Ένα από τα εξαιρετικά ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρέχτ για τη μοίρα του νικημένου είναι το εξής
«Πάντα λοιπόν ο νικητής
του νικημένου γράφει την ιστορία.
Tο πρόσωπο του χτυπημένου παραλλάζει
εκείνος που τον χτύπησε.
Απ’ τον κόσμο φεύγει ο αδύναμος,
και πίσω μένει το ψέμα.»
με τον τρόπο αυτό παρουσιάζει έναν ιστορικό νόμο που σημάδεψε την ιστορία της Ανατολής και σήμερα, εμείς εδώ, σ’ αυτό το ιστορικό συνέδριο καλούμαστε να ανατρέψουμε.
Γιατί η ιστορία των λαών της Ανατολής είναι μέχρι σήμερα καταγεγραμμένη ως η ιστορία των εθνικισμών και των ανταγωνισμών. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχαν πληθυσμοί ολόκληροι στην περιοχή μας που θα έπρεπε να εξαφανιστούν ώστε να εδραιωθεί η κυριαρχία των ελίτ σε ομοιογενή περιβάλλοντα. Έτσι θα έπρεπε να εξαφανιστούν από τον χάρτη οι χριστιανικές ομάδες της Ανατολής και να εκδιωχθούν οι μουσουλμανικές κοινότητες των Βαλκανίων.
Οι Ρωμιοί της Ανατολής ήταν ένας μεγάλος και εξαιρετικά αναπτυγμένος οικονομικά και πολιτιστικά πληθυσμός. Βρέθηκε όμως στη μέγγενη του σκληρού μιλιταριστικού εθνικισμού των Νεότουρκων και των κεμαλικών από τη μια και στην ανταγωνιστική προς αυτόν στάση των κυρίαρχων ομάδων της Ελλάδας. Οι Νεότουρκοι -οι οποίοι κατέλαβαν την οθωμανική εξουσία με στρατιωτικό κίνημα- πολιτικά ανήκαν στο χώρο που σήμερα τον αποκαλούμε (με τη σύγχρονη πολιτική ορολογία) ακροδεξιό, ρατσιστικό χώρο. Και είχαν εξαρχής αποφασίσει να μεταλλάξουν την πολυεθνική κοινωνία σε μονοεθνικό κράτος. Και ακριβώς για αυτόν το λόγο χρησιμοποίησαν ως μηχανισμό τη γενοκτονία, που είναι μια καινοφανής μέθοδος στην ιστορία της δράσης των εξουσιών. Εμφανίζεται με τους Νεότουρκους και στη συνέχεια το «βιομηχανοποιούν» και το εντείνουν οι Ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και έχει διάφορα στοιχεία – προγραφή, στοχοποίηση, οργάνωση μηχανισμών σε ειρηνικές εποχές, διάχυση αρνητικής ιδεολογίας κατά των στοχοποιημένων πληθυσμών. Έχει πάρα πολλά χαρακτηριστικά που είναι καινούρια στην ιστορία των βίαιων ενεργειών μιας εξουσίας κατά μειονοτικών ομάδων.
Όσοι Ρωμιοί της Ανατολής δεν εξοντωθούν είτε στις πορείες θανάτου είτε στις σφαγές που προκάλεσαν οι νικητές, θα καταφύγουν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Εκεί θα αντιμετωπίσουν μια ιδιαιτέρως αρνητική κατάσταση. Ο ιστορικός Άλκης Ρήγος γράφει: «Η εντονότατη αντίθεση γηγενών και προσφύγων διαχέεται σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο. Οι άνθρωποι που μόλις διασώθηκαν από την τουρκική σφαγή, αποκαλούνται «τουρκόσποροι»… Η λέξη «πρόσφυγας» διαχέεται στον κοινωνικό ιστό με τον πιο υποτιμητικό τρόπο. Τον ρατσισμό αυτό προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι φασιστοειδείς κινήσεις που απαιτούν να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι έλληνες».
Το κλίμα αυτό θα κυριαρχήσει σε κάθε έκφραση της νεοελληνικής ζωής. Ακόμα και η νεοελληνική ιστοριογραφία, προσεγγίζει τα γεγονότα μέσα από μια ελληνική εκδοχή του κεμαλικού ερμηνευτικού σχήματος. Στη νεοελληνική ιστοριογραφία δεν υπάρχει ρήξη μεταξύ οθωμανικού και τουρκικού χώρου. Δεν υπάρχει γενοκτονία και οργανωμένο σχέδιο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Νεότουρκους. Δεν αντιμετωπίζεται η επόμενη μέρα της οθωμανικής κατάρρευσης μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως ευκαιρία επίλυσης του εσωτερικού εθνικού ζητήματος, γιατί απλώς οι χριστιανικές κοινότητες δεν αντιμετωπίζονται ως συλλογικά υποκείμενα με πολιτικά δικαιώματα.
