Μία από τις πιο διαβόητες εκθέσεις ζωγραφικής στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης είναι η μία και μοναδική ατομική έκθεση που πραγματοποιεί κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του ο Αμεντέο Μοντιλιάνι.
Ανέκαθεν το γυμνό ως εικαστικό θέμα είναι συνηθισμένο, εντούτοις στην προκειμένη περίπτωση τα γυμνά έργα του Μοντιλιάνι σκανδαλίζουν όχι μόνο το κοινό αλλά και τα «όργανα της τάξης». Στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, στη γκαλερί της εμπόρου τέχνης Μπέρτ Βάιλ στο Παρίσι, εκθέτονται γύρω στα τριάντα γυμνά έργα του Μοντιλιάνι.
Ένα γυμνό τοποθετείται στην πρόσοψη της γκαλερί ώστε να προσελκύσει επισκέπτες για την εν λόγω έκθεση. Πράγματι η προσέλευση του κοινού είναι παροιμιώδης και μεγάλο πλήθος κόσμου συνωστίζεται έξω απ’ τη γκαλερί. Τυχαίνει απέναντι από εκεί να βρίσκεται ένα αστυνομικό τμήμα όπου καλείται η Μπερτ Βάιλ για να λογοδοτήσει για το «άσεμνο» περιεχόμενο της έκθεσης. Συγκεκριμένα της ζητείται να κατεβάσει τη «βρωμιά» από τους τοίχους της γκαλερί. Προσπαθώντας να υπερασπιστεί την έκθεση, η γκαλερίστα διατείνεται πως πολλοί τεχνοκριτικοί δεν θα συμφωνούσαν με την άποψη αυτή. Επίσης ρωτά τον αστυνόμο ποιο είναι το κακό με αυτά τα γυμνά έργα; Η απάντηση που της δίνει ο αστυνόμος είναι πως οι απεικονιζόμενες γυμνές γυναίκες εμφανίζουν τριχοφυΐα στην ηβική περιοχή και πως αν δεν υπακούσει τις εντολές του θα κατασχεθούν τα έργα.
Η ιστορία της λογοκρισία που ασκείται στην έκθεση του Μοντιλιάνι αντανακλά τη διαλεκτική των γυμνών του. Αφενός σ’ αυτά τα έργα η εικόνα των σκεπτικών, εσωστρεφών και γυμνών κοριτσιών αποπνέει μια θεϊκή αίσθηση, αφετέρου ο ελκυστικό τρόπος απεικόνισης του γυναικείου σώματος αναδεικνύει την φιλήδονη και μποέμ προσωπικότητα του ίδιου του ζωγράφου. Τα γυμνά κορίτσια του Μοντιλιάνι συμβολίζουν την απόλυτη θρησκευτική ενότητα μεταξύ του καλλιτέχνη και του δημιουργήματος του, το οποίο ο ίδιος επέλεξε για μοντέλο του.
Ως εκ τούτου κυκλοφορούν πολλές ιστορίες σύμφωνα με τις οποίες ο Μοντιλιάνι δεν ζωγραφίζει απλώς τα μοντέλα του αλλά προχωράει σε περαιτέρω επαφές μαζί τους. Δύο είναι οι κυρίαρχες ερμηνείες που δίνονται για τα γυμνά του και που αναπαράγονται στερεοτυπικά στη βιβλιογραφία. Σύμφωνα με την πρώτη αποτελούν ένα μυστήριο, μια έκφραση αγνότητας, μια αποκάλυψη του οδυνηρού και εύθραυστου «είναι» της ανθρώπινης ύπαρξης. Ενώ η δεύτερη αναγνωρίζει σ’ αυτά τη ντελικάτη και εξεζητημένη θέαση του ανθρώπινου σώματος και την εκφυλισμένη λατρεία της «μοιραίας» ή της «εύθραυστης γυναίκας».
Στην πραγματικότητα αυτό που κάνει ο Μοντιλιάνι είναι να μεταχειριστεί το γυμνό, το οποίο αποτελεί παραδοσιακό εικαστικό θέμα, με μοντέρνο τρόπο, απελευθερώνοντάς το από κάθε είδους σεμνοτυφία που το βάραινε στο παρελθόν. Έτσι είναι ξεκάθαρο πως ο αστυνομικός κάνει την πιο εύστοχη εκτίμηση για τα έργα αυτά. Στην ουσία επισημαίνει τον τρόπο με τον οποίο ο ζωγράφος πέτυχε την τομή στην παράδοση του γυμνού. Αν και στους πίνακες τού Μοντιλιάνι τα σώματα δεν απεικονίζονται «ρεαλιστικά» ωστόσο φαίνονται «ζεστά» και «ζωντανά». Ο Μοντιλιάνι κάνει τη διάκριση μεταξύ γυμνού και γδυμένου. Τα κορίτσια που απεικονίζονται σ’ αυτούς τους πίνακες δεν είναι γυμνά αλλά γδυμένα. Ο ζωγράφος τα γδύνει με το πινέλο του και «φωτογραφίζει» στον καμβά την προφανή ερωτική διάθεσή τους. Αυτό ακριβώς είναι που σκανδαλίζει τον αστυνομικό και διατάζει την απαγόρευση της έκθεσης.
Ο Μοντιλιάνι πεθαίνει στο Παρίσι στις 24 Ιανουαρίου του 1920 σε ηλικία 35 ετών.