Η Κυριακή της Τυρινής, τόσο ως εορτολογική ανάμνηση «της από του Παραδείσου τρυφής εξορίας των Πρωτοπλάστων», όσο και ως επιλογή των βιβλικών αναγνωσμάτων, μας παρέχουν παραπομπές στην θεία εποπτείακαι σε μυστηριακές πτυχές, ως προς την ερμηνευτική προσέγγιση.Ανατρέχοντας στην αρχαία μυστηριακή, η θεματολογία του κεντρικού δρωμένου, συχνά αποτελούσε ένανιερό Γάμο στην μορφή της «αρπαγής». Έτσι οι παρευρισκόμενοι μυημένοι, συμμετείχαν για να συγχρωτιστούν με τους θεούς οι οποίοι μυθολογούνταν ως παρόντες στον εκάστοτε ιερό γάμο. Η θεοπτία αυτή, αν αφορούσε τα καβείρια μυστήρια, αποτελούσα μια δόξα του μύστη προς το πάνθεο το οποίο παρευρέθηκε στο γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Γ΄΄, 4, 2). Αλλά η θεοπτία δεν ταυτίζεται, πάντα, με το στοιχείο της όρασης. Στην περίπτωση της Αρπαγής της Περσεφόνης, ο Ήλιος είδε, αλλά η Εκάτη ήταν μάρτυρας ως ακροάτρια. Στην περίπτωση των πρωτοπλάστων, η θεοπτία του παραδείσου, είχε να κάνει με το άκουσμα της φωνής του Θεού (Γένεση 2:16 και 3:8), προφανώς του Λόγου και όχι του Πατέρα («Ούτε φωνήν αυτού ακηκόατε πώποτε, ούτε είδος αυτού έωράκατε», Ιωάννης, 5, 37-38). Έτσι στην Μεταμόρφωση οι θνητοί άνθρωποι – απόστολοι, οι οποίοι ήταν παρόντες, δεν μπόρεσαν ούτε το φως το μεταμορφωθέντος Χριστού να αντέξουν. Αντίθετα οι Ηλίας και Μωυσής, συνομιλούσαν χωρίς πρόβλημα με τον Χριστό, σε μια καθαρά εσχατολογική εικόνα.
Η εκδίωξη από τον παράδεισο θα καταστήσει ως φρουρούς των πυλών εξαπτέρυγα αγγελικά είδη (Γένεση 3:24) και αυτό θα απεικονισθεί στην τέχνη.Εκεί οι αποτρεπτικές κατά την αρχαιότητα σφίγγες, τα γοργώνεια, αλλά και ο χθόνιος Αλέξανδρος, θα δώσουν την σειρά τους στην βόρεια και νότια πύλη του τέμπλου από ολόσωμους αγγέλους, σε μορφή – εξέλιξη των φτερωτών Νικών.
Στον Απόστολο της ημέρας προηγείται η νύχτα και την διαδέχεται η μέρα (Προς Ρωμαίους, 13:12). Αυτό αποτελεί μια παράδοση, την οποία είχαν πιθανότατα οι Θράκες και σίγουρα είχαν διαπιστώσει οι Ρωμαίοι στους Γαλάτες, οι οποίοι ιεροπρακτικά ακολουθούσαν, όπως και οι Κέλτες, θρακική και μακεδονική και εν γένει πελασγική ελληνική παράδοση (Julius Caesar, De bello Gallico, VI, 13-14 & 17-19.). Στην περίπτωση του Παύλου, σε αυτό μπορεί να έχει επιδράσει το εθνικό κοινό στο οποίο απευθύνεται στην επιστολή,ίσως ο πλατωνικός Μύθος του Σπηλαίου, ο Ησαΐας («ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει είδε φως μέγα οι κατοικούντες εν χώρα και σκιά θανάτου φως λάμψει εφ΄ υμάς», Ησαΐας 9:2), αλλά και ο Ιώβ: την αρχή της κτίσης αντιπροσωπεύουν οι Άγγελοι, οι οποίοι ήταν παρόντες στην δημιουργία των άστρων. Συνεπώς υπήρχε κτίση και πριν τους Ήλιους (Ιωβ 38, 7). Για την Εκκλησία πολύ ενωρίς, οι ημέρες της Σαρακοστής προ του Πάσχα, ήταν ημέρες προετοιμασίας των υποψηφίων προς βάπτιση κατά την Παννυχίδα του Πάσχα. Ο λόγος του Παύλου περί ενδύσεως του Χριστού από τον πιστό, θυμίζει την επιλογή της αρετής από τον Ηρακλή. Ο πιστός πρέπει να επιλέξει όχι τον αμαρτωλό βίο, αλλά την ένδυση του Χριστού, ακολουθώντας τον στον βαπτισματικό θάνατο και αναγέννηση και μετέχοντας στην Ευχαριστία, βιώνοντας τα Έσχατα. Η ένδυση του Χριστού, όταν προκύπτει από επίγνωση, καθιστά τον άνθρωπο μια εικόνα Του, η οποία εκπορεύει ευχαριστιακό ήθος και παραπέμπει στο πρωτότυπο («και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ΄ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», Προς Κολοσσαείς, 3:10).
Τελευταίο ζήτημα το οποίο έθεσε ο Παύλος είναι η κρίση. Ο δυνατότερος οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός όταν ασκεί κριτική στον ασθενέστερο. Ο πιστός οφείλει να δίνει μαρτυρία όταν του ζητηθεί ο λόγος (Α΄ Πέτρου, 3:15). Όμως σε καμία περίπτωση, η ενδεχόμενη ανώτερη πνευματική του κατάσταση, δεν μπορεί να αποτελεί πρόσχημα και πρόφαση κριτικής, προς τον ασθενέστερο. Κανείς δεν μπορεί να αποτελέσει τον αυτόκλητο κριτή του άλλου («συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει· σταθήσεται δε· δυνατός γαρ εστίν ο Θεός στήσαι αυτόν», Προς Ρωμαίους 14:4). Τα επιτεύγματα της άσκησης, δεν αποτελούν τεκμήρια καταξίωσης. Ο Θεός μας καλεί στην ύπαρξη από την ανυπαρξία και όχι η ηθική αξιομισθία («εις το είναι εκλήθησαν», Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Λόγος περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου, PG 25, 104Β).