622–632). Στη Μεδίνα, με προφανή την επιρροή από την ακμάζουσα εκεί ιουδαϊκή κοινότητα, πόλη, προχώρησε στην εισαγωγή μιας σειράς λατρευτικών πράξεων, όπως η νηστεία της 10η του μηνός Muharram κατά μίμηση του ιουδαϊκού «Εξιλασμού», τις νίψεις προ της προσευχής, την μεσημβρινή προσευχή / Salah με αρχικό προσανατολισμό τα Ιεροσόλυμα, την επιλογή της Παρασκευής προς τέλεση της εβδομαδιαίας δημόσιας προσευχής, ενώ θέσπισε εορτή (ίσως ήδη προϋπάρχουσα), προς τους γενάρχες Αβραάμ και Ισμαήλ (Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Ισλάμ. Θρησκειολογική επισκόπηση (Αθήνα: Ακρίτας, 2006), 120).
Εκστράτευσε πρώτη φορά κατά τον ιερό μήνα Rajab και κέρδισε το 624 την Μάχη του Badr. Οι πεσόντες ονομάσθηκαν για πρώτη φορά «μάρτυρες». Αυτό οδήγησε σε μια αποδοχή του δια των όπλων εξισλαμισμού, ενώ σωτηριολογικά προκρίθηκε η εκτέλεση απίστου ή ο θάνατος πιστού στο πεδίο της μάχης («εδίδαξε δε τους εαυτού υπηκόους, ότι ο αποκτέννων εχθρόν ή υπό εχθρού αποκτεννόμενος, εις παράδεισον εισέρχεται», Θεοφάνης, Χρονογραφία, PG 108, 688A). Αν αυτό ακούγεται ως προπαγάνδα βυζαντινή, η δια πληρωμής εκτέλεση αμάχων αιχμαλώτων προς εκπλήρωση του ισλαμικού αυτού καθήκοντος, υπήρξε πρακτική η οποία εφαρμόσθηκε σε μέρη όπως η Χίος κατά το 1822. Όπου σε ισλαμικό κράτος δεν υπάρχουν, ουσιαστικά, άλλες θρησκείες, ο τόπος ονομάζεται «Οίκος Ισλάμ» (Dar al–Islam), ενώ όπου, επιβιώνουν, ακόμα, «Οίκος πολέμου» (Dar al–Harb). Η διεξαγωγή ιερού αγώνα (Jihad), αποτελεί ιερό καθήκον (Κοράνιο, 2:193).
Ειδικά μετά την μάχη του Badr, ο Μωάμεθ άρχισε να νυμφεύεται πολλές γυναίκες και μεταξύ αυτών την 9χρονη Zainab, σύζυγο του θετού και εν ζωή υιού του (Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί αιρέσεων, PG 94, 769C). Βάσει αυτού γίνονται σήμερα αποδεκτοί συγγενικοί γάμοι με νύφες έως και 9 ετών, ακόμα και στη γειτονική Τουρκία! Μεταξύ του 625 και 627 υπερίσχυσε των τριών ιουδαϊκών φυλών της Μεδίνας με τραγική κατάληξη για τους χαμένους: εξορία, δουλεία, εξισλαμισμός (F. Buhl, «Muhammad», στο Gibb, Hamilton A. R. and Kramers, Johannes H (Ed.), Shorter encyclopaedia of Islam (Leiden: E.J. Brill, 1961), 401). Το 628 πέτυχε συνθήκη, βάσει της οποίας μπορούσαν οι μωαμεθανοί να επισκεφθούν την Μέκκα ως προσκυνητές. Με πρόσχημα αυτό κατέλαβε την Μέκκα στις 11 Ιανουαρίου του 630, αλλά ο ίδιος δεν προσκύνησε. Την ίδια χρονιά νίκησε στην μάχη του Hunain. .
Αρχές του 631, μετέτρεψε τη Καάμπα σε αποκλειστικό ισλαμικό προσκύνημα, αποκαθηλώνοντας τα είδωλα και απαγορεύοντας την είσοδο «απίστων» (Κοράνιο 9:28). Από εκεί προκύπτει η πάγια ισλαμική πρακτική της κατάληψης χριστιανικών ναών προς μετατροπή τους σε ισλαμικά τεμένη, αλλά και η καταστροφή αρχαιολογικών χώρων, αφού ο Μωάμεθ απαγόρευσε απολύτως την εθνική λατρεία, δίνοντας μόνο διορία 4 μηνών στους εθνικούς. Το 632 πραγματοποίησε το πρώτο προσκύνημά του στην Μέκκα. Αρρώστησε λίγο αργότερα και κατέληξε στις 8 Ιουνίου του 632. Τον διαδέχθηκαν οι Χαλίφηδες, πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες με πρώτο τον Abu–Bakr (632–634), δεύτερο τον Umar (634–644) και τρίτο τον Uthman (644–656).
Κόττης Κωνσταντίνος