Η αύξηση των τοξικών κυανοβακτηριδίων αποτελεί μία «οικολογική βόμβα» για τη λίμνη της Καστοριάς, αλλά η εξυγίανσή της παραμένει το μεγάλο ζητούμενο, ακόμη και μετά το πράσινο φως που δόθηκε από το αρμόδιο υπουργείο Περιβάλλοντος, σε σύσκεψη στην Αθήνα για την εφαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου που έχει εκπονηθεί.
Η Αναπτυξιακή Δυτικής Μακεδονίας (ΑΝΚΟ) που εκπόνησε το επιχειρησιακό σχέδιο (Ε.Σ.) εξυγίανσης και προστασίας της λίμνης, προϋπολογισμού 27 εκ. ευρώ, υποστηρίζει ότι «η υλοποίηση του σχεδίου θα συμβάλλει στην αποκατάσταση και στη διατήρηση της ευαίσθητης οικολογικής ισορροπίας», ενώ αντιθέτως το Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ κάνει λόγο για «αεριτζήδικες μελέτες και τεχνικές εκθέσεις εσωτερικής κατανάλωσης» και διατείνεται ότι «η πιθανή εφαρμογή του όχι μόνο δεν θα βελτιώσει την οικολογική κατάσταση της λίμνης, αλλά θα οδηγήσει σε αύξηση των τοξικών κυανοβακτηρίων, που αποτελούν το κύριο πρόβλημα της λίμνης».
Το Ε.Σ. της ΑΝΚΟ εγκρίθηκε σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου, υπό την προεδρία του γ.γ. του υπουργείου Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, Ανδρέα Ανδρεόπουλου, παρουσία του προέδρου της Βουλής και βουλευτή Καστοριάς Φίλιππα Πετσάλνικου και των τοπικών φορέων. Παράλληλα αποφασίστηκε να χρηματοδοτηθούν οι παρεμβάσεις από το ΕΣΠΑ και άλλα προγράμματα της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας.
Μία από τις βασικές παρεμβάσεις που προβλέπει το σχέδιο είναι «η δημιουργία μονάδας ανάπτυξης ιχθυδίων κυπρίνου και η λεκάνη αναπαραγωγής πεταλούδας». Η καθηγήτρια Βιολογίας του ΑΠΘ, Μαρία Μουστάκα, εμφανίστηκε κατηγορηματικά αντίθετη, καθώς με δήλωσή της στον «Π» τονίζει: «Η αύξηση των ψαριών αυτών στη λίμνη θα πιέσει το οικοσύστημα από την κορυφή προς τη βάση στην κυριαρχία των κυανοβακτηρίων, όπως το πίεσε για πολλά χρόνια από τη βάση προς την κορυφή η είσοδος των αστικών λυμάτων στη λίμνη». Χαρακτήρισε λανθασμένη μία τέτοια παρέμβαση, καθώς «θα προωθήσει τον ευτροφισμό της λίμνης σε ανεπιθύμητες καταστάσεις».
Το επιχειρησιακό σχέδιο της ΑΝΚΟ, σύμφωνα με τους συντάκτες του, Κώστα Νικολαΐδη, γεωλόγο – προϊστάμενο του Τμήματος Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και τον Γιάννη Καλαμπούκα, μηχανικό Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, αποσκοπεί:
-Στην περιβαλλοντική προστασία της λίμνης Καστοριάς.
-Στην αποκατάσταση και διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας των ζωνών προστασίας της λίμνης.
-Στην περαιτέρω ανάδειξη και προβολή ως περιοχής ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και οικοτουριστικού ενδιαφέροντος. «Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, προτείνουμε συγκεκριμένες δράσεις, τεχνικά έργα και παρεμβάσεις με καθορισμένο χρονικό προσδιορισμό και προϋπολογισμό». Διευκρίνισε μάλιστα ότι «οι πιο απλές παρεμβάσεις και έργα απαιτούν ένα έτος για την υλοποίησή τους, και οι πιο σύνθετες έως και τρία έτη».
Όπως έγραψε ο «Π», για τη λίμνη της Καστοριάς ξοδεύτηκαν στο διάβα του χρόνου περί το 1,5 δις. ευρώ για μελέτες, οι οποίες δεν εφαρμόστηκαν ποτέ και πουθενά, δηλαδή ένας πακτωλός χρημάτων πήγε στον «κάλαθο των αχρήστων». Η μελέτη της ΑΝΚΟ επιβεβαιώνει αυτή την εκδοχή, καθώς κάνει την εξής γενική διαπίστωση: «Από την επεξεργασία και αξιολόγηση των υφιστάμενων μελετών και ερευνητικών προγραμμάτων, προέκυψε ότι στο μεγαλύτερο μέρος των μελετών που πραγματοποιήθηκαν κατά το παρελθόν, ενώ γίνεται λεπτομερής καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, δεν υπάρχει συγκεκριμενοποίηση, ποσοτικοποίηση και κοστολόγηση των απαραίτητων διορθωτικών και προληπτικών μέτρων που απαιτούνται για την προστασία της λίμνης».
Τα κυριότερα προβλήματα της λίμνης Καστοριάς, σύμφωνα με τον Κ. Νικολαΐδη, είναι η έλλειψη οργανωτικού – διοικητικού μηχανισμού, η εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων, η υπερανάπτυξη καλαμώνων σε πολλά τμήματα της παρόχθιας ζώνης, τα φαινόμενα ευτροφισμού λόγω ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, η φθίνουσα πορεία αυτόνομων ειδών ψαριών και αύξηση εισβολικών ειδών, διατάραξη της ισορροπίας ιχθυοπανίδας και η ελάττωση του μέσου βάθους της λίμνης λόγω φαινομένων προσχώσεων από χειμάρρους που καταλήγουν σε αυτή. «Η μελέτη που εκπονήσαμε είναι η πρώτη που προτείνει συγκεκριμένα έργα, τα οποία κατηγοριοποιούμε. Πρόκειται για έργα ορεινής υδρονομίας, πεδινής υδρονομίας, έργα παρόχθιου τμήματος και λοιπές ενέργειες και δράσεις», υπογράμμισε ο Κ. Νικολαΐδης και εξηγεί: Οι τρεις πρώτες κατηγορίες έργων, αποτελούν έργα άμεσης προτεραιότητας, με βραχυπρόθεσμό πρόγραμμα εφαρμογής. Η τέταρτη κατηγορία περιλαμβάνει έρευνε ςκαι μελέτες, έργα δεύτερης προτεραιότητας ή έργα και προτάσεις διαφόρων φορέων που εμμέσως σχετίζονται με την εξυγίανση και προστασία της λίμνης».
Ενδεικτικά στα έργα ορεινής υδρονομίας περιλαμβάνονται δασώσεις και αναδασώσεις ορεινών περιοχών, φράγματα συγκράτησης αδρομερών υλικών, το φράγμα του Πολυκέρασου, λιμνοδεξαμενές καθίζησης λεπτόκοκκων υλικών κ.λ.π.
Στα έργα πεδινής υδρονομίας περιλαμβάνονται μεσοποτάμιοι αναβαθμοί, σύστημα τηλεμετρικής παρακολούθησης ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών νερού, επεξεργασία αστικών λυμάτων παραλίμνιων οικισμών, καθαρισμός εισόδου καναλιού αποστράγγισης, εκβάθυνση – διαπλάτυνση καναλιού «Γκιόλε» – υπολογισμός πλημμυρικής παροχής, εδαφολογικές αναλύσεις, μονάδα ανάπτυξης ιχθύων (γριβάδια, Cyprinus carpio), λεκάνη αναπαραγωγής του είδους «Carassius auratus gibellio» (πεταλούδα), κ.λ.π. Υπενθυμίζεται ότι τα δύο τελευταία μέτρα βρίσκουν κάθετα αντίθετη την καθηγήτρια βιολογίας του ΑΠΘ, Μαρία Μουστάκα.
Στην παρόχθια ζώνη και στο υδατικό περιβάλλον προτείνονται μεταξύ άλλων, η διαχείριση καλαμώνων σε όφελος της ορνιθοπανίδας, η χαρτογράφηση του πυθμένα της λίμνης, η ανάλυση ιλύος βυθού, η μελέτη διαχείρισης υγρολίβαδων, παρακολούθηση και αξιολόγηση της κατάστασης της ορνιθοπανίδας και η προμήθεια πλωτού μηχανήματος κοπής διαχείρισης καλαμώνων.
Σχολιάζοντας η καθηγήτρια βιολογίας του ΑΠΘ Μαρία Μουστάκα, το εκπονηθέν από την ΑΝΚΟ σχέδιο εξυγίανσης της λίμνης εξέφρασε την κατηγορηματική της αντίθεση, υπογραμμίζοντας:
«Καμία απλή συνταγή για αποκατάσταση δεν υπάρχει καθώς και κάθε συνταγή με επιτυχία σε μία λίμνη δε σημαίνει ότι θα εφαρμοσθεί με επιτυχία και σε κάποια άλλη. Κάθε λίμνη, όπως και η λίμνη της Καστοριάς, είναι μοναδική και η επιτυχία αποκατάστασης θα εξαρτηθεί από το πόσο καλά γνωρίζουμε το οικοσύστημα με βάση μετρήσεις και αποτελέσματα από έρευνες γνωστές στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και όχι “αεριτζήδικες” μελέτες ή τεχνικές εκθέσεις “εσωτερικής κατανάλωσης” που δεν κρίθηκαν ποτέ από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Είναι η γνώση και όχι οι ακριβές μελέτες, δράσεις, έργα που απαιτούνται για την επιτυχία της αποκατάστασης της λίμνης. Ζούμε στην εποχή της οικονομίας της γνώσης. Αποσπασματικές μέθοδοι είναι πολύ συχνά μη αποτελεσματικές.
Ακόμη η Μ. Μουστάκα πρόσθεσε: «Σχέδια αποκατάστασης μιας λίμνης που δεν στηρίζονται στη θεμελιώδη γνώση του οικοσυστήματος δεν θα έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Λύσεις που δεν είναι οικοκεντρικές, δηλαδή δεν λαμβάνουν την αυτοοργάνωση του οικοσυστήματος της λίμνης ως στρατηγική διαχείρισής της δεν θα είναι αποτελεσματικές. Το πρώτο βήμα για την αποκατάσταση μιας λίμνης είναι η αναίρεση των αίτιων που προκάλεσαν την υποβάθμιση. Στη λίμνη της Καστοριάς έχει αναιρεθεί σε μεγάλο βαθμό η κύρια αιτία υποβάθμισής της, η οποία οδήγησε στην κυριαρχία των τοξικών κυανοβακτηρίων καθόσον έχει διακοπεί η είσοδος του κύριου όγκου αστικών λυμάτων της περιοχής. Η λίμνη έχει αντιδράσει με μικρή βελτίωση της οικολογικής της κατάστασης (λόγω αδράνειας και μηχανισμών ανάδρασης του οικοσυστήματος) τα τελευταία χρόνια. Πριν από την εκπόνηση σχεδίου προστασίας και αποκατάστασης για τη λίμνη της Καστοριάς προτείνεται να συσταθεί ομάδα εργασίας αποτελούμενη από ερευνητές διεθνούς κύρους για να γνωμοδοτήσει για την κατάσταση της λίμνης».
Εν κατακλείδι η καθηγήτρια του ΑΠΘ, υπογράμμισε: «Σχετικά με το επιχειρησιακό σχέδιο εξυγίανσης, προστασίας και ανάδειξης της λίμνης Καστοριάς που προτείνεται από την ΑΝΚΟ φαίνεται ότι το σχέδιο αυτό δεν αποτελεί προϊόν τεκμηριωμένης επιστημονικής γνώσης για την αποκατάστασή της. Η αποδοχή του θα αποτελεί πλήρη απαξίωση της υπάρχουσας επιστημονικής γνώσης για τη λίμνη που έχει κριθεί και αναγνωρισθεί διεθνώς. Πιθανή εφαρμογή του όχι μόνο δεν θα βελτιώσει την οικολογική κατάσταση της λίμνης αλλά θα οδηγήσει σε αύξηση των τοξικών κυανοβακτηρίων, που αποτελούν και το κύριο πρόβλημα της λίμνης».
Γεωγραφικά στοιχεία της λίμνης Καστοριάς
Η λίμνη έχει έκταση 28,9 τετραγωνικά χιλιόμετρα και έκταση λεκάνης απορροής 252 τ.χ. Υπερθαλάσσιο υψόμετρο 630 μέτρα μέτρα. Μέγιστο βάθος 8,3 μ. και μέσο βάθος 3 μ. Ανάπτυγμα ακτών 31 χιλιόμετρα και όγκο υδάτων 100.000.000 κυβικά μέτρα νερού.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΗΤΤΑΣ
