Με τον τρόπο αυτό, η αντίληψη της νεοελληνικής ιστοριογραφίας και το ερευνητικό της πεδίο, περιορίστηκε απελπιστικά. Σημαντικά τμήματα της νεότερης ιστορίας έμειναν στο σκοτάδι ως άγραφες Λευκές Σελίδες. Κι αυτό γιατί η ιστοριογραφία μας καθορίστηκε από τα στενά συμφέροντα του έθνους-κράτους και των διαφόρων πολιτικών εκδοχών που εμφανίστηκαν αποκλειστικά στα όριά του.
Η άσχημη αυτή πραγματικότητα αυτή θα αμφισβητηθεί μόνο σ τη δεκαετία του ’90, όταν θα προβάλλει –με όχι επιτυχημένο πάντα τρόπο- μια ιστοριογραφική σχολή που θα γεννηθεί στους κόλπους των προσφυγικών οργανώσεων. Και έτσι, στην προσπάθεια να ανασυντεθεί το ιστορικό παρελθόν χωρίς τα επίσημα φίλτρα των κυβερνήσεων και των διαφόρων συμφερόντων, συνάντησε την προοδευτική τουρκική ιστοριογραφία. Και από τότε η συνάντηση αυτή οδήγησε σε μια συντροφική σχέση επιστημόνων που δεν έχουν στο νου τίποτα άλλο, εκτός από την αλήθεια.
Ας επιστρέψουμε όμως σ’ αυτά που ενώνουν τους λαούς μας…
Σπάνια θα βρεις δυο τόσο όμοιους λαούς, αλλά και τόσο διαφορετικούς ιδεολογικά, όπως οι σύγχρονοι Έλληνες και Τούρκοι. Η αιτία δεν βρίσκεται τόσο στην λαϊκή διάθεση, αλλά στο γεγονός ότι ο εθνικισμός έχει παραμορφώσει το αληθινό και το έχει αντικαταστήσει με τον μύθο και το ιδεολόγημα. Παράλληλα, δεν έχουν αναπτυχθεί εκείνες οι γέφυρες επικοινωνίας, μέσω των οποίων θα ήταν δυνατόν να προσεγγιστούν νηφάλια τα ιστορικά γεγονότα που διαχώρισαν τους πληθυσμούς και οδήγησαν σε σκληρούς θρησκευτικούς πολέμους με εθνικό επικάλυμμα, γενοκτονίες, κατοχές εδαφών, ανταλλαγές πληθυσμών.
Η ελληνοτουρκική ιστορία και ειδικά η περίοδος που αφορά το πέρασμα από την πολυεθνική, προνεωτερική, ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία στα σύγχρονα εθνικά κράτη έχει διερευνηθεί ελάχιστα. Τα κυρίαρχα εθνικιστικά ιδεολογικά δόγματα –και στις δυο πλευρές- έχουν συσκοτίσει την έρευνα και έχουν εμποδίσει την επικοινωνία των απροκατάληπτων ιστορικών να αναζητήσουν τους νόμους της Ιστορίας αλλά και τις τεχνικές που εφαρμόστηκαν κατά το μεγάλο εκείνο δραματικό μετασχηματισμό.
Αφορμή για το σημείωμα αυτό αποτελεί η πρόσφατη αναφορά στην ομαδική σφαγή 7.000 χιλιάδων αμάχων Βόσνιων μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα και η τελετουργική ταφή των υπολειμμάτων των θυμάτων που ταυτοποιήθηκαν. Στην τελετή για τα θύματα της Σρεμπρένιτσα παραβρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο προεδρεύων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν. Η κυβέρνηση Ερντογάν είχε μεσολαβήσει για να αναγνωρίσουν οι Σέρβοι τη σφαγή. Επιπλέον, στο πλαίσιο της «προστασίας» που θέλει να παρέχει στους μουσουλμάνους της Βαλκανικής και της προβολής της «οθωμανικής κληρονομιάς» έχει στηρίξει οικονομικά τη Βοσνία προωθώντας επενδύσεις στη χώρα, ενώ έχει μεσολαβήσει στις συνομιλίες προσέγγισης μεταξύ Σερβίας, Βοσνίας και Κροατίας.
Όμως, πριν από δύο χρόνια, όταν είχε βρεθεί ένας ομαδικός τάφος στο παλιό ελληνικό χωριό Γιαζισιλάρ της Σαμψούντας και παρ’όλες τις εκκλήσεις των προσφυγικών ρωμαίικων οργανώσεων, η επίσημη Τουρκία κώφευσε. Το ζήτημα των ομαδικών τάφων στην περιοχή του Δυτικού Πόντου από την περίοδο 1914-1922 είναι άγνωστο μεν, υπαρκτό δε.
Από την ανοχή και τη ποικιλία, στον αποκλεισμό και το μοναδικό πολιτισμό
Αυτό που συνέβη εκείνη την εποχή σχετίζεται με την απόφαση που είχαν λάβει οι Nεότουρκοι στο Συνέδριό τους της Θεσσαλονίκης το 1911 για την ομογενοποίηση της Ανατολίας μέσω της φυσικής εξαφάνισης ή της αφομοίωσης των χριστιανών της Αυτοκρατορίας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Έλληνες της Ανατολής είχαν ενισχύσει με κάθε τρόπο τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις και είχαν επενδύσει στο κοινό οθωμανικό όραμα όλων των λαών της Αυτοκρατορίας. Ένα όραμα δημοκρατικό, που έθετε τα δικαιώματα του πολίτη στο επίκεντρο και εξαφάνιζε τις διακρίσεις και την θρησκευτική ή εθνική καταπίεση. Όμως το όραμα αυτό, όπως και η οθωμανική περεστρόικα που άρχισε με το Τανζιμάτ, εξοβελίστηκαν από τον εθνικισμό όταν αποφασίστηκε η καταστροφή της πολυπολιτισμικής και πολυεθνοτικής οθωμανικής κοινωνίας. Ο Celal Bayar στο βιβλίο του «Ben de yazdim. Milli mucadeleye giris» αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα».
Το ιδεολογικό πλαίσιο της νέας εθνικιστικής πολιτικής είχε χαραχθεί από τον Ziya Gokalp, γεννημένο, στο Ντιάρμπακιρ, ο οποίος ζητούσε να τερματιστεί η «ψευδαίσθηση περί ισότητας μουσουλμάνων και χριστιανών». Ο ίδιος, παρότι κουρδικής καταγωγής, κατασκεύαζε φαντασιακά μια νέα ιστορική κατηγορία μετατρέποντας τους μουσουλμάνους της Ανατολίας σε κατευθείαν απογόνους των Τουρκομάνων και των Ογούζων που εισέβαλαν στην Aνατολία τον 11ο και 12ο αιώνα. O Gokalp επιδίωκε την μετατροπή των πληθυσμών που ζούσαν σ’ αυτήν, σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body). Το 1911 περιέγραφε στο περιοδικό «Yeni Hayat” ότι αυτοί οι νέοι άνθρωποι που ονειρευόταν να κατασκευάσει, ήταν: «…οι ‘υπεράνθρωποι’ που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…».
Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 άρχισε η καταπίεση του άμαχου πληθυσμού με την «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού.
Από το 1916 άρχισαν οι συστηματικές σφαγές στην περιοχή του Δυτικού Πόντου. Την περίοδο που ακολούθησε υλοποιήθηκε το προαποφασισμένο σχέδιο των εθνικιστών, για φυσική εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Η δράση Ρωμιών ανταρτών χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι για την πλήρη εκκαθάριση της περιοχής από τον άμαχο πληθυσμό. Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Νεότουρκων εθνικιστών διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Pallavicini έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: «Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς.» Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Σαμψούντας Kwiatkowski ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεοτούρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου.
Ο τάφος του Γιαζισιλάρ
Η ανακάλυψη ομαδικού τάφου στη Σαμψούντα, που ανήκει σε Έλληνες Ποντίους της περιόδου των διωγμών από τους Τούρκους, έφερε και πάλι στην επικαιρότητα την άγνωστη σφαγή των Ρωμιών αμάχων εκείνης της εποχής από τους εθνικιστές μετά το 1916. Τα οστά βρέθηκαν τυχαία κατά τη διάρκεια εργασιών σε σχολείο του χωριού Γιαζισιλάρ, ενώ σύμφωνα με τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων οι εργάτες πέταξαν τα οστά στο ποτάμι της περιοχής. Ο κάτοικοι του χωριού όπου βρέθηκε ο ομαδικός τάφος, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν και ερείπια από τέσσερις Ελληνικές εκκλησίες. Μία απ’ αυτές βρισκόταν εκεί, που σήμερα έχει κατασκευαστεί το σχολείο.
