Δώδεκα χρόνια μετά, η σχέση των Αμερικανών με το “εθνικό τραύμα” των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου εμφανίζεται να έχει διαγράψει τον πλήρη κύκλο της διεργασίας του πένθους. Ο τόνος δεν είναι αυτός της αγανάκτησης ή της επιθυμίας να “αποδοθεί δικαιοσύνη”, όσο της τιμής προς όσους έχασαν τη ζωή τους σπεύδοντας να προσφέρουν βοήθεια κατά τις πρώτες χαοτικές στιγμές. Για πολλούς Αμερικανούς, η ημέρα αποτελεί ένα προσωπικό ορόσημο που σημαδεύεται από μία πράξη προσφοράς προς την κοινότητα. Ήδη από πέρσι, οι New York Times πήραν την πολυσυζητημένη απόφαση να “εξορίσουν” το θέμα της επετείου από την πρώτη σελίδα δηλώνοντας ότι αν και οι μνήμες παραμένουν ανεξίτηλες η δημοσιογραφία προχωρά. Με άλλα λόγια, η 11η Σεπτεμβρίου λειτουργεί περισσότερο ως αφορμή περισυλλογής και λιγότερο ως σημείο αναφοράς για μια πανεθνική συστράτευση.
Στην ίδια τη Νέα Υόρκη κυριαρχούν οι εκδηλώσεις μικρής κλίμακας και χαμηλών τόνων στις επιμέρους γειτονιές της αμερικανικής μεγαλούπολης, ενώ για την πλειοψηφία των κατοίκων το θέμα της ημέρας είναι η προεκλογική μάχη για τη διαδοχή του Michael Bloomberg στη δημαρχία – εν μέσω βαρύτατων καταγγελιών μεταξύ των ανθυποψηφίων για διαφθορά, αδιαφανείς δαπάνες, ρατσισμό, μαύρη διαφήμιση κ.ο.κ. Από αυτή την άποψη ο κόσμος δεν άλλαξε τόσο δραματικά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 όσο το ήθελε η κυρίαρχη αφήγηση.
Ωστόσο, δώδεκα χρόνια μετά τις θεαματικότερες τρομοκρατικές επιθέσεις της Ιστορίας, είναι πολλά αυτά που έχουν αλλάξει. Το ότι το οικονομικό έτος 2001 ήταν και το τελευταίο οπότε οι ΗΠΑ εμφάνισαν δημοσιονομικό πλεόνασμα, αποτελεί τον σημαντικότερο αφανή δείκτη. Το ότι από το 2012 η Αμερική συνιστά πλέον μια “majority minority country”, ήτοι μια χώρα χωρίς απόλυτη πλειοψηφία μιας εθνοφυλετικής ομάδας, είναι ένας δεύτερος δείκτης, που προορίζεται να καθορίσει τις πολιτικές συμπεριφορές στην υπερδύναμη για πολλές δεκαετίες. Το ότι η προοπτική αξιοποίησης των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων της Βόρειας Αμερικής ανοίγει τον δρόμο της απεξάρτησης από το μεσανατολικό πετρέλαιο, αποτελεί έναν τρίτο, καταλυτικό παράγοντα.
Περισσότερο και από τις πιο ευφάνταστες προσδοκίες των δραστών τους, και ανεξάρτητα από αυτούς, οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποδυνάμωσαν τις ΗΠΑ, όπως το καταδεικνύει η τρέχουσα επικαιρότητα, κατά δύο ουσιαστικούς τρόπους: ο πρώτος αφορά την διόγκωση του “κράτους ασφαλείας” και την κατάλυση σημαντικών συνταγματικών ελευθεριών. Πρόκειται, όπως γνωρίζουμε από την υπόθεση Snowden, για ένα “κατασκοπευτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα” το οποίο δεν έχει σταματήσει να αναπτύσσεται έκτοτε, ανεξάρτητα από το εκάστοτε επίπεδο των πραγματικών απειλών. Ο δεύτερος, αφορά τα ίδια τα όρια της αμερικανικής ηγεμονίας στον πλανήτη. Η σύμπτωση της 12ης επετείου των επιθέσεων με το διπλωματικό θρίλερ σχετικά με την συριακή κρίση αποτελεί αψευδή μάρτυρα των αλλαγών που έχουν συντελεστεί.
Μέσα σε 12 χρόνια, υπήρξε θεαματική τόσο η άνοδος όσο και η πτώση της αμερικανικής μονομερούς κυριαρχίας με όχημα την στρατιωτική ισχύ. Το έλλειμμα αξιοπιστίας που συναντά μπροστά της η Ουάσιγκτον όποτε πλέον επικαλείται τον κίνδυνο των όπλων μαζικής καταστροφής, η μεγαλύτερη από πριν δυσχέρεια στη διαμόρφωση “συμμαχιών των προθύμων”, η καχυποψία του αμερικανικού πληθυσμού απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο και η απόλυτη απροθυμία του για εμπλοκή σε νέες στρατιωτικές περιπέτειες, η άνεση με την οποία δυνάμεις όπως η Ρωσία επιβάλλουν τη θέση τους ως συνδιαμορφωτή των εξελίξεων, αποδεικνύουν την εξάντληση ενός μοντέλου διαχείρισης των διεθνών ισορροπιών το οποίο στους πολέμους του Ιράκ και του Αφγανιστάν συνάντησε το όριό του.
Όσο για τον εξτρεμιστικό ισλαμισμό, αυτός ανέκτησε στην δεκαετία που διανύουμε την θέση του αντικειμενικού συμμάχου των ΗΠΑ, όπως την είχε στις δύο δεκαετίες πριν από την μοιραία 11η Σεπτεμβρίου…