Μωυσιάδης Παναγιώτης
Πετώντας στο χρυσόμαλλο ταξιδεμό βρήκα την Εδέμ’ του λυτρωμού.
Ένιωσα προσκυνητής του αιώνιου παρελθόντος
Ήρθα για να γνωρίσω από κοντά τον τόπο του εγκλήματος.
Εκεί όπου ασέλγησαν οι παιδεραστές της παγκόσμιας διπλωματίας.
Ήρθα για να βιώσω το Βατερλό όπου πέθαναν οι ψυχές των ΄΄Ανταλλάξιμων΄΄.
Και φορτισμένος από το ανάθεμα τους αντίκρισα τον ήλιο της ανατολής , ίδιος και απαράλλακτος με τον ήλιο της δύσης, μόνο οι δροσοσταλίδες της αυγής χρυσίζανε στο λιόφωτο της σκέψης.
Ακριτική γη είπα μου λείπει το μαυροθαλασσίτικο άγγιγμά σου .
Με κολακεύει πάντα το χρυσοκόκκινο λαμπύρισμα του αιγαίου, μα το
Δικό σου δείλι, ο δικός σου ο φλοίσβος μαυροθάλασσα μου είναι οικείος και γνώριμος.
Από το Μύθριο εξώστη σου μπορώ ν’ αγναντέψω το θαύμα της ρωμιοσύνης, και να συμμεριστώ τον πανηγυρισμό των μυρίων.
Ν’ αντικρίσω τα αιώνια κλοπιμαία της ιστορίας, και να απαλύνω το άδικο, με το αυτάρεσκο ποντιακό άσμα:
Εξέβα απάν ‘ς σον Πόζ-Τεπεν
είδα την Τραπεζούνταν ,
τ’ άσκεμα κά’θουν ‘ς σο Μεϊτάν
τ’ έμορφα ‘ς ση Δαφνούνταν..
Έτσι αυθόρμητα έρχονται στο νου τα λόγια του λαϊκού ποιητή ,για να γλυκάνει , η μήνη της ιστορίας..
Θάλασσα μαύρη εσύ χρεώθηκες το βάρος του ξεριζωμού.
Από γλυκιά ταξιδεύτρα , στοίχειωσες το όνειρο του γυρισμού.
Πώς να μην οδύρομαι σε κάθε άγγιγμά σου, πώς να μην ψάλω το μοιρολόγι του αποχωρισμού.
Δυστυχώς όμως στο χρόνο δε χωνεύει η καύτρα της μνημοσύνης.
Μόνο τα μαύρα σου κύματα και τα κρενεμένα ποτάμια σου, μπορούν να σβήσουν τον καημό της προσφυγιάς.
Τι να προφτάσω και να ‘δώ , με τα αχόρταγα μάτια ενός νοσταλγού.
Τα παραμυθένια κονάκια των αργοναυτών να καλωσορίζουν τον ΄΄ Ξένο΄΄ με ηδυπάθεια.
Τα ηλιόλουστα παραθύρια τους στερεμένα από το δάκρυ ν’ αγναντεύουν απρόσμενα το γυρισμό.,
Κι ο ποιητής με τον στοχασμό της προσδοκίας να γράφει ακόμα :
΄΄ Πατρίδα κι αν στοίχειωσες κι έγινες αγκωνάρι,
μάγισσες εύσπλαχνες Θα ‘ρθούν να σ’ αναστήσουν πάλι..
Και καρτεράς κι αναζητάς, απόδημα πουλάκια,
να ξαναρθούν την άνοιξη , σαν τα χελιδονάκια…
Έχεις τα μάτια ορθάνοικτα και τη μιλιά στο βλέμμα
και περιμένεις μιαν αυγή, να ξαναγίνεις ΄΄θέμα΄΄.
Ως τότε βουβές καμπάνας σε άδεια καμπαναριά θα θρηνούν τα ρημαγμένα προσκυνητάρια της ρωμιοσύνης.
Εικόνες και ιερά θα παραμένουν πρόξενοι , και πρεσβευτές στο ίδιο τους το σπίτι,
θα παραμένουν περιφρονημένα αντικείμενα στα τεμένη που κάποτε ήταν εκκλησιές,
Έγκλειστα υποζύγια τα όσια και τα ιερά της πατρίδας μας, θα παραμένουν η Ζωντανή μαρτυριά και τ’ ανάθεμα στις μοιχαλίδες της ιστορίας.…
Οι γόνοι των ανταλλάξιμων θα ξανασμίξουν και πάλι όταν οι θάλασσες και οι στεριές θ’ αδελφοτοποηθούν κόντρα σε Α.Ο.Ζ. και υφαλοκρηπίδες.
Όταν η λέξεις ελευθερία ,και δημοκρατία θα γίνουν οι μορφωτικές επενδύσεις Λαών και κρατών.
Ως τότε ας προσεγγίσουμε το ηλιόφωτο της ιστορίας, για να μπορέσουμε να δούμε πέρα από τα τείχη των καιρών μας…
































