Ο λαϊκισμός στην Ελλάδα πήρε πολύ συγκεκριμένη μορφή στα χρόνια των μνημονίων. Αρνηση της πραγματικότητας και επαγγελία λύσεων ανύπαρκτων εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου. Η πειστικότητα αυτής της αντίληψης μετέτρεψε μία έτσι κι αλλιώς πολύ δύσκολη κατάσταση σε μαρτύριο διαρκείας, πλήττοντας καίρια τα λαϊκά συμφέροντα.
Παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις του κ. Τσίπρα, όπως και νωρίτερα του κ. Σαμαρά, οι μισθοί και οι συντάξεις εξακολουθούν να μειώνονται και οι εργασιακές σχέσεις διαρκώς επιδεινώνονται. Είναι πραγματικά λυπηρό ότι, με μια κυβέρνηση αριστερών καταβολών, οι κατασχέσεις μικροκαταθέσεων και μισθοδοσίας βρίσκονται στο ζενίθ, την ίδια ώρα που τα έσοδα από το λαθρεμπόριο είναι στο ναδίρ· πρόκειται για επιτομή του λαϊκισμού.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα και από την άποψη του γενικού, του δημόσιου συμφέροντος. Με το πρώτο μνημόνιο εκχωρήθηκε η δημοσιονομική κυριαρχία της χώρας και με το τρίτο, κρίσιμοι τομείς της εθνικής μας κυριαρχίας. Η πιο επώδυνη εκχώρηση είναι αυτή της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των δανειστών για 99 χρόνια. Αυτό είναι το βαρύ τίμημα του λαϊκισμού, οι λύσεις διαρκώς χειροτερεύουν, τόσο για τον λαό όσο και για την πατρίδα.
Ηχηρή απόδειξη αυτού του ισχυρισμού αποτελούν όλα όσα είπε ο πρωθυπουργός για τον νευραλγικό τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας πριν από λίγες μέρες (Κοζάνη-12/07/2017). Αιτιολογώντας την επιλογή της κυβέρνησης για «αποεπένδυση» στον λιγνίτη, σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του πρωθυπουργού είπε μεταξύ άλλων:
«Η οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα από το 2009 και μετά, δημιούργησε μια εντελώς ειδική –θα έλεγα– κατάσταση για τη Δυτική Μακεδονία, καθώς συνέπεσε με την ανάγκη διαχείρισης της ενεργειακής μετάβασης της περιοχής, που αργά ή γρήγορα θα ερχόταν, ανεξάρτητα από την κρίση. Μιας μετάβασης που προκύπτει ως αναγκαιότητα, αλλά αποτελεί και επιλογή της κυβέρνησης.
Αναγκαιότητα, γιατί απορρέει από τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της χώρας, σε ό,τι αφορά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αλλά και την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Επιλογή, επειδή, όπως ήδη ανέφερα, η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί βασική παράμετρο του αναπτυξιακού μας σχεδιασμού.
[…] είναι αναγκαίο να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για έναν νέου τύπου ενεργειακό σχεδιασμό. Ενας τέτοιος σχεδιασμός δεν μπορεί παρά να ενσωματώνει τη σταδιακή μείωση της παραγωγής και καύσης λιγνίτη. […]
Χρειάζεται η αξιοποίηση σύγχρονων και αποδοτικότερων τεχνολογιών εκμετάλλευσης του λιγνίτη, με μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και υψηλότερη ενεργειακή απόδοση. Αρα, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις στα υφιστάμενα εργοστάσια, που θα στοχεύουν στην αναβάθμιση ή ακόμα και τη ριζική αναδόμησή τους».
Σε γενικές γραμμές αυτό είναι το πλαίσιο, με την παρατήρηση ότι αυτό ισχύει εδώ και περίπου 10 χρόνια. Προτού καλωσορίσουμε τον κ. Τσίπρα στην πραγματικότητα και πριν σχολιάσουμε ακόμη μια στροφή του 180 μοιρών, προηγείται η ουσία. Η λύση που έχουμε σήμερα για την προσαρμογή μας με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, είναι καλύτερη ή χειρότερη από προηγούμενες λύσεις;
Σήμερα βαίνει προς πώληση το 40% του λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ και παραχωρείται σε ιδιώτες χωρίς αντάλλαγμα το 50% της πελατείας της. Στα υδροηλεκτρικά θα υπάρξουν αποφάσεις σε λίγους μήνες μετά τα market-tests για τον λιγνίτη. Στο ταμείο της ΔΕΗ θα εισρεύσουν κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, που αναγκαστικά θα καλύψουν τρέχουσες ανάγκες, δεδομένης της τραγικής της κατάστασης.
Η αμέσως προηγούμενη λύση, Μικρή ΔΕΗ, οδηγούσε στην πώληση του 30% της ΔΕΗ (λιγνιτικά, υδροηλεκτρικά, πελατεία). Ελάχιστα αποδεκτό τίμημα για το 30%, σύμφωνα με τον νόμο, ήταν τα 2 δισ. ευρώ, τα οποία δεσμεύονταν για επενδύσεις σε νέες λιγνιτικές μονάδες μικρότερης ισχύος, χαμηλών ρύπων και υψηλού βαθμού απόδοσης (42% έναντι 28% των παλιών μονάδων).
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις για να συμφωνήσουμε ότι η σημερινή λύση είναι κατά πολύ δυσμενέστερη της προηγούμενης.
■ Πωλούνται περισσότερα πάγια με πολύ λιγότερα έσοδα, τα οποία μάλιστα πάνε σε λειτουργικές δαπάνες αντί επενδύσεων.
■ Παρά τη ρητορική του πρωθυπουργού, η προηγούμενη λύση αναζητούσε επενδυτή, ενώ η σημερινή ανοίγει τον δρόμο σε μεταπρατικά συμφέροντα, αυτά που χρόνια τώρα προσπαθούν να διαμοιράσουν τα ιμάτια της ΔΕΗ και το επιτυγχάνουν σήμερα.
■ Για τη Δυτική Μακεδονία, που κράτησε όρθια ενεργειακά τη χώρα για 65 χρόνια, οι συνέπειες της σημερινής λύσης ισοδυναμούν με καταδίκη σε θάνατο.
Ως κατακλείδα, αξίζει να σημειωθεί ότι και η λύση της Μικρής ΔΕΗ, ήταν πολύ χειρότερη από την αμέσως προηγούμενή της, αυτή του στρατηγικού επενδυτή στον ενιαίο όμιλο ΔΕΗ. Πριν από τρία χρόνια ο κ. Τσίπρας βρέθηκε τρεις φορές στη Δυτική Μακεδονία μέσα σε 7 μήνες, μιλώντας για εθνικό έγκλημα και ζητώντας δημοψήφισμα.
Προχθές στην Κοζάνη, μιλούσε ένας άλλος άνθρωπος, αλλά ήταν ο ίδιος. Λες και βγήκε από τους θρυλικούς στίχους του Διονύση Σαββόπουλου, στον «Αγγελο εξάγγελο», «[…] τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μ’ απέχουνε πολύ απ’ την αλήθεια…»
Δεν ξέρω αν οι πολίτες θα πουν μουδιασμένα στον κ. Τσίπρα να φύγει, ψάχνοντας τα ευχάριστα νέα σε κάποιον άλλο. Πιστεύω όμως βαθιά ότι ο δρόμος για την έξοδο από την κρίση περνάει μέσα από τη συντριβή του λαϊκισμού.
Πάρις Κουκουλόπουλος
Γραμματέας του Τομέα Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ
ΠΗΓΗ: efsyn.gr