Αναμφίβολα το θεολογικό γεγονός των ημερών, είναι η αποτοίχιση – παύση της εκκλησιαστικής μνημόνευσης του επισκόπου, εν προκειμένω του Θεσσαλονίκης Ανθίμου, από τον καθηγητή και πρωτοπρεσβύτερο π. Θεόδωρο Ζήση. Κίνηση την οποία ανακοίνωσε από ιερού βήματος του Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Θεμελίωσε την απόφασή του στον 15ο Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο οποίος ορίζει την διακοπή της εκκλησιαστικής λειτουργικής μνημόνευσης του τοπικού επισκόπου, όταν αυτός έχει κηρύξει δημόσια και απροκάλυπτα μια αίρεση. Φυσικά ως αίρεση δεν νοείται το τι θεωρούμε εμείς ως αίρεση, αλλά το τι έχει αναγνωρίσει ανάλογα ορθόδοξη Σύνοδος ή έστω αυτό να προκύπτει αναντίρρητα από την ιερά παράδοση.
Η περίπτωση του π. Θεοδώρου δεν είναι μια αναλώσιμη περίπτωση. Πρόκειται για εξαίρετο θεολόγο, μια πολύ σημαντική προσωπικότητα, ο οποίος, συν τοις άλλοις, ηγείται του αντι-οικουμενιστικού κινήματος. Καθηγητής μου στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, έχω διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την ποιότητα, το ήθος και το φρόνημα του. Το επίπεδο του ως καθηγητού στη βιβλική, πατρολογική και δογματική είναι αναγνωρισμένο.
Έχω, ήδη, αρθρογραφήσει, εκφράζοντας την διαφωνία μου για το κατά πόσο στοιχειοθετείται το δικαίωμα της αποτοίχισης, αναφορικά με την πρώτη σχετική περίπτωση η οποία παρουσιάσθηκε και μάλιστα στη μητρόπολή μας. Το ίδιο πιστεύω και εδώ. Θεωρώ πως είναι λάθος η απόφαση του π. Θεοδώρου. Η εν Κολυμβαρίω Κρήτης Σύνοδος του 2016 (για την οποία ανάθεμα πόσοι θεολόγοι, ιερείς και θεολογίζοντες μπήκαν στον κόπο να μελετήσουν τα κείμενά της), δεν θέσπισε κάτι το οποίο δεν ενυπήρχε, ήδη, σε πατριαρχικές εγκυκλίους. Οι χριστιανικές ομολογίες, εδώ και ένα αιώνα έχουν αποκληθεί, κακώς, κατά καιρούς «εκκλησίες», ενώ τώρα, τουλάχιστον, διευκρινίζεται, για την τιμή των όπλων, πως η αναγνώριση αυτή είναι ιστορικής φύσεως και δεν αποτελεί αναγνώριση της ετερόδοξης δογματικής. Αρκετά θα μπορούσαμε να πούμε για τα συνοδικά κείμενα, αλλά πιο επιλήψιμα κατά την προσωπική μου άποψη, ήταν η ίδια η συγκρότησή της και το ανούσιο πολλών θεμάτων της, ειδικά όταν έχεις αιώνες να συγκροτήσεις κάτι αντίστοιχο. Υπήρχαν πολλά ζητήματα τα οποία όντως έχρηζαν ποιμαντικής αντιμετώπισης, αλλά για άλλα μερίμνησαν και τύρβαζαν. Προσωπικά δεν είδα κάτι το συνταρακτικά νεοεισαχθέν και προβλέπω πως μικρό αποτύπωμα θα αφήσει στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Κατά καιρούς δηλώσεις επισκόπων και καθηγητών θεολογίας, ήταν πολύ πιο επιλήψιμες.
Ωστόσο ανεξάρτητα από το αν διαφωνώ προσωπικά με την επιλογή της αποτοίχισής του (όπως αρκετοί μέχρι πρότινος συνεργάτες του: άλλοι για λόγους θεολογικούς και άλλοι γιατί στα ζόρικα πήδηξαν από το άρμα), δεν εξέλειψαν οι πάγιοι λόγοι οι οποίοι δημιούργησαν αυτήν την αντιπαράθεση. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τις συνεχείς ποιμαντικές υποχωρήσεις σε διάφορα θέματα, αλλά και εφαρμογής του κανονικού δικαίου., η μονιστική ροπή προς τον ζηλωτισμό, αλλά και η πλήρης παράδοση στον καιροσκοπισμό αξιόλογου ποσοστού των θεολόγων και των επισκόπων. Πολλών καθηγητών γιατί είναι πιο βολική και προσοδοφόρα η καλή συνεδριακή σχέση με τη Δύση. Πολλών θεολόγων γιατί έχουν αλλοτριωθεί από την εκκοσμίκευση και πολλών επισκόπων, γιατί προτιμούν να μην αντιδρούν σε απίστευτες καταστάσεις, αρκεί να διατηρούνται τα κεκτημένα των διακριτών ρόλων, και οι πληρωμές, βέβαια, των μισθών των κληρικών.
Το αποτέλεσμα είναι, οι ενορίες να μην λειτουργούν ως τοπική ενωμένη κοινωνία, αλλά ως προσέλευση ξεχωριστών μελών, προς κάλυψη των ατομικών θρησκευτικών αναγκών. Κάτι σαν τους ιδιόρρυθμους μοναχούς, οι οποίοι ζουν ξεχωριστά στην επικράτεια της ίδιας μονής και ανταμώνουν την Κυριακή στην Ευχαριστία. Όσο απλωνόμαστε προς την παγκοσμιοποίηση, τόσο θα ενισχύονται οι εσωτερικές περιχαρακώσεις αδελφών. Η θεολογική ζύμωση πάσχει, είτε «κατσικωμένη» σε μια λανθάνουσα επίκληση των πατέρων, αλλά όχι σε σπουδή της παράδοσής τους, είτε σε μια de facto εναρμόνιση με τις «διεθνείς τάσεις» ή «τάξεις», αλλά και τα προσωπικά κέφια εκάστου σε θέση ευθύνης. Το τι ακούμε στα συνέδρια δεν λέγεται. Εύχομαι, ενθυμούμενος μια ρήση του π. Νικολάου Λουδοβίκου, η θεολογία μας, να αποκτήσει επαφή με την εσχατολογική ταυτότητά μας, τις ρίζες μας, κατορθώνοντας να εισοδεύσει ξανά στην ιστορία, διαλεγόμενη με τη σύγχρονη προβληματική. Χωρίς να λησμονήσει πως, πάντα, αποτελεί, μια ανακαίνιση, χωρίς να αναστέλλεται η θεμελιώδης ταυτότητα της παράδοσης. Και το πάσχον από καιρό εκκλησιαστικό σώμα μας, δεν έχει την πολυτέλεια να έχει απώλειες ακαδημαϊκών φωνών όπως ο π. Θεόδωρος Ζήσης.