Εφ΄ όλης της ύλης συνέντευξη στον soccerpractor παραχώρησε ο Ανέστης Κοντογουλίδης, που περίπου πριν ένα χρόνο αποσύρθηκε αθόρυβα από την ενεργό δράση και επέλεξε τη μεγάλη “στροφή”.
Ο 29χρονος από την Πτολεμαΐδα έπαψε να φορά γάντια τερματοφύλακα και να υπερασπίζεται εστίες ομάδων, φορώντας τα γάντια του… kick boxing! Για τις συνθήκες και τις εντυπώσεις της μεγάλης αλλαγής, ο ίδιος ανέφερε αναλυτικά:
-Πως προέκυψε αυτή η μεγάλη αλλαγή στην αθλητική διαδρομή του Ανέστη Κοντογουλίδη; Δε σου λείπει το ποδόσφαιρο;
“Ναι, με κέρδισαν τα ρινγκ και το μποξ, έγινε η μεγάλη στροφή. Η αλήθεια είναι οτι το ποδόσφαιρο με κούρασε, με πίκρανε και με έφθειρε σε μεγάλο βαθμό. Το ποδόσφαιρο δε μου λείπει καθόλου, δε το βλέπω ούτε στην τηλεόραση! Δεν πήρα αυτό που άξιζα και δεν αναφέρομαι τόσο στο οικονομικό. Ήταν η συμπεριφορά ανθρώπων”.
-Να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι;
“Δυο χρονιές είχα παίξει 35 ματς και διατήρησα τις 27 φορές ανέπαφη την εστία. Μεγάλο στατιστικό για αυτές τις κατηγορίες και όμως κάθε καλοκαίρι είχα το άγχος για να βρω μια ομάδα αντάξια των επιδόσεων. Δεν μου ταίριαζε ο χώρος. Έλεγα τα πράγματα ως είχαν, ποτέ δε φιλούσα… κατουρημένες ποδιές. Κοίταζα άπαντες στα μάτια και αυτό ίσως ενοχλούσε κάποιους”.
-Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις από το kick boxing, μετά τον πρώτο χρόνο ενασχόλησης;
“Βρήκα την ευτυχία και την απόλυτη διέξοδο μέσα στις 4 γωνίες του ρίνγκ. Πάντα μου άρεσε, ποτέ δε βρήκα χρόνο λόγω ποδοσφαίρου και άλλων υποχρεώσεων. Αλλά το παρακολουθούσα. Πολλοί το βλέπουν σαν εκτόνωση και γυμναστική. Εγώ το βλέπω σα να ζω και να αναπνέω ξανά. Ακόμα δε μπόρεσα να το εξηγήσω, ένα τόσο όμορφο συναίσθημα. Πλέον, αναπνέω με δικά μου πνευμόνια, είμαι ευτυχισμένος! Σε αλλάζει αυτό το σπορ, δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Είναι πολλά, ξεφεύγεις, γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Μακάρι να το έκανα από τα 10 μου, θα είχα άλλη εξέλιξη, ειδικά με το δάσκαλο-κόουτς που έχω, είναι εξαιρετικός άνθρωπος ο Δημήτρης Κυπιρτίδης. Είναι και φίλος μου, αν χρειαστεί και… πατέρας, δίνει συμβουλές για τη ζωή. Είμαι χαρούμενος που συνεργάζομαι μαζί του. Το έναυσμα μου το έδωσε ο κολλητός μου, που πιστεύει πολύ σε μένα, ο Νικηφόρος Παπαδόπουλος, Είμαστε αχώριστοι φίλοι εδώ και 13 χρόνια”.
-Πάντως, η απόσυρσή σου από το ποδόσφαιρο και αυτή η ριζική αλλαγή πέρασε στα “ψιλά” και στο… ντούκου, χωρίς πολύ θόρυβο και τυμπανοκρουσίες…
“Σιγά-σιγά μαθαίνεται για μένα. Έκανα και παλιά προπονήσεις στο kick boxing, αλλά τώρα μπαίνω σε άλλη φάση. Μέσω social media και βίντεο αρχίζει να δίνεται το πρώτο στίγμα”.
-Τι εισπράττεις από το περιβάλλον και τον κύκλο σου για τη νέα ενασχόλησή σου;
“ Πολλοί πιστεύουν σε μένα και τους αρέσει αυτός ο νέος κύκλος. Κάποιοι φοβόταν, γιατί θεωρούσαν οτι αρχίζω μεγάλος σε ηλικία. Δε παίζει πάντα ρόλο αυτό, ίσως μικρός βέβαια συχνά να μαθαίνεις πιο εύκολα. Με θέληση, δουλειά και κατάλληλους ανθρώπους δίπλα σου, μπορείς να πετύχεις πολλά. Έμαθα να είμαι εργατικός στην προπόνηση. Ο καθοδηγητής μου τον βίωσε στο πετσί του τον χώρο του, υπάρχει ο δάσκαλος που είναι δίπλα μας σε ότι χρειαστούμε”.
