Η εορτή της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτελεί μια ιδιαίτερη, όντως, περικοπή. Περιγράφεται μόνο στο Λουκά (2:22-40), εμπεριέχοντας και το περιστατικό με την προφήτιδα Άννα. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Λευιτικού (12:1-8), μια γυναίκα τις πρώτες 7 ημέρες μετά την γέννα θεωρούνταν ακάθαρτη και εφόσον υπήρχε άρρεν τέκνο, προχωρούσαν σε περιτομή την όγδοη. Από εκεί και πέρα, η ακαθαρσία συνέχιζε για άλλες 33 ημέρες (σύνολο 40) ή 66 (σύνολο 80), εφόσον υπήρχε θήλυ. Ανάλογες πρακτικές με διαφορετικά χρονικά όρια (7 ή 10 ημέρες για την ονοματοθεσία) υπήρχαν και στην Αρχαία Ελλάδα, σε τελετές όπως τα «Αμφιδρόμια», όπου το νεογέννητο περιφέρονταν γύρω από την εστία. Μπορούμε, εδώ, να αναφέρουμε μια επιγραφή του 2ου π.Χ. αιώνα από τη Λέσβο, σχετική με την μη είσοδο λεχούς στο Ναό, όπως και την συνήθεια των Καλάς, η γυναίκα κατά την εμμηνόρροια να φεύγει από το σπίτι και να φιλοξενείται στον οίκο / Ναό της Εστίας.
Κατά τον Ε. Ζιγαβηνό, θέμα κάθαρσης δεν τίθεται στην περίπτωση της Θεομήτορος, όμως αυτό έγινε για να μην φανεί μια τέτοια παράκαμψη ως νομική παράβαση. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, όπως και στην Αρχαία Ελλάδα, ο καθαρισμός αφορούσε και τα άτομα με τα οποία έρχονταν σε επαφή η λεχώ, εξ ου και ο Λουκάς αναφέρει «αι ημέραι του καθαρισμού αυτών» (2:22). Σύμφωνα με το Λευιτικό έπρεπε να δοθεί προς θυσιαστικό ολοκαύτωμα αμνός τέλειος, ουσιαστικά μια πασχάλια προτύπωση της άρτιας αφιέρωσης στην ιεροσύνη και ιδίως της κατά Μελχισεδέκ. Ο Μεσσίας θα θυσιάζονταν, χωρίς να του σπάσουν τα οστά, αλλά και χωρίς να εσθίεται μυστηριακά σε πολλές «Εκκλησίες», αλλά σε Μία και Καθολική.
Αντίστοιχα οι ίδιες διατάξεις συνέδεαν την από Θεού συγχώρεση, με την προσφορά νεοσσού περιστεράς ή τρυγόνας (12:6). Με την συγχώρεση σχετίζονταν και διατάξεις τις οποίες ανιχνεύουμε στο Λευιτικόν 5:1-26. Εκεί προβλέπονταν (5:7), σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας προσφορά, όπως αυτή στην περιγραφή του Λουκά, αντίστοιχη της, προφανώς, όχι εύρωστης οικονομικής κατάστασης του Ιωσήφ. Βέβαια αυτό, ίσως, έχει και εναλλακτική ανάγνωση: αμνός θα ήταν ο Χριστός, οπότε προσφέρθηκε ή μαρτυρήθηκε, μόνο, η θυσία τρυγόνων ή περιστερών.
Με την τελετή συνδέονταν και μια σειρά από διατάξεις της Εξόδου, οι οποίες στα περί γέννας άρρενος πρωτοτόκου, καθιέρωναν, επίσης, αφιέρωση στο Θεό και έπρεπε να δοθεί ένα συμβολικό αντίλυτρο στο Ναό (13:15). Το τελευταίο κατά την γνώμη μου, προετύπωνε το αναστάσιμο αντίλυτρο, υποχρέωση η οποία ως σκιώδες, ενυπήρχε και στην διονυσιακή και επέκεινα θεολογία. Ο Συμεών αναφέρεται ως «δίκαιος», ιδιότητα την οποία η Γραφή απέδωσε και στον Ιωσήφ. Αναμφίβολα σημαίνει τον τηρητή του Νόμου, είτε ως γνώστη, είτε ως έχοντα αυτόν στην καρδιά. Σε καμία περίπτωση αν είχε αμφιβολίες, δεν θα παραλάμβανε το τέκνο μιας μη νόμιμης γέννας. Ως προς το «ευλαβής», έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, με σημαντικότερες, ίσως, το ότι αποδίδει σε αυτόν α) ο οποίος επιλαμβάνεται με σεβασμό και προσοχή και β) αυτόν ο οποίος προσέρχεται στο Θεό με ιερό φόβο.
Το ρήμα «χρηματίζομαι», εδώ, σημαίνει, πως είχε πληροφορηθεί με αυστηρή ιερή εντολή – αποκάλυψη, ότι δεν θα έβλεπε θάνατο, μέχρι να δει τον Μεσσία. Ενδιαφέρον είναι εδώ το «ιδείν θάνατον» (2:26), αντικατοπτρίζοντας την αρχαία πεποίθηση περί επέκεινα προσώπων όπως ο Άδης ή ο Ερμής ψυχοπομπός.
Σε εξωβιβλική πηγή ο Συμεών φέρεται να εξέφρασε αμφιβολίες για την άσπορη σύλληψη του Μεσσία, διατελώντας μέλος κάποιας εκ των κατά καιρούς μεταφραστικών ομάδων, οι οποίες βαθμιαία διαμόρφωσαν το σώμα της Παλαιάς Διαθήκης κατά την ελληνική μορφή. Έτσι φέρεται γι΄αυτό να έλαβε τέτοια επαγγελία, ότι δηλαδή δεν θα πέθαινε πριν να δει τον εκ παρθένου Μεσσία. Βέβαια εδώ τίθεται το ερώτημα, πως μπορούσε ο Συμεών να έχει τέτοια αμφισβήτηση και να είναι παράλληλα «δίκαιος», «ευλαβής» και «προσδεχόμενος την παράκληση Ισραήλ»; Ο Συμεών βρέθηκε «εν πνεύματι» στο Ιερό, κάτι το οποίο μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση το αν όντως ήταν ιερέας, ιδιότητα την οποία του αποδίδει η απόκρυφη γραμματεία (Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου 24:4). Ο Συμεών προφητεύει δεχόμενος το Χριστό ως το σωτήριο όλων των Εθνών (2:31-32).
Χρησιμοποιείται καταχρηστικά ο όρος «γονείς», αφού ο Ιωσήφ δεν ήταν πραγματικός γονιός αλλά δοκητικός, ως προστάτης της Θεοτόκου και σύνδεσμός της κατ΄οικονομία γενεαλογίας του Χριστού από Δαυίδ: ο Χριστός ως κατά σάρκα απάτωρ, δεν έχει γενιά. Σε ελάχιστους κώδικες, ανάλογα αποκαλείται ο Ιωσήφ και στον στίχο 33. Είναι χαρακτηριστικό, όμως, πως ο Συμεών δεν απηύθυνε λόγο προς τον Ιωσήφ, αλλά μόνο προς την Μαρία, αφού μόνο αυτή είχε σχέση αίματος.
Πολύ κρίσιμοι πρέπει να θεωρούνται οι χαρακτηρισμοί «εις πτώσιν» και «σημείον αντιλεγόμενον». Η ομολογία ή μη του Ιησού ως του Χριστού, δεν μπορεί να συγκριθεί με μια άρνηση προς τους κατά καιρούς εμφανισθέντες προφήτες και την διδασκαλία τους. Με τους προφήτες οι Ισραηλίτες δεν αποσκίρτησαν, τουλάχιστον, από την λατρεία του Θεού. Δεν συνέβη κάτι τέτοιο με την έλευση του Ιησού. Όσοι δεν τον πίστεψαν, οδηγήθηκαν μοιραία σε απόσχιση και άλλη λατρεία. Ο πόνος της Παναγιάς, προφητεύθηκε επίσης από τον Συμεών, με θεολογούμενο το αν αυτό αναφέρεται στην οδύνη γενικότερα για το Πάθος (Ζιγαβηνός), είτε ειδικότερα ως προς την βίωση της Σταύρωση (Ωριγένης) ή του λογχισμού (με την πρώτη ως επικατάρατη ποινή θανάτου, και τον δεύτερο ως βεβαίωση της κατάληξης).
Η Άννα, θυγατέρα του Φανουήλ από την γενιά του Ασήρ, ογδόου υιού του Ιακώβ και της Λείας, ερμηνεύεται κατά τον Ωριγένη, ως προσδίδουσα την νομική μαρτυρία των 2 ατόμων. Ήταν 84 ετών, είχε ζήσει ύπανδρη μόνο επτά χρόνια. Κατά μαρτυρία του Ιωσήπου, αυτού του είδους οι χήρες, όσες δηλαδή έχαναν τον άνδρα τους πολύ νέες, τιμώνταν πολύ στον Ισραήλ. Γενικά ο Λουκάς αφήνει να υπονοηθεί, πως η προσδοκία της λυτρώσεως του Ισραήλ δεν ήτο γενική ή αναφερόταν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στην εθνική απελευθέρωση από τους Ρωμαίους.
Ένα άλλο μυστήριο, δυσεπίλυτο, είναι η μη περιγραφή της εχθρικής, τότε, ατμόσφαιρας. Το κείμενο θέτει, σαφώς, τον σαραντισμό, ως τελούμενο, ακριβώς, στις 40 ημέρες, το οποίο σε σχέση με τον Ματθαίο, προϋποθέτει ταξίδι και επιστροφή από την Αίγυπτο, διωγμό, θάνατο του Ηρώδου. Να πούμε πως παραλλαγή του απόκρυφου Ψευδο-Νικοδήμου, αναφέρει ως αναστηθέντες κατά τον σταυρικό σεισμό (Ματθαίος 27:52), τον Συμεών και 2 υιούς του (17, 1 ή «Εις Άδου Κάθοδος», 1, 1).
Η αρχαιότερη μαρτυρία περί εορτής της Υπαπαντής, είναι το «Οδοιπορικό της Αιθερίας» (τέλη του Δ΄ αιώνος) και άρα με τόπο αναφοράς την Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Στην Δύση ονομάζεται «Εορτή του Εξαγνισμού της Θεοτόκου». Η εισαγωγή της στην Κωνσταντινούπολη, έγινε επί Ιουστινιανού το 541–2, με αφορμή μεγάλου, τότε, σεισμού και επιδημίας.