Του Στέφανου Τρύφωνα
Κοινωνιολόγου Παντείου
Δωδεκαήμερο στην παλιά Εορδαία.
Χωρίς το άγχος του πρωινού ξυπνήματος μέσα στα κατάλευκα φαντασμαγορικά Κομανιώτικα τοπία απολαμβάναμε ξέγνοιαστοι τις θετικές ιδιότητες του χιονιού.
Κάνοντας με χαρούμενες φωνές γλίστρες και τσουλήθρες στις παγωμένες πλαγιές του γραφικού όσον αφορά την Οικιστική του δομή του χωριού μας.
Ή στήναμε παγίδες σε σπουργίτια αν δεν μαζευόμασταν σε κάποιο φιλικό σπίτι για να μιμηθούμε τους μεγάλους και να παίξουμε «εικοσιμία» με το μικρό μας χαρτζιλίκι.
Όταν μάλιστα μετά το τελευταίο τελικό γύρο και το επιβλητικό «ΣΤΟΥΚΑ» της «ΜΑΝΝΑΣ» μερικοί δεν είχαν να πληρώσουν την χασούρα, γινόμασταν αληθινοί βάρβαροι ανταλλάσσοντας βρισιές, μπουνιές και κλοτσιές.
Οι χειμωνιάτικες γιορτές στην παλιά Εορδαία άρχιζαν τις τέσσερις Δεκεμβρίου όταν τιμότανε η μνήμη της Αγίας Βαρβάρας.
Τότε οι μάνες μας, μας έκαναν «Πιτουλίτσες» (Λαγκίτες) για να προφυλάγει η Αγία Βαρβάρα με την χάρη της τα μικρά παιδάκια από τις επερχόμενες χειμωνιάτικες αρρώστιες.
Νοστιμότατες Λαγκίτες ιδιαίτερα ζαχαρωμένες όπως η «Ρουσουντία» η «Kόρη Άλβα» μερικές από τις οποίες ρίχναμε στην αυλή για να φάει και η Αρκούδα και να διατηρηθεί όντας χορτασμένη η ισορροπία της φύσης.
Ένα παρόμοιο έθιμο την ημέρα της γιορτής της προστάτιδάς τους Αγίας Βαρβάρας έκαναν και οι αδελφοί Χριστιανοί και ιστορικά γείτονες Θρακιώτες.
Στις τέσσερις Δεκεμβρίου προσέφεραν σε όλον τον κόσμο ένα ομώνυμο γλυκό χυλό από σιτάρι που πίστευαν ότι προφυλάττει τα μικρά παιδάκια από την ασθένεια της ευλογίας.
Ένα συγγενικό «Αντέτι» (έθιμο) δυο συγγενικών λαών που αποδεικνύει περίτρανα την πολυπολιτιστική οικουμενικότητα της Ελληνορθόδοξης πατριαρχικής χριστιανικής εκκλησίας μας και στον χώρο της παράδοσης.
Στο γειτονικό υπό συνεχή βιομηχανοποίηση Αμύνταιο, λόγω του τοπικού Ατμοηλεκτρικού Σταθμού αλλά και των νέων στην Αχλάδα και την Μελίτη παραμονή της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας αναβίωναν το έθιμο της «Βαρβάρας» που έχει μάλλον σχέση με τις γνωστές χειμωνιάτικες παιδικές αρρώστιες, διάρροια, ευκοίλια κλπ.
Το βράδυ της παραμονής της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας ανάβουν φωτιές στις διάφορες γειτονιές της μικρής πόλης ενώ τα μεσάνυχτα ανάβει μια μεγάλη φωτιά στην κεντρική αλάνα της πόλης.
Γύρω από την οποία στη συνέχεια στήνεται ένας ξεφαντωτικός χορός με την συνοδεία τρυφερής μελωδικής τοπικής μουσικής από χάλκινα όργανα ζεστής φασολάδας και περίφημου Αμυντιώτικου κρασιού ή τσίπουρου.
Όλοι οι Αμυντιώτες γηγενής και πρόσφυγες, οι καλεσμένοι και οι ξένοι επισκέπτες αλλά και οι λιγνιτωρύχοι στήνουν ενωμένοι μια γιορταστική πανηγυρική ατμόσφαιρα που συνδυάζει αρμονικά την παράδοση αυτού του διανθισμένου με αμέτρητα φυσικά κάλη τόπου με την κοινωνικό – οικονομική του ανάπτυξη που επήλθε σταδιακά από την τμηματική του βιομηχανοποίηση.
Τα παιδάκια ακολουθούν τον ρυθμό και το άφθονο κέφι από το γλέντι με το ίδιο πάθος με την ίδια περίσσεια διάθεση από την αρχή έως το τέλος της μεθυστικής εκδήλωσης τις πρώτες μεταμεσονύχτιες ώρες.
Οι χοροί της φωτιάς τα αναζωογονούν εκ βάθους καρδίας τα τσαλώνουν φυσικά και ψυχικά για να διαβαίνουν τους χειμωνιάτικους μήνες με οδηγό την πύρινη χριστιανική τους φλόγα χωρίς αρρώστιες.
Με μπροστάρη την Αγία Βαρβάρα των αγνών μικρών παιδιών και των τιμίων προλεταρίων Ανθρακωρύχων.
Καθώς τα διάφορα παρεμφερή έθιμα την ημέρα της γιορτής της Αγίας Βαρβάρας στις τέσσερις Δεκεμβρίου συμβολίζουν τη νίκη της φωτιάς πάνω στα κακά πνεύματα και την δύναμη της να αντιστέκεται στις αρνητικές παρενέργειες της χειμωνιάτικης παγερής ατμόσφαιρας που ρίχνει στο κρεβάτι πολλά παιδάκια.
Η φωτιά εξαγνίζεται μέσα από τις θεϊκές δυνάμεις της Αγίας Βαρβάρας στην οποία αποδίδονται συμβολικές μεταφορικές τιμές για να είναι όλοι καλά, τον χειμώνα και τις άλλες εποχές του χρόνου.
Μικρά παιδιά άλλα και λιγνιτωρύχοι του ΛΚΠΑ, της Φλώρινας, της Καρύστου, της Εύβοιας, της Μεγαλούπολης, της Πελοποννήσου.
Η Αγία Βαρβάρα η οποία κατόρθωσε να σωθεί από τα πυρά, αλλά μαρτύρησε δια του αποκεφαλισμού για την θερμή της πίστη στην Αγία του Χριστού Εκκλησία θεωρείται προστάτιδα των λιγνιτωρύχων που τιμούν στις τέσσερις Δεκεμβρίου μέρα της γιορτής της την μνήμη της με πολλές εκδηλώσεις.
Από τα χρόνια ακόμη του Μεσοπολέμου ο Λιγνίτης που βρισκόταν κάτω από την γη της Ιεράς Μητρόπολης – Φλώρινας και Εορδαίας προδιέγραφε ότι ο τόπος μας βαθμιαία θα μετατρέπονταν σε ένα μουντό γκρίζο τοπίο με τουριστικά νέα κάστρα όπως το Νιουκάστλ των Ανθρακωρύχων της Αγγλίας.
Τότε έγιναν τα πρώτα ορυχεία του Προαστείου, της Βεύης, της Βεγόρας κλπ και ο φτωχός αγροτικός λαός της περιοχής μας είχε αρχίσει να αντικαταστεί τα ξύλα από τα διάφορα δάση με μπριγκέτες από κάρβουνο, για την θέρμανσή του.
Παρακολουθούσαμε παιδάκια με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον την