Βιώνοντας το χάος, το οποίο έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί η κακοκαιρία, υπό καθεστώς μνημονιακού προτεκτοράτου, λέω να κάνω μια διαλεκτική με το χιόνι στην ποίηση. Με την κυβέρνηση να αυξάνει μέσα στο παγετό τις τιμές των καυσίμων και αδιαφορώντας για τον ξένο, τον οποίο η ίδια καλοδέχθηκε δημαγωγικά, για να τον αφήσει στις παγωμένες σκηνές και παραλίες του Γενάρη: Και μια βραδιά χειμερινή/ που όλα με χιόνι έχουν στρωθεί, μες στο ψυχρό καί θλιβερό δωμάτιό του πεθαίνει κι ως Αρλεκίνος να τον πάρει ο Χάρος έχει έρθει κι΄ απέναντι του τον κοιτούν παλιάτσοι συντριμμένοι (Ν. Καββαδίας, «Ήθελα»).
Σε ένα άλλο μέτωπο, πολεμικό, όντως, απ΄την Άμιδα / Ντιγιάρμπακιρ, έως το Χαλέπι και το Ιράκ, μαχητές πολεμούν για την ανεξαρτησία τους απέναντι στους Τούρκους, αλλά και Σύριοι και Ιρακινοί τον εξοπλισμένο από τους Αμερικάνους και όχι μόνο ISIS, ανεξάρτητα αν δεν έχουν το δικό μας εορτολόγιο. Και έχει και εκεί βουνά, όχι μόνο ερήμους: Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού/ με την αύριο των Φώτων / λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά/ για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. (Ο. Ελύτης, Πορεία προς το μέτωπο). Πολεμώντας σε ένα πόλεμο, για τον οποίο η Δύση είναι υπεύθυνη και έβγαλε και πολλούς παράδες, πάνω στα σφαγμένα πτώματα εκατοντάδων χιλιάδων. Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος / που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός / καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας / κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες / εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου / και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό / που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε (Ο. Ελύτης, Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας).
Η κοινωνία σε μια αποσύνθεση, με την γενιά του 70΄ και του 80΄, άνεργη σε όχι αμελητέο ποσοστό, σε μια ευαίσθητη, πλέον, ηλικία, σε απόγνωση. Εκφράζοντας, όμως, συχνά, μια παθητική απόγνωση. Άλλοι περιμένοντας τους καβαφικούς βαρβάρους να νομοθετήσουν, άλλοι την έξωθεν σωτηρία του Βλαδίμηρου: Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια/ εκεί που φυσάει ο βοριάς/ το ξανθό γένος να ‘ρθει αιώνια/ προσμένει ο δόλιος ο ραγιάς (Μίκης Θεοδωράκης, «Ψηλά στης Ρωσίας τα χιόνια»).
Ακόμα χειρότερα είναι η γενιά του 90΄. Κλεισμένοι και άνεργοι σε ένα δωμάτιο, επικοινωνώντας με ένα πληκτρολόγιο και πίνοντας έναν καφέ, τον οποίο και αυτόν (και ιδιαίτερα τον φτηνό, ελληνικό ή φραπέ), φρόντισε να ακριβύνει το καθεστώς της Γιουνανοτρόικας. Σκέφτονται στην προσωρινή τους ασφάλεια, το πώς θα μπορούσε να είναι καλύτερος ο κόσμος και κυρίως το προσωπικό τους παράλληλο σύμπαν. Ονειρεύονται τις οικογένειες τις οποίες δύσκολα θα δημιουργήσουν: Μες στο κλειστό δωμάτιο, μπορείς να βρεις ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς/ και ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό …. Όλα είν΄εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες: …το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους το ψύχος το δριμύ των χωρισμών, των χωρισμών. (Λένα Παππά, «Το Δωμάτιο»). Όμως ο μόνος δρόμος είναι ο δρόμος (Α, Αλκαίος).
Και ο έρωτας στα χρόνια της ελληνικής χολέρας; Χωρίς παιδεία δεν έχουμε ωρίμανση και κρίση, χωρίς τον έρωτα οικογένειες, χωρίς οικογένειες παιδιά, ζωή, νέα γενιά. Τα μάθατε: Μισό εκατομμύριο μετανάστες Έλληνες ήδη: Ρίχνει και χιόνι δυνατό/ μα εγώ δεν έχω ούτε παλτό/ στην χώρα μου το μήνα αυτό/ γυρνάμε με σακάκι Αλλιώς μου τα `παν στο χωριό/ εγώ δεν ήθελα να `ρθώ/ μου είπαν θά `βρω τον χρυσό/ και βρήκα το φαρμάκι/. (Γ. Σκούρτης, «Η μπαλάντα του μετανάστη»).
Γιωργάκη σύρε και ρώτα τον γονιό, αν «άκουσε τα νέα». Κοίτα τον με περηφάνια, στα διαλείμματα των ανά τον κόσμο διαλέξεων, τώρα που «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», τώρα που «ο Στρατός ανήκει στο λαό», που «ο κυρίαρχος λαός» ήρθε στα πράγματα, που δώσαμε ενέχυρο στους «Γερμανούς τους προφεσόρους» την «Εθνική Ανεξαρτησία»: Κι οι ποιητές με χέρι υγρό/ υμνούνε της πατρίδας τον χαμό/ κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια/ με τους σοφούς του κράτους τα χουνε πλακάκια/ σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω σιχαθεί.(Wolf Biermann, «Αυτούς τους έχω βαρεθεί». Μετάφρ. Δ. Κούρτοβικ).
Τώρα ετοιμάζονται να πετάξουν το καμένο κουφάρι του Διγενή στον άθλιο Ερντογάν και σε εγγλέζικα χαντάκια, για να αρπάξουν την ΑΟΖ, «ο αδελφός τον αδελφό, με σύμβουλο ένα Βρετανό» (Ι. Καμπανέλης, «Ο αδερφός τον αδερφό»). «Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου/ που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ» (Ο. Ελύτης, Άξιον Εστί).
Κλείνω με το παρακάτω αγαπημένο μου: Τριγύρω μου χορεύουνε ολόλευκες νιφάδες/ τον ύπνο μου επισκέπτονται παράξενες κυράδες/ Νεράιδες του λευκού χιονιού παλιές μου αγαπημένες/ μα όταν στα μάτια τις κοιτώ φαντάζουν Θεέ μου ξένες/ Αναρωτιέται το μυαλό και την καρδιά ρωτάει/ πώς γίνεται και η ζωή το όνειρο απατάει/ Χιόνιζε κάποτε παλιά, πάντα στα παραμύθια μα γλίστρησε απ’ τα χέρια μας και χάθηκε η αλήθεια (Δ. Ζερβουδάκης και Γ. Μήτσης, «Νεράιδες»).