Ο συγκεκριμένος ομαδικός τάφος που εντοπίστηκε στη Σαμψούντα φαίνεται ότι εντάσσεται στον κατάλογο με τα κατορθώματα του Τοπάλ Οσμάν, ενός αιμοβόρου τσέτη απ’ το Rize με ακραία συμπεριφορά, που τελικά θα βρει το θάνατο μετά από εντολή του Μουσταφά Κεμάλ. Για τον τάφο αυτό ο μελετητής της ιστορίας των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, εκπαιδευτικός Γιώργος Αντωνιάδης γράφει: «Το χωριό Γιαζιλάρ, που αποτελεί συνοικισμό του χωριού Τερέκιοϊ, που βρίσκεται πάνω στην παραλιακή οδό. Τον Ιούνιο του 1921, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα του χωριού Τερέκιοι και αφού τα έπνιξαν με βρόχο τα πέταξαν σε ένα λάκκο και στη συνέχεια κάλυψαν το λάκκο αυτό με χώμα…»
Για άλλη μια φορά το θέμα υποβαθμίστηκε και από τις αρμόδιες ελληνικές υπηρεσίες στο πλαίσιο της υποτίμησης της τραυματικής προσφυγικής εμπειρίας και της επίτευξης ελληνοτουρκικής συνεννόησης χωρίς την τήρηση των στοιχειωδών ανθρωπιστικών αρχών, όπως είναι ο σεβασμός της μνήμης των νεκρών και η απόδοση των στοιχειωδών τιμών που απαιτεί οι -τυπικά αποδεκτοί- απ’ όλους πολιτισμικοί κανόνες.
Έχει γίνει ήδη καταγραφή πολλών τέτοιων τοποθεσιών ομαδικών τάφων. Είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με νηφαλιότητα τόσο από την Τουρκία όσο και την Ελλάδα, η οποία φαίνεται να αγνοεί τεχνητά το ζήτημα, ακολουθώντας την παλιά τακτική της περιφρόνησης των Ρωμιών προσφύγων απ’ την Ανατολή. Ο στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ενιαίου τάφου, όπου θα μαζευτούν όλα τα οστά που θα ανευρεθούν, με πρώτα αυτά του ομαδικού τάφου του Γιαζισιλάρ.
Επίλογος
Ίσως ήρθε η ώρα, οι απλοί άνθρωποι, οι καλλιτέχνες και οι χορευτές λαϊκών χορών που μοιράζονται τους πολλούς όμορφους κοινούς πολιτισμούς μας, μαζί με τους μη εθνικιστές ιστορικούς, να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν εκείνες τις γέφυρες γνώσης, φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ των λαών που ζουν και θα ζουν για πάντα στις ακτές του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Nα καταλάβουν πως σκέφτεται ο «άλλος», ο «διαφορετικός». Να προσπαθήσουν, να μιλήσουν για τα κοινά στοιχεία -κάτι που είναι εύκολο- αλλά και να διερευνήσουν -όσο οδυνηρό κι αν είναι αυτό- τα δύσκολα, εκείνες τις μαύρες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας, όταν οι άνθρωποι αποθηριωμένοι, «λαίμαργοι για βία» που λέει ο Steiner, μετέτρεπαν ακόμα και τους ναούς και τα τεμένη σε τάφους των απελπισμένων αμάχων.
Όλη αυτή η απόπειρα επικοινωνίας έχει και μια λυτρωτική σημασία. Διερευνώντας τις ενοχές του εθνικισμού και του κράτους, οι λαοί απαλάσσονται από το βάρος της ταύτισης με απρόσωπες δολοφονικές εξουσίες, αναζητώντας παράλληλα τους δικούς τους ακηδεμόνευτους κώδικες επικοινωνίας.
————-
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΟΜΑΔΙΚΩΝ ΤΑΦΩΝ ΣΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΠΟΝΤΟ
ΠΕΡΙΟΧΉ – ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΑΦΩΝ – ΑΡΙΘΜ. ΘΥΜΑΤΩΝ –Ρωμαίικα Χωριά
1) Πάφρα, 18 9.800 75
2)Σαμψούντα 9 2.380 67
3)Γάβζα 1 3.500 9
4)Έρπαα 6 1.080 13
5)Καβάκ 2 550
—- —— —-
36 17.310 164
————————————————————————————————————-
1) ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΑΥΣΤΡΙΑΚΩΝ 1916-1918
Σε έγγραφο του Αυστριακού υπουργού εξωτερικών προς το Βερολίνο το 1916 αναφέρονται τα εξής: “Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του Κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ’ τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων.”
