Ο αείμνηστος πόντιος δάσκαλος Γεώργιος Κανδηλάπτης μας άφησε ορισμένες πληροφορίες για την αγιογραφία και τους αγιογράφους στον Πόντο.
Οι πληροφορίες, που μας καταθέτει, είναι γραμμένες στα βιβλία του:
«ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΟΝ» και «Ο ΕΛΛΗΝΟΜΝΗΜΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ».
Στα βιβλία του αναφέρεται στην ποντιακή αγιογραφία μετά την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους το 1461.
Η τουρκική κατάκτηση ανέστειλε για μερικά χρόνια την τέχνη της αγιογράφησης των ναών, αλλά πολύ σύντομα άρχισε να εμφανίζεται η ζωγραφική εικόνων, που έπρεπε να καλύψουν τις θρησκευτικές ανάγκες των χριστιανών.
Η βυζαντινή αίγλη της αυτοκρατορίας των Κομνηνών της Τραπεζούντας δεν θα μπορούσε να χαθεί ακόμα και μετά την κατάκτηση των Οθωμανών.
Οι χριστιανοί φυγάδες από την Τραπεζούντα, τον Όφι και τα Σούρμενα, που μετοίκισαν στα ορεινές περιοχές της Ματσούκας και Αργυρούπολης, έχτισαν κρυφές και υπόγειες εκκλησίες και τις στόλισαν με τις σεπτές και άγιες εικόνες.
Έτσι η Αργυρούπολη έγινε το νέο θρησκευτικό κέντρο στον Πόντο, όπου από τις αρχές του 16ου αιώνα άρχισε σιγά- σιγά να αναπτύσσεται η ανάγκη δημιουργίας διάφορων εικόνων στην αρχή και στη συνέχεια η συνολική αγιογράφηση των μονών και των εκκλησιών, που άρχιζαν πλέον να χτίζονται ύστερα από δύσκολες και επίπονες παρεμβάσεις προς την οθωμανική εξουσία.
Ιδιαίτερα στις μεγάλες σταυροπηγιακές μονές, που κατόρθωσαν να ευεργετηθούν με σουλτανικά προνόμια, προέκυψε η ανάγκη αγιογράφησης. Τότε οι άγιοι μητροπολίτες έστειλαν τους πρώτους ιερείς στην Καππαδοκία και στο Άγιον Όρος, όπου η τέχνη της αγιογραφίας διδάσκονταν από τους μοναχούς.
Οι πρώτες αγιογραφήσεις στον Πόντο έγιναν στη μονή των αγίου Ιωάννη Βαζελώνα και στη μονή του αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα.
Στα 1350 περίπου εικονογραφήθηκε το τυπικό της μονής του αγίου Ευγενίου της Τραπεζούντας.
Η πρώτη αναφορά αγιογράφησης ανάγεται στο 1663 για τον ιερό ναό της Θεοτόκου, στην Αργυρούπολη του Πόντου, που αγιογραφείται από τον Ιωάννη Συμενό, πατέρα του ιερέα Γρηγορίου Συμενού.
Είναι η περίοδος, όπου στην Αργυρούπολη λειτουργούν τα μεταλλεία του ασημιού και οι Σουλτάνοι έχουν παραχωρήσει προνόμια στους κατοίκους της περιοχής.
Ένας άλλος λόγος είναι η παντρειά της Ελληνίδας Μαρίας (Γκιούλ-Μπαχάρ) από την Λιβερά της Ματσούκας με το Σουλτάνο Σελίμ.
Μετά το θάνατο του Ιωάννη Συμενού τη σκυτάλη της τέχνης παίρνει ο γιος του Γρηγόριος, που μεταβαίνει στο Άγιο Όρος για σπουδές.
Ο Γρηγόριος Συμενός θα εξελίσσεται ως ο πιο σπουδαίος αγιογράφος στον Πόντο ,αφού απο το 1708 με το πέρας των σπουδών του αγιογραφεί τον νεόχτιστο ναό του Αγίου Ιωάννη στην Αργυρούπολη. Την επόμενη χρονιά φιλοτεχνεί τις εικόνες στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της ιστορικής μονής Χουτουρά.
Το 1719 χτίζεται στην Ίμερα ο ιστορικός ναός του Αγίου Ιωάννη, τον οποίο εικονογραφεί επίσης ο ακούραστος Συμενός, ενώ το 1723 ολοκληρώνει την αγιογράφηση του ναού της Θεοτόκου στην Αργυρούπολη καθώς και του ναού του Αγίου Παύλου στην Άτρα, (Μάλαχα).
Την ίδια χρονιά διδάσκει την τέχνη της αγιογραφίας στο φροντιστήριο της Αργυρούπολης και συντάσσει τον πρώτο κώδικα της εκκλησίας της Θεοτόκου.
Ο Γρηγόριος με το πινέλο στο χέρι θα αγιογραφεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Οι αρχημεταλλουργοί και οι πρωτομάστορες των μεταλλείων είναι οι μεγάλοι χρηματοδότες των χριστιανικών συμβόλων.
Το 1730-34 ζωγραφίζει τις μεγάλες δεσποτικές εικόνες της μονής Χουτουρά.
Προς το τέλος της ζωής του, το 1744, πραγματοποιεί τη μεγάλη του επιθυμία, να εργασθεί στο μοναστήρι της Παναγία Σουμελά αφιερώνοντας τις αγιογραφίες του στη Μεγαλόχαρη. Σ’ όλα του τα έργα ο ακούραστος αγιογράφος του Πόντου προσυπογράφει ως εξής: «Διά χειρός Γρηγορίου Ιερέως Συμενώδη».
Το 1749 πεθαίνει σε βαθειά γεράματα μαθαίνοντας την θεόπνευστη τέχνη στα εγκόνια του, Γρηγόρη και Δημήτριο.
Οι Δημήτρης και ο Γρηγόρης Συμενοί θα εργαστούν μαζί. Το 1860 φιλοτεχνούν ολόκληρο το ναό της Θεοτόκου στην Αργυρούπολη, καθώς και την ιστοριθείσα εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ το 1861 τη μονή του Αγίου Γεωργίου, του Χαλιναρά.
Το 1830 γεννιέται ένας άλλος γόνος από την οικογένεια των Συμενών, ο Νικόλαος Χ/Σάββα Συμενός. Ο Νικόλαος είχε εγκατεστημένο το εργαστήριό του στην Αργυρούπολη και εκεί έπαιρνε τις παραγγελίες για τους ναούς των περιχώρων της.
Για τον Νικόλαο δεν υπάρχουν στοιχεία ακριβούς συγγενικής σχέσης του με το Γρηγόριο Συμενό.
Το σημαντικότερο έργο του Νικόλαου, είναι η μετά από 90 χρόνια αποκάλυψη του επιβλητικού αγιοβηματικού σταυρού, τον οποίον διέσωσε ο Σπυρίδης Θ. Κωσταντίνος, μεταφέροντάς τον με ευλάβεια από το χωριό Καρμούτ (Γοτσά Πινάρ) της Αργυρούπολης του Πόντου στο Ανατολικό Εορδαίας.
Ο ξυλόγλυπτος σταυρός είναι της ίδιας τεχνοτροπίας με αυτούς του Άγιου Όρους στις μονές Ιβήρων, Λαύρας, Διονυσίου και Κουτλουμουσίου.
Στην πρόσοψή του ο σταυρός είναι ταυτοποιημένος ως εξής:
» Έν Αργυρουπόλει α-ω-ζ-θ. ( 1869 ).
Χειρ’ Νικολάου και υιού: Χ/Σάββα. (Δεκεμβρίω.)»
Ο Νικόλαος Συμενός χρημάτισε και δάσκαλος ζωγραφικής και αγιογραφίας σε διάφορα σχολεία του Πόντου, όπως στο σχολείο Κορκοτά το 1885.Πέθανε το 1906 στην Αργυρούπολη αφήνοντας συνεχιστή το γιό του, Σάββα.
Άλλος ένας σημαντικός αγιογράφος, που εργάστηκε κατά το 1781 και αξίζει να αναφερθεί είναι ο Θεόφιλος Φυτιάνος από τα Φυτίανα της Αργυρούπολης.
Εκτός των παραπάνω αγιογράφων στα κεφαλοχώρια του Πόντου υπήρχαν πολλοί ανώνυμοι, που έμαθαν την τέχνη κοντά στους μοναχούς των διάσπαρτων μοναστηριών,
όπως οι αδελφοί Μυρόθεοι, από το χωριό Τσίτη.
Μετά το τέλος των ρωσοτουρκικών πολέμων πολλοί Πόντιοι με την επιστροφή τους στον Πόντο έφεραν μαζί τους πλήθος εικόνων ρωσικής τεχνοτροπίας, τις οποίες στη συνέχεια μετέφεραν το 1924 στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Οι περισσότερες εικόνες, που έφεραν οι πόντιοι από την πατρίδα στην Ελλάδα, υφαρπάχθηκαν από επιτήδειους γυρολόγους, που εκμεταλλευόμενοι την προσφυγική τους ανέχεια, τις αντάλλασαν με ευτελή αντικείμενα αντί πινακίου φακής.
Το ελληνικό κράτος επέδειξε αδιαφορία για τη διάσωση αυτών των θρησκευτικών κειμηλίων, πολλά από τα οποία είχαν ανεκτίμητη ιστορική αξία.
Ενθυμούμαι μία τρίπτυχη ξυλόγλυπτη εικόνα που την αντάλλαξε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου με μία αλουμινόχαρτη Παναγία γλυκοφιλούσα.
Σήμερα πολλές από τις εικόνες των αγιογράφων του Πόντου είναι διάσπαρτες σε σπίτια και άλλες σε εκκλησιές. Είναι ηθικά και ιστορικά αναγκαία η συγκέντρωσή τους σε ένα βυζαντινό ποντιακό μουσείο.
Η πρωτοβουλία αυτή θα πρέπει να αναληφθεί από τους ποντιακούς συλλόγους και τις ομοσπονδίες, με την αρωγή και συμπαράσταση της τοπικής και κεντρικής διοίκησης.
Μέχρι τότε θα πρέπει να γίνει μία καταγραφή των εικόνων, που έφεραν οι γονείς μας από τις αλησμόνητες πατρίδες..
Οι εικόνες της πατρίδας, που διέσωσαν με την ψυχή στο στόμα οι ευσεβείς πατέρες μας, είναι και αυτές πρόσφυγες, και ξεριζωμένες, γιατί πραγματικά ξεριζώθηκαν με το σουβά από την ιερή τους κατοικία.
Επόμενα αποτελεί ντροπή και όνειδος να αποκαλούμε την Παναγία Σουμελά «ξενιτεμέντσα….!» ( νεοποντιακό ανιστόρητο τραγούδι)
Ξενιτεμός σημαίνει: η «οικεία βουλήσει» φυγή από έναν τόπο σ’ έναν άλλο για λόγους βιοποριστικούς ή οικογενειακούς και όχι ο βίαιος ξεριζωμός (προσφυγιά )που μας επέβαλαν οι μεγάλες δυνάμεις, για ίδια συμφέροντα…
Για το λόγο αυτό ο πόντιος ευπατρίδης Φίλων Κτενίδης αποκαλούσε μετά πάθους την εικόνα της Σουμελά «Η πρόσφυξ Παναγία»…
* Οι Εικόνες είναι του Γρ. Συμενού 1719 από την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ίμερας