Η λέξη ποίηση στην αρχή σήμαινε κατασκευή, δημιουργία. Αργότερα ό,τι και σήμερα δηλαδή την τέχνη της ποίησης.
Η ποίηση αποτελεί την ανώτερη μορφή της λογοτεχνίας, την κατεξοχήν λογοτεχνία. Χρησιμοποιεί τον ρυθμικό και μετρικό λόγο αν και η σύγχρονη ποίηση κατάργησε και το μέτρο και το ρυθμό αρκετές φορές.
Στην αρχαία Ελλάδα η ποίηση ήταν συνυφασμένη με το τραγούδι ΚΑΙ τη μουσική. Γι’ αυτό η έννοια της «αοιδού» προηγήθηκε από την έννοια του ποιητή που εμφανίσθηκε αργότερα.
Η ποίηση είναι ένα από τα λογοτεχνικά είδη, αλλά μέσα στην ποίηση αναπτύχθηκαν είδη και μορφές της ποίησης. Τα είδη αυτά είναι προϊόντα της εξέλιξης της λογοτεχνίας ή δημιουργήθηκαν κάτω από ορισμένες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Γενικά οι ποιητές εκφράζουν συναισθήματα και ιδέες και ιδίως σε μια γλώσσα που την διακρίνει η ανώτερη αισθητική ποιότητα, η ρυθμικότητα, η μουσικότητα, η προσεκτική επιλογή των λέξεων και η πρωτότυπη και δυναμική σύνθεσή τους. Το πόσο αξιόλογες είναι οι ιδέες που συναντά κανείς στην ποίηση, αυτό είναι κάτι που κρίνεται διαφορετικά από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας.
Ποίηση είναι η ποιητική τέχνη, η ποιητική σύνθεση το ποίημα ο έμμετρος λόγος, σε αντίθεση με τον πεζό λόγο.
Αλλά στη σημερινή παγκόσμια ημέρα της ποίησης δεν θα ασχοληθώ αποκλειστικά μ’ αυτή, αλλά θα την αφιερώσω σε έναν αδικημένο και ξεχασμένο βάρδο της πνευματικής αναγέννησης το Γ. Βερίτη ή Αλέξανδρο Γκιάλα που ήταν το πραγματικό του όνομα.
Στους νέους π’ αγωνίζονται
για μια καινούργια ΕΛΛΑΔΑ
της Οικουμένης Άγιο Φως
και του Χριστού λαμπάδα
Ο Γ. Βερίτης, είναι ο φλογερός και εμπνευσμένος αγωνιστής και ο στιβαρός και φωτεινός βάρδος, που την εκδημία του θρήνησε ολόκληρη η στρατευόμενη Χριστιανική Ελλάδα της εποχής εκείνης. Και η μνήμη του δεν έπαυσε να είναι ζωντανή να συγκινεί, να φρονηματίζει και να ποδηγετεί ακόμη και σήμερα νέους και ώριμους στον αγώνα τον καλό, αν και πέρασαν 67 χρόνια από την ημέρα που στο άνθος της ηλικίας του στα 33 χρόνια, μέσα στα εαρινά ανθοπέλαγα του Μαΐου φτερούγισε επάνω προς τα «φωτεινά αιθεροπλάτια» των ουρανών όπου ανθοβολούν οι αγγελόπλαστοι κόσμοι της αληθινής, της άσπιλης και αψεγάδιαστης ομορφιάς κοντά στον τρισαγαπημένο του το ΝΑΖΩΡΑΙΟ.
Μια σεμνή ποιητική φωνή, ανάμεσα σε πολλές άλλες, συνόδευσε στην εκδημία προς τους ουρανούς στις 5 Μαΐου 1948 με τους παρακάτω στίχους.
«Μπροστά στου Λυτρωτή μας το σταυρό
εκάηκε η ζωή σου, σαν καντήλι.
Έτσι όπως τόχες πάθος φλογερό
και τόψαλλες με τ’ άδολα σου χείλη
________
Σ’ ανάθρεψε της πίστης η φωτιά
κι ατσάλινα σου γύμνασε τα στήθια
για να παλέψεις μέσα στη νυχτιά
να λάμψει στην Ελλάδα η αλήθεια».
Μάιος ήταν όταν έφυγε από τον κόσμο αυτό ο φωτισμένος κοινωνικός εργάτης, ο πολύπλευρος λόγιος, ο πυρφόρος Θεολόγος, ο ταλαντούχος βάρδος του νεοελληνικού Χριστιανικού κινήματος.
Η μορφή αυτή η εμπνευσμένη και ευγενική, η άδολη και αγωνιστική που έκλεισε μέσα στην ψυχή της την ΕΛΛΑΔΑ και την ορθοδοξία το Χριστό και τον πονεμένο άνθρωπο του καιρού μας, ο αγωνιστής που έδωσε όλη του την ύπαρξη και όλη του την ικμάδα στον αγώνα για την πνευματική αναγέννηση του Τόπου μας, ο οραματιστής που δούλεψε με όλη του τη δύναμη για να ανατείλει μια καινούργια εποχή τον κόσμο και στην Ελλάδα, ο ο ποιητής ο εκλεκτός των Μουσών με τα εμπνευσμένα λυρικά πετάγματα, που πάλεψε με πάθος και παλμό για την απαλλοτρίωση της Τέχνης από τα δεσμά του υλισμού ο δημιουργός που ήθελε στις ολόφωτες κορυφές του Πνευματικού μας Ελικώνα να αντηχούν αγνές και πεντακάθαρες των Μουσών οι ασημένιες λύρες και να γεμίζουν οι γελαστοί ουρανοί μας από θείες αρμονίες και υψίπνοα τραγούδια λυρικά, ήταν ο Γ. Βερίτης.
Έφυγε ο ποιητής και η λύρα του με τα «ασημένια τέλια» έπαυσε να αναδίνει τρυφερές αρμονίες από τους κρουνούς της μουσικής που πλημμύριζε την καρδιά του, μια καρδιά τραυματισμένη και πονεμένη και όμως δυνατή και ωραία στην οποία έδινε βάλσαμο, φως ιλαρό ελπίδα, ενθουσιασμό, έμπνευση και ώθηση για απαλά και μεγάλα φτερουγίσματα, η Πίστη των πατέρων του η ευλογημένη.
Το έργο του μένει παραδομένο στις γενιές που έρχονται και προ παντός στους νέους, εκείνους που θερμαίνει τα στήθη τους, η Θεία φλόγα των ιδανικών, η ιερή σπίθα της Ορθοδοξίας, η πνοή του αθάνατου Ελληνικού πνεύματος. Μένει το έργο του ανθεκτικό στο χρόνο για να δείχνει με τους ανοικτούς ορίζοντες το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγεί στη Θέωση του ανθρώπου και την ανάπλαση και αναμόρφωση του κόσμου τη μεταμόρφωση του σε προθάλαμο ολοφώτεινο της Βασιλείας των ουρανών. Και δεν μένει το έργο του απλά σαν ένα μνημείο του λόγου τυπωμένο και τοποθετημένο στα σοβαρά ράφια κάποιων σκονισμένων βιβλιοθηκών, αλλά σα ζωντανός παλμός της καρδιάς εκείνων που το διάβασαν, το τραγούδησαν και δέχθηκαν τα φωτεινά του μηνύματα που ανοίγουν ορίζοντες και χαράζουν δρόμους.
Είναι πολλοί εκείνοι που κάθε μέρα από διάφορους δρόμους πλησιάζουν τη δροσερή πηγή των νεοελληνικών γραμμάτων, αναπνέουν το αγνό άρωμα από το μυρωμένο ανθόκηπο της ποίησης του, απολαμβάνουν με έκσταση και συγκίνηση τα μελοποιημένα ποιήματα του, ενθουσιάζονται από τη μεγάλη ιδέα που αποκαλύπτεται από το έργο του θαυμάζουν το βάρδο και τον αγωνιστή του καλού αγώνα και προφέρουν με σεβασμό το όνομα του Βερίτη.
Και έγινε θρύλος, διότι αυτά που θέλει να μεταδώσει με το πολύπλευρο έργο του είναι πόθος, παλμός και όραμα, πλήρωμα και βίωμα της δικής του πρώτα καρδιάς. Αισθάνονταν τις πίκρες τη φυλής και τα βάσανα των αδελφών του και σπάραζαν τα σπλάχνα του.
Έβλεπε τα σημεία των καιρών. Ήθελε με όλη του τη δύναμη να φανερώσει σε όλους τον ένα το μοναδικό δρόμο που οδηγεί στη λύτρωση, το δρόμο του Γολγοθά, το δρόμο της αιωνιότητας.
Ο Βερίτης ακτινοβολεί φως με την αγνότητα του και την πλημμυρισμένη από αγάπη καρδιά του με τη φλογερή και πεντακάθαρη πίστη του, με τον αγωνιστικό παλμό και με την ακαταπόνητη εργατικότητα του που χάρισαν στην ευρύτητα των οριζόντων του μια γρανιτώδη υποδομή.
Ο Γ. Βερίτης που το πραγματικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος Γκιάλας γεννήθηκε το 1915 στο χωριό Ελάτα της μυροβόλου Χίου, του νησιού που διεκδικεί την τιμή ότι γέννησε τον Όμηρο, τη γιγαντιαία πνευματική μορφή που μπροστά της υποκλίνονται οι αιώνες.
Τη βαθιά επίδραση του οικογενειακού του περιβάλλοντος στη δομή της προσωπικότητας του και τη δομή του έργου του μπορούμε να την ανιχνεύσουμε περισσότερο στο ποιητικό του έργο, το πλούσιο σε λυρικές εξάρσεις και πνευματικά φτερουγίσματα, φωτεινές ενατενίσεις και αγνά βιώματα. Στο «Μάνα γλυκύτατη» λέγει για τη στοργή της, την αποκαλεί άγγελο με φτερά μεταξένια και μεγάλα, σημειώνει την καρτερία την υπομονή με την οποία σηκώνει το σταυρό. Λέγει με στοργή και τρυφερότητα:
«Όλα μας τάμαθες, Μάνα γλυκύτατη
ατίμητη Μάνα
και με της Πίστης μας τ’ άγιο
μας έθρεψες κι άφθαστο μάνα
…………………………………..
Μάνα που πήρες απ’ όλα τα πλάσματα ανώτερο θρόνο
άφθαρτη μένει κι ανέγγιχτη η δόξα σου μέσα στο χρόνο».
Ο ίδιος με ευγνωμοσύνη στη «Διπλή γέννα» ένα από τα ωραιότερα και γλυκύτερα τραγούδια αναφέρει:
«Μάνα που με γέννησες
και μ’ έχεις αναθρέψει
μεσ’ στην πίστη του Χριστού
πούχες και συ λατρέψει»
και πράγματι. Κράτησε την πίστη των γονέων του. Έζησε με το φως της και εργάσθηκε με φλογερή πνοή, για να ακτινοβολήσει να λάμψει το φως αυτό όσο γίνεται πλατύτερα. Και θυμάται πάντα με ευγνωμοσύνη πως δεν του χάρισαν απλά τη ζωή, μα του χάρισαν κάτι ασύγκριτα πιο μεγάλο όταν μέσα στην Εκκλησία τον έκαναν Χριστιανό.
«Χριστιανό με κάνατε
μητέρα και πατέρα
ω κι οι Άγγελοι γιόρτασαν
την άγια εκείνη μέρα».
Σ’ ένα του άλλο ποίημα, που το επιγράφει «Στη δύση της ζωής», μετουσιώνει σε συγκινητικό τραγούδι τα βιώματα και τις συμβουλές των γονιών του και λέγει:
Φεύγω γυιέ μου, μη με κλάψεις, μόνο εκεί που θα με θάψεις
στην αυλή του Αγίου Μηνά, που τ’ αδέλφια σου θαμμένα
θέλω νάρχεσαι συχνά, να προσεύχεσαι για μένα.
Από τη βαθιά δική του πείρα θα κατασταλάξει σε κάποιους στίχους που μιλούν βαθύτατα στην ανθρώπινη ψυχή.
«Σαν έλθει ο πόνος και σε βρεί
να τον δεχθείς παλικαρίσια
Στάσου λεβέντης σαν τη δρυ
τη χαμπαδόκορμη την ίσια».
Ευγνωμονεί το Θεό, για τον πόνο που δοκιμάζει και συμβουλεύει.
«Μην ταραχτείς αν σε χτυπούν οι συμφορές και οι πόνοι
ο Κύριος ο είν ο κλαδευτής και πάνσοφος τεχνίτης
που παίρνοντας σου την ψυχή στα χέρια του τα πατρικά
Θα τη σμιλέψει που θα δεις, να λάμψουν κάλλη μαγικά».
Ένα από τα λυρικότερα πονεμένα τραγούδια του που βρέθηκαν έλεγε
«Σφίξε αδελφέ το σταυρό που σου χάρισα, μέσα στα χέρια
Πριν από σένα τρυπήθηκα εγώ στην καρδιά με μαχαιριά
τούτο τ’ αγώνισμα φίλε, που σούδωκα μην τ’ αποστέρξεις
Πρώτος ανέβηκα εγώ τον ανήφορο αυτόν που θα τρέξεις.
Σε κάποιο άλλο ποίημα που δείχνει ιδιαίτερη ωριμότητα και ομορφιά λέγει.
Κάποιον δικό μου Γολγοθά τραβώ κι εγώ το δρόμο
στον ώμο μου σηκώνοντας μαρτυρικό σταυρό
και μια ανεύρετη για με ανάπαψη ζητώντας
τον Κυρηναίο σκέπτομαι και γω ποτέ μου αν βρω.
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