Σε προξενικό αυστριακό έγγραφο που συντάχθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1917 και φέρει τον τίτλο «Σύλληψη και εκτόπιση Ελλήνων» διαβάζουμε:
«Το κτύπημα που σχεδιαζόταν εδώ και πολύ καιρό κατά των ντόπιων Ελλήνων εκτελέστηκε στις 9 αυτού του μηνός… Την ίδια μέρα έγινε στρατιωτική κατοχή των χωριών Αϊλάσκιοϊ και Κατίκιοϊ της Σαμψούντας. Τους τρεις έως τέσσερεις χιλιάδες κατοίκους τους κάλεσαν να συγκεντρωθούν τη νύχτα με την πρόφαση ότι θα τους μιλήσει δήθεν ο μουτεσαρίφης και τους πήγαν βίαια στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν μαζί τους τρόφιμα και ρούχα. Με το σκληρό χειμώνα που επικρατεί τώρα, την έλλειψη καταλυμάτων και τροφίμων, πολλούς από τους δυστυχείς αυτούς περιμένει σύντομα ο θάνατος.»
Ο Αυστριακός πρόξενος στην Αμισό Κβιατόφσκι σε έγγραφο του 1918 αναφέρει: «Οπως επανειλημένως ετόνισα, θεωρώ τον εκτοπισμόν των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας εν τω πλαισίω της εκτελέσεως του προγράμματος των Νεοτούρκων, το οποίον επιδιώκει την εξασθένησιν του Χριστιανικού στοιχείου ως μίαν καταστροφήν μεγίστης απηχήσεως, ήτις θα έχη εις την Ευρώπην ζωηρότερον αντίκτυπον από τας αγριότητας εναντίον των Αρμενίων».
Εξ άλλου του είχε ειπωθεί από ανώτερους Τουρκους ότι: «Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους… Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε.»
Ατέλειωτες είναι οι αναφορές στα διπλωματικά έγγραφα που έφερε πρώτος στο φως ο, ομότιμος σήμερα, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. Τα έγγραφα αυτά πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1962 σε ανάτυπο του συλλόγου Αργοναύτες-Κομνηνοί και επανεκδόθηκαν σε συμπληρωμένη μορφή το 1995 από την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης.
-Π. Ενεπεκίδης, «Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918) βάσει των ανέκδοτων εγγράφων των κρατικών αρχείων της Αυστροουγγαρίας», Αθήνα, εκδ. Αργοναύται-Κομνηνοι, 1962.
-Π. Ενεπεκίδης, «Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918)», Θεσσαλονίκη, έκδ. Εύξεινος Λέσχη, 1995.
—————-
2) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
Τα στοιχεία βασίζονται σε ανέκδοτη μελέτη του εκπαιδευτικού Γιώργου Αντωνιάδη. Η μελέτη συντάχθηκε μετά από επιτόπιες έρευνες και συνεντεύξεις των επιζώντων. Ο ίδιος ο Αντωνιάδης γεννήθηκε στο χωριό Καράπουνάρ της Σαμψούντας.
Την περιπέτεια του ρωμαίικου πληθυσμού της πόλης του την περιγράφει ως εξής:
«Στην κωμόπολη Καράπουναρ (18-6-1921): Οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν περικύκλωσαν τους δύο συνοικισμούς της κωμόπολης και δολοφονούσαν όποιον συναντούσαν. Τους κατοίκους που συνέλαβαν τους συγκέντρωσαν μπροστά την εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους. Εκεί ξεχώρισαν 70-80 νεαρές κοπέλες τις οποίες αφού τις βίασαν τις μετέφεραν ημιθανείς στην εκκλησία και τις έκαψαν μαζί με τους υπόλοιπους. Στη συνέχεια κατεδάφισαν την εκκλησία και επιχωμάτωσαν το χώρο για να μη διακρίνονται τα ίχνη του εγκλήματος. Μεταξύ του νέων κοριτσιών ήταν και η αδελφή μου και έχω επισκεφτεί πολλές φορές τον ομαδικό αυτό τάφο όπου βρίσκονται και τα νεαρά κορίτσια του Καράπουνάρ…»
Τα στοιχεία αυτά, όπως και ο χάρτης με τις τοποθεσίες των ομαδικών τάφων δημοσιεύτηκαν στο:
-Γιώργος Κιούσης, «Τι αποκαλύπτουν τα ευρήματα στη Σαμψούντα. Το δικό μας ολοκαύτωμα», εφημ. Ελευθεροτυπία, 26 Ιουλίου 2010, σελ. 15.