-Σε τι φάση βρίσκεσαι ακριβώς τώρα στο kick boxing;
“Για σχεδόν ένα χρόνο έκανα προπονήσεις και προετοιμασία, προσαρμογή. Τώρα ξεκινά και ανοίγεται ο δρόμος, με τους πρώτους αγώνες. Έδωσα ήδη τρία ματς, δυο επίσημα και ένα ανεπίσημο. Λόγω covid επηρεάστηκαν οι αγώνες, αλλά δουλεύω σκληρά. Πήρα την 4η θέση στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου, ήταν η πρώτη μου συμμετοχή σε πανελλήνιο πρωτάθλημα. Προετοιμάστηκα για το επόμενο μεγάλο βήμα. Μπορεί να παίξω στο πανελλήνιο ΜΜΑ, αν το κρίνει ο δάσκαλός μου. Του έχω εμπιστοσύνη”.
-Τι περιλαμβάνει η νέα καθημερινότητά σου;
“Δουλειά, προπονήσεις και αγώνες πλέον, ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες επαγγελματικές υποχρεώσεις μου, στη βάση μου, την Πτολεμαϊδα”.
-Ποιος είναι ο στόχος σου σε αυτή τη νέα σελίδα;
“Στόχος είναι να το διασκεδάσω, να νιώθω όμορφα και… όπου με βγάλει αυτό το ταξίδι. Θέλω συνεχώς να εξελίσσομαι!”.
-Από το ποδόσφαιρο τι κρατάς;
“Όπως προείπα, δε γυρνώ με τίποτα, αλλά αυτό δε σημαίνει και ότι μετανιώνω για όλα. Υπήρξαν και άνθρωποι που με βοήθησαν, έκανα δεσμούς φιλίας. Όπως οι Νίκος Παπανώτας και Χρήστος Χωλόπουλος, τους είχα στη Θύελλα Φιλώτα, τον πρώτο και στη Βέροια, αλλά και συμπαίκτες που κρατώ επαφή. Σχέσεις που μένουν αναλλοίωτες στο χρόνο και δε ξεθωριάζουν”.
-Αναφορικά με την καριέρα του τερματοφύλακα, τι θυμάσαι περισσότερο;
“Σταμάτησα πριν ένα χρόνο, μετά την κατάκτηση ενός Σούπερ Καπ με την Κοζάνη, το φθινόπωρο του 2020. Από τα 10 μου χρόνια ως τα 28, ήμουν τερματοφύλακας σε ποδοσφαιρικές ομάδες. Αυτό που με σημάδεψε περισσότερο ήταν η άνοδος με τη Βέροια”.
-Είχες και άλλες διακρίσεις βέβαια. Ήταν το βάρος της φανέλας και η καλή σεζόν προσωπικά που την καθιστούν σημείο αναφοράς για σένα;
“Είχα και άλλες ανόδους, όπως με την ΑΕΠ Κοζάνης, ενώ ακόμα έπαιξα σε Νάουσα, Θύελλα Φιλώτα, Εορδαϊκό, ΑΟ Σύρου και Αχέροντα Καναλακίου, πλην της Βέροιας και της Κοζάνης. Η Βέροια ήταν η κορυφαία στιγμή, αλλά συνάμα και απογοήτευση. Θεωρώ ότι άξιζα μια θέση στο ρόστερ της επόμενης χρονιάς, μετά τη σεζόν τίτλου και ανόδου από τη Γ΄ Εθνική. Κάποιοι με είχαν τελειωμένο πριν πάω στη Βέροια, με ξέχασαν όλοι για μια διετία. Εγώ όμως ήμουν εκεί και πάλευα για κάτι που πίστευα μόνο εγώ και κανά δυο άτομα ακόμα, χωρίς μάνατζερ και χωρίς ουσιαστικά κονέ. Πρέπει να είσαι ύπερ-ταλέντο για να πετύχεις μόνος σου και φυσικά αυτό δεν αρκεί πάντα. Αυτή η χώρα και αυτός ο χώρος “καίνε” τα παιδιά τους”.
-Τι είχε προηγηθεί στην καριέρα σου μέχρι το βήμα στη Βέροια;
“Ήμουν 21 χρονών, όταν έπαιξα πρώτη φορά στη Γ΄ Εθνική, με τη Θύελλα Φιλώτα και προπονητή τον Νίκο Παπανώτα. Μετά βρέθηκα κοντά στο να μεταγραφώ στον Άρη. Είχε προχωρήσει το θέμα μεταξύ των ομάδων, αλλά δυστυχώς από ένα τροχαίο που είχα χάλασε η μεταγραφή, έσπασα την κλείδα και τον βραχίονα στο χέρι, νομίζω ήταν το 2013-2014. Τότε όλοι με είχαν τελειωμένο, αλλά σε 68 μέρες έκανα αποκατάσταση, επανήλθα και έπαιξα την τελευταία αγωνιστική. Μετά τη Θύελλα, όπου έμεινα άλλον ένα χρόνο, πήρα μεταγραφή για τη Νάουσα. Υπήρξαν άτομα που με απογοήτευσαν με τον τρόπο τους, αλλά δε κρατώ κακίες. Κάποιοι βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά σε σχέση με μένα”.
-Κάπου εκεί ήρθε η “μετακόμισή” σου στο εξωτερικό;
“Ναι, έφυγα στη Σομαλία. Πήρα την απόφαση να σταματήσω προσωρινά. Αναζήτησα ένα καλύτερο εργασιακό μέλλον, με άλλες προοπτικές. Δεν συνάντησα όμως όσα περίμενα και επέστρεψα. Μετά μπήκα για χειρουργείο στον ώμο, το προκάλεσε το τροχαίο στον υπερακάνθιο τένοντα. Είχα αποφασίσει να γυρίσω στα γήπεδα, αλλά μετά το χειρουργείο το καλοκαίρι, έμεινα εκτός δράσης για 8 μήνες. Παρότι τον χειμώνα ήμουν έτοιμος, δεν βρήκα ομάδα ούτε το Γενάρη”.
-Και εκεί ήρθε το “restart” με τη Βέροια;
“Aκριβώς. Νέα μεγάλη πρόκληση, ευκαιρία για αναγέννηση, πατήθηκε το κουμπί της επανεκκίνησης, τόσο για μένα, όπως και για την ομάδα τότε, σε άλλες βάσεις και μετά από υποβιβασμό. Ήταν και η παρουσία του Νίκου Παπανώτα σημαντική για μένα, γνωριζόμασταν και ήμουν επιλογή του, με πίστευε. Ξεκίνησα από το μηδέν και τα 10 πρώτα ματς έμενα στον πάγκο, ανέτοιμος. Μετά από περίπου 2 χρόνια αποχής, 20 μήνες και 20 μέρες αν θυμάμαι, έκανα επίσημο ματς. Όταν έφυγε από την ομάδα ο Νίκος Παπανώτας, ήρθε ο Σάκης Θεοδοσιάδης. Υπήρχαν ψίθυροι ότι θα με έδιωχναν τον Γενάρη από την ομάδα, αλλά με έριξαν στη… φωτιά στα πιο δύσκολα ματς. Ήμασταν στο μείον 6 από τον Άρη Παλαιοχωρίου και μετά άρχισε η προσωπική μου αντεπίθεση, με πείσμα, εγωισμό και χωρίς φόβο. Έδειξα ποιος είμαι, την ισχυρή προσωπικότητα του Ανέστη, το χαρακτήρα μου. Σε 16 αγώνες, 12 “clean sheet” και από το “-6” βρεθήκαμε τελικά πρωταθλητές”.
-Μίλησες πριν για μια “παραλίγο” μεταγραφή στον Άρη. Ήταν ένα απωθημένο για σένα, που αν εξελισσόταν διαφορετικά ίσως άλλαζε τον ρου της ιστορίας σου;
“Μπορεί να ήταν και έτσι, έχει μια λογική, δε το αποκλείω. Ασφαλώς είναι υποθετικό, εκεί υπήρξε η ατυχία του τραυματισμού από το τροχαίο. Δε με πειράζει, τα λάθη και τα πάθη μου τα πληρώνω, είναι δικές μου επιλογές καθαρά. Οπότε, δε μιλώ για απωθημένα και δε μοιρολογώ. Είμαι δυνατός και συνεχίζω με κάτι που αγαπώ εξίσου”.
-Ως επίλογο, θα ήθελες να ευχαριστήσεις κάποιον για την καριέρα που έκλεισες και την καινούρια που ανοίγεις;
“Εκτός από τον δάσκαλο και τον κολλητό μου, που προανέφερα, θα ήθελα να κάνω ειδική αναφορά στην οικογένειά μου, αλλά και σε μια γυναίκα, με την οποία πλέον οι δρόμοι μας δεν είναι ενωμένοι, αλλά παράλληλοι. Συνέβαλε στο να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Με βοήθησε σε πολλά και κάθε φορά που μπαίνω στο ρινγκ, το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να της αφιερώνω κάθε επιτυχία μου”.