Αιφνιδίως στα τέλη του Αυγούστου αναχωρούμε. Όλο το καλοκαίρι περνά αναπόδραστα και λες και περιμένεις την εκπνοή του για να το πάρεις απόφαση. Μια ανάσα δρόμος πια η Κέρκυρα και για πότε αντικρίζεις τη θάλασσα δεν το καταλαβαίνεις. Ήλιος ακόμα του Αυγούστου και μια ζέστη να θεριεύει όσο οι ακτές της νήσου εγγίζουν. Τα “Φύλλα Ημερολογίου” του Χρηστομάνου πάνω σου κουβαλάς. Από τη μια οι σελίδες, από την άλλη τα κύματα. Τη μια στιγμή μέσα τους η ματιά, την άλλη μέσα της. Η θάλασσα απλώνεται μπροστά, στολίζεται για χάρη σου, για να σου υπενθυμίσει για μια ακόμα φορά την έλλειψή της. Το πως δίχως της δεν μπορείς.
Αμυδρά θυμάσαι τη νήσο. Είκοσι χρόνια πριν. Τίποτα δε θυμάσαι. Μοναχά την είσοδο στον Άγιο. Αυτό μονάχα. Έτσι και τώρα, εύκολα πολύ εύκολα, καταβαίνεις δια των αψίδων την οδό του Αγίου. Ένας Άγιος εκ Κύπρου, πρόσφυγας Άγιος, που τον άρπαξαν να τον γλιτώσουν, πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα από εκεί, μαζί με τη Θεοδώρα την Αυγούστα, ένας καλόγερος σε δυο σακιά με άχυρα τούς κουβάλησε, τροφή για το ζωντανό του προφασίστηκε. Έτσι τους έσωσε. Έκτοτε πρόσφυγες και οι δυο τους, ο ένας στο δικό του ναό, η Αγία, μερικά σοκάκια παρακάτω, στη Μητρόπολη και κοντά στο λιμάνι.
Οι ντόπιοι έχουν τον Άγιο καθημερνό τους πέρασμα. Μικροί μεγάλοι εισέρχονται μια καλημέρα, καληνύχτα να του πουν. Η αφή, η γειτνίαση μαζί του είναι κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Σχεδόν την οικειοποιηθήκαμε. Ο δρόμος πάντα έβγαζε μπρος στην εκκλησιά του. Ήταν αδύνατο έναν πεταχτό ασπασμό να μην του αφήσεις και κει στο μέρος των ποδιών τις προσευχές να του θυμίσεις, ονόματα αγαπημένα και ψυχές να του εμπιστευτείς, και έπειτα στον τόπο της καρδιάς το χέρι ν’ ακουμπήσεις και να τον ψηλαφήσεις, «Θα θυμάσαι ότι κάποτε πέρασα από εδώ;». Από το δώμα του εξέρχεσαι, με τα πνιχτά καντήλια και το ημίφως να σκιάζει, κι εκεί, στα σκαλοπάτια απάνω, μικρό σταυρό και ξύλινο αντικρίζεις. Σκύβεις και τον βαστάς, τι σημάδι είναι αυτό, καλέ μου, λες, άραγε εισάκουσες τις προσευχές μου, άραγε το έχεις για σκοπό κι έπειτα φεύγεις, μες στα καντούνια χάνεσαι, κι ούτε φωνή ούτε απόκριση, μόνο η ζέστη, μια ζέστη αφόρητη, μα τώρα την αποζητάς, «διψώ» λες και «δος μοι πιείν» ξαναλές, η ζέστη μονάχα έρχεται να σε λιώνει. Όπου σε βρει σε λιώνει.
Σηκώνεται ο Άγιος τις νύχτες, σηκώνεται και περπατά και τρεις φορές -μπορεί και παραπάνω- το χρόνο έξω βγαίνει, στα καντούνια και στους δρόμους και ολόρθος, μα κείνο το κεφάλι προς το μέρος της καρδιάς του γέρνει ή μήπως παραβλέπεις, προς τον πόνο γέρνει, στα καντούνια και στους δρόμους και τον βλέπει, εκείνον που φαίνεται κι εκείνον που όχι, μόνο εκείνος βλέπει κι όσο βλέπει τόσο γέρνει, ο Άγιος τις νύχτες έξω βγαίνει, δεν περιμένει πότε θα τον σηκώσουν, μονάχος βγαίνει, μες στα ράσα κουκουλώνεται και έξω βγαίνει κι αν τύχει και τον απαντήσεις ίσως και να μην τον γνωρίσεις, γιατί κρύβεται και σκύβει παραπάνω, μα σε κάποιους ανοίγεται και φανερώνεται, σε κείνους που διπλώθηκαν στα σκαλοπάτια του και περιμένουν ένα νεύμα ή ένα νόμισμα, σε κείνους πάει, πιο ξένους απ’ τους ξένους, πρόσφυγας ο ίδιος και ξενάκι κι από τη μοναξιά τους νιώθει κι απ’ την άδεια την ψυχή κι από το άδειο σώμα, σέρνεται το σώμα, η ψυχή το ίδιο, ανάβαση είν’ τούτο ή κατάβαση, κοντά τους πάει και τους συμπονά και όπως μπορεί τους παραστέκει και κείνοι πάλι την αυριανή στα σκαλοπάτια του διπλώνονται εκ νέου και προσμένουν, τι δεν είναι τρόπος να εκφύγουν να σωθούν και μοιάζουν κάποτε ίδιοι μ’ εκείνους που μπαίνουν να τον προσκυνήσουν, διπλωμένοι και αυτοί και από τον πόνο λυγισμένοι και δεν στέκουν να τον περιμένουν που σεργιανά τις νύχτες, μον τρέχουν κοντά του νύχτα-μέρα, τον πόνο τους να απαλύνει και αν το μπορεί πολύ και να τον διώξει.
Ο δρόμος περνά απ’ το Αχίλλειο. Τα πρόσωπα μπροστά σου τα φέρνεις πάλι. Εκείνης, με το Ε να είναι κεφαλαίο, όπως το’ θελε Εκείνος, ο δικός μας Κωνσταντίνος. Ένα κείμενο σαν παραλήρημα, που ενδεχομένως κάποιοι να το μειδιάσουν κιόλας. Τόσο απόλυτα τα συναισθήματα, τόσο ιδανικά τα πρόσωπα και οι ψυχές, τόσο ανέγγιχτα, που δεν είν’ για τα κοινά τα μάτια. Ο Χρηστομάνος άφησε πίσω του «Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ», Φύλλα ημερολογίου, όπως σημειώνει ο ίδιος, το χρονικό ενός υπόσκαφου έρωτα που δαπανήθηκε σε μια ζωή ολάκερη. Τη δική του ζωή.
Εισερχόμαστε στο Αχίλλειο, όχι δεν πρόκειται για το σπίτι μιας αυτοκράτειρας, παρά για το σπίτι μιας ψυχής, που δεν ανήκε στον κόσμο της. Και ακριβώς επειδή δεν ανήκε, πλήρωσε ακριβά το τίμημα της δικής της προσφυγιάς, της μη ενσωμάτωσής της και συμπόρευσής της με τους νόμους που την πολιορκούσαν και την αιχμαλώτιζαν. “Έσπασε τις αλυσίδες της ψυχής της ξεφεύγοντας απ’ τη στάνη της ανθρωποσύνης κι απαρνούμενη τη ζωή μες στο κοινωνικό κοπάδι” σημειώνει ο Χρηστομάνος. Μια εν καταθλίψει ψυχή να προσπαθεί να κρατηθεί από τους μύθους και τ’ αγάλματα, από τους στίχους και τα ποιήματα, μα και από τον Θεό της. Ένα παρεκκλήσι εντός του οίκου, όπου την έβρισκε ο χρόνος γονατισμένη και όπου ο τόπος έχει βαθουλώσει από το απόν πλέον σώμα. Διασχίζουμε τα δωμάτια, που έχουν πολλάκις λεηλατηθεί και ό,τι έχει απομείνει είναι το ελάχιστο. Προλαβαίνεις να δεις τον Heine, τόμοι ολόκληροι που συνοδεύαν τον Κωνσταντίνο και Εκείνη στους αμέτρητους περιπάτους τους. Προλαβαίνεις να πάρεις μαζί σου ένα κλωνί ανθισμένο δεντρολίβανο από τους κήπους και κρυφά να το βάλεις μες στο δικό τους βιβλίο, για σελιδοδείκτη, για ανάμνηση, για κάτι. Τους πίνακες κοιτάς με το πρόσωπό της. Μου είναι οικεία για την αγάπη που είχε στους ποιητές, για την αγάπη που είχε στη μυστική ζωή της, για την αγάπη των απλών πραγμάτων, για την ευτυχία που μπορείς να την αγγίξεις, για την εν καταθλίψει ψυχή της. Για την αγάπη στο Θεό της.
«Απαγορεύεται η κάθοδος εις το δάσος» διαβάζεις παντού, εκεί όπου συνορεύουν οι κήποι με το δάσος που οδηγεί στη θάλασσα. Εκεί κάτω, κρυμμένο μες στο δάσος και σε τόπο απαγορευμένο, το Περιστύλιο, ένα βήμα απ’ τη θάλασσα. Ένα βήμα προς τη θάλασσα. Ένα βήμα μετέωρο. Ένα βήμα που δε γίνεται. Εκείνο στέγαζε τα διαβάσματά τους, εκείνο άφηνε τον τόπο ανοιχτό προς την υγρή αγκαλιά. Δεν πήγες. Απαγορεύεται έλεγε, μα δεν ήταν αυτός ο λόγος που θα σε σταματούσε. Δεν πήγες. Θ’ ανοίξει είπαν εν καιρώ. Ούτε και τότε ξέρεις αν θα πας. Πώς να πάει κανείς τόσο κοντά στη θάλασσα πια; Τόσο κοντά στον πόνο πια;
Γιατί η θάλασσα ούτε στα όνειρά μας έρχεται πια. Ωστόσο, κάπου εκεί υπάρχει μια θάλασσα που δεν την κολυμπήσαμε, υπάρχει μια θάλασσα που μέσα της δε βυθιστήκαμε, υπάρχει μια θάλασσα που την αγνοήσαμε. Κάπου εκεί υπάρχει μια θάλασσα που περιμένει ακόμα.
«Στο Περιστύλιο.
Μια νύχτα χλιαρή γεμάτη άστρα και φεγγοβολιές! Πάνω απ’ της Άγιας Κυριακής τον κώνο και τη μελανή κορώνα των κυπαρισσιών της άστραφτε η Μεγάλη Άρκτος και τα μεγάλα της τ’ αστέρια έχυναν ένα φέγγος παγερό που το αισθανόταν κανείς να ψυχροσταλάζει ως μέσα στην ψυχή. […] Και ακουγόταν ως επάνω η θάλασσα που σιγαλά θροούσε […] τα κυπαρίσσια ξεχώριζαν απ’ τον ουρανό σαν μαύρα δάκρυα που ολοένα πέφταν κατρακυλιστά, ατέλειωτα, κι απόχυναν αστέρευτη μια αυστηρή και βαλσαμένια ευωδιά. Κι από το βουνό ορμητικές έρχονταν οι μυροπνοές των άγριων λουλουδιών […] Η Αυτοκράτειρα πήγαινε κι ερχόταν στο περιστύλιο …. Όταν σταματώ τα μάτια της ψυχής μου απάνω στα όσα έζησα σε τέτοιες ώρες, τα αισθάνομαι σαν θαμπωμένα απ’ το πολύ το φως», γράφει ο Κωνσταντίνος.
«Αλήθεια, πολλές φορές αναγκάζομαι να κρατηθώ για να μη ξεφωνίσω απ’ αναγάλλιαση, τόσο αισθάνομαι τον εαυτό μου πλουτισμένο από το αγνάντεμα της ψυχής της. Και είναι αρκετή ευτυχία που έζησα για ν’ αποκτήσω αυτό που για μένα ήταν Εκείνη».
«-Κοιτάξτε αυτό το τοπίο, μου είπε, μ’ όλη τη δύναμη των ματιών σας, γιατί ίσως ποτέ πια δε θα το ξαναδείτε έτσι…». Και ήπια την άνοιξη και μέθυσα ίσα μ’ ένα φρένιασμα θλιβερό, σαν να μην είχα άλλη άνοιξη να ζήσω ή σάμπως της ζωής μου οι μελλούμενες ανοίξεις να μην ήθελε ανθίσουν παρά σ’ αυτής τη θύμηση μονάχα…Την αποχαιρέτησα στο Περιστύλιο…».
Μοσκοβολά ο τόπος, αμπέλια και ελιές, αμέτρητες ελιές και πεύκα και πικροδάφνες και γύρω να λαμπυρίζει η θάλασσα, ο τόπος μοσκοβολά και κάτι άλλο θυμίζει, τόπο άγνωστο και ονειρικό, έτσι, λέω, πρέπει να’ ναι η Φλωρεντία, απέμεινε στα όνειρα, όνειρο και κείνη, όπως και τ’ άλλα, έτσι πρέπει να’ ναι, και να μοσκοβολά και κείνη κι ίσως να μην το μαθω ποτέ, γύρω της θα κλώθομαι συνέχεια, πότε από εδώ στη νήσο, πότε, όπως πέρυσι, “απέναντί” της σχεδόν στις ακτές της Κροατίας.
Μονή Πλατυτέρας και κάτι το ασκητικό και ένα δέος σε υποχρεώνει την κεφαλή να σκύψεις. Όχι, δεν είναι που είν’ο Καποδίστριας μέσα και ο οπλαρχηγός Φώτος Τζαβέλας, όχι δεν είναι που συναντάς τον Μουστοξύδη εκεί και εντελώς απρόσμενα, όχι δεν είναι τα λουλούδια και η άσβηστη καντήλα πάνω στον τάφο του Κυβερνήτη, είναι που νιώθεις κάπως σα να μπαίνεις σε κατακόμβη. Ένα κλαδί βασιλικό απ’ την αυλή τσακίζω και του ζητώ συγνώμη, μα θέλω να τον έχω όταν πια δεν θα τον έχω. Μες στα τετράδια τον βάζω και συνεχίζω.
Στέκομαι ωστόσο στον Μουστοξύδη, σε αυτόν που γύρισε στην Κέρκυρα, αφού εσπούδασε στην Εσπερία, για να διδάξει δίχως μισθό τα παιδιά του ομφάλιου τόπου του. Σε αυτόν που ενημέρωνε την Εσπερία και κλήθηκε εκ του εαυτού του να την συγκινεί στα περί της περιπέτειας του τόπου του. Εξύμνησε την Ελληνική Επανάσταση σε ιταλικούς στίχους, ακολούθησε τον Καποδίστρια στην Αίγινα, διοργάνωσε το Εκπαιδευτήριο, ανατρέπεται η πορεία του από τη δολοφονία του Κυβερνήτη, επιστρέφει και αναπαύεται πλέον μαζί του στην Πλατυτέρα. Παρά δίπλα ο τάφος του, ίσως και στα νυχτέρια τους να τα λένε, ίσως να φτάνει εκεί μέσα ο αχός του σήμερα, μα κανείς κυβερνήτης δε δολοφονείται σήμερα, όλοι τους ακίνδυνοι εξάλλου, μια χούφτα μαριονέτες, όσοι επικίνδυνοι τούς βγάλαν εγκαίρως απ’ τη μέση. Ίσως και να τα λένε κι ας μη φτάνει ο αχός του σήμερα στα δώματά τους, παρά μονάχα ο όρθρος και τ’ απόδειπνα των καλογήρων. Και καλύτερα έτσι. Χωρίς το “ίσως”.
Σαν έφτασες στη νήσο και στο παλιό το κάστρο εισήλθες, εκεί άξαφνα σου μίλησαν για τον Άγιο Αλέξιο που τον έχεις από κοντά και για την εικόνα του σου είπαν που είν’ στη Μονή Αντιβουνιώτισσας. Την παραμονή της εξόδου ψάχνεις να τον βρεις, μα πριν το δρόμο βρίσκεις προς τη Δημοτική Πινακοθήκη. Κλειστή. Όμως ο κήπος της ανοιχτός. Ένας κήπος που βλέπει όλο θάλασσα. Ένα παγκάκι πιάνεις και λες πως είσαι ντόπιος, πως είσαι γηγενής. Ανοίγεις το βιβλίο σου σα να’ χεις χρόνο άπλετο, σα να μην πρόκειται την άλλη μέρα να αναχωρήσεις. Είναι ήδη τέλος, μα εντελώς τέλος, του καλοκαιριού. Απολαμβάνεις τη στιγμή, όχι τη σιωπή δεν την απολαμβάνεις, κι η σκέψη γίνεται έντονη, μα τόσο έντονη πια, και δεν ξέρεις από πού κι ως πού και γιατί. Μια σκέψη αδιέξοδη και αξόδευτη εντελώς. Μια σκέψη που δε βρίσκει τρόπο. Καταπραΰνονται οι στιγμές με τη γαλήνη της θάλασσας. Ας ερχόμουν ξανά εδώ, σκέφτομαι, ας ήταν άνοιξη ή έστω φθινόπωρο. Να ερχόμουν ξανά εδώ, σκέφτομαι. Να ήταν άνοιξη ή φθινόπωρο. Να ήταν και χειμώνας.
Μονή Αντιβουνιώτισσας και το βυζαντινό μουσείο της νήσου εντός της. Μοναδικές εικόνες που κάθεσαι και στέκεσαι και τις κοιτάς με κάτι το πολύ ξεχωριστό απάνω τους. Από την πρώτη στιγμή αναζητάς τον Άγιο Αλέξιο, ένα ολόκληρο συναξάρι ως στεφάνι ή ως κάσομα απάνω του. Προτού στέκεσαι στην Madre della Consolazione, μια Παναγιά και είναι θρηνωδούσα, και λίγο πιο πέρα ο Άγιος, μες στα ρόδα ο άγιος της Νήσου, ολόρθος και μες στα ρόδα κι η κεφαλή να κλίνει, φορητή εικόνα, δίχως μεγάλη ίσως αξία, πέρα από το ίδιο το γεγονός της απεικόνισης του όρθιου αγίου. Με σταματούν σχεδόν όλες. Μα πιο πολύ η μία, ο Κύριος ο Μη μου Άπτου, πάντα τούτος ο λόγος με πονά, ο Αναστημένος και κείνη η Μαρία που τον αναζητά στα πόδια του σκυμμένη και δεν το νιώθει πως είν’ αυτός μπροστά της και ο αγιογράφος όλο τον μεταξύ τους διάλογο διασώζει και καταγράφει, άγια και Πανάγια τα πρόσωπα, άγιος ο λόγος τους και ακριβός.
Λίγο πιο κάτω και να ανασαίνει σχεδόν στη θάλασσα το σπίτι όπου ο Σολωμός διέσχισε τον ύστατο πόνο και τις τελευταίες μέρες της ζωής του, ηττημένος πια και σχεδόν νικητής. Μα τότε δεν το ήξερε. Εισέρχεσαι και ανεβαίνεις τη γυριστή σκάλα που οδηγεί στα δώματα, την ανάσα του παίρνεις, τα βιβλία, τα χαρτιά του, τα μελάνια, το γραφείο μπροστά από την μπαλκονόπορτα που βλέπει στη θάλασσα, κρυφά ανοίγεις τα συρτάρια, ποτισμένο το ξύλο από μπλε και κόκκινη μελάνι, ποτισμένες οι στιγμές με μια συγκίνηση, κατεβαίνω να εξέλθω, πάω το σταυρό μου να κάνω. Με σταματώ απότομα. Μετάνιωσα που δεν τον έκανα. Μα μετά το κατώφλι ήταν πλέον αργά. Μετάνιωσα που δεν τον έκανα. Αγιότητα είχε ο τόπος. Συναξάρι κι ο δικός του βίος. Κι ό,τι ενστικτωδώς έρχεται, αγιότητα έχει κι αυτό. Καρδιά έχει και πρέπει να του αφήνεσαι. Να το αφήνεις, πρέπει, να σε γονατίζει.
Εισήλθαμε πια στο φθινόπωρο. Πόσα καλοκαίρια έχω να μετρώ; Χαμογέλασε μου λένε και χαμογελώ.
«Εγώ περπατώ πάντα γυρεύοντας το ριζικό μου. Ξέρω πως τίποτα δεν μπορεί να μ’ εμποδίσει να το συναπαντήσω την ημέρα που πρέπει να το συναπαντήσω. Όλοι οι άνθρωποι χρωστάνε μια μέρα να ξεκινήσουν για να βρουν τη μοίρα τους. Για πολύ καιρό το πεπρωμένο κλείνει τα μάτια του, αλλά μια μέρα τ’ ανοίγει άξαφνα και μας αγναντεύει. Κι εκείνα τα βήματα που έπρεπε ν’ αποφύγουμε να κάνουμε για να μην πέσουμε απάνω του, εκείνα ίσα ίσα γίνονται μοιρόγραφτα. Κι εγώ αυτά τα βήματα τα βαδίζω ολοένα, ανέκαθεν».
Ελισάβετ της Αυστρίας
και για την αντιγραφή ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΗΣΤΟΜΑΝΟΣ, Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, Αλεξάνδρεια
ΟΛΓΑ ΝΤΕΛΛΑ
Σεπτέμβριος 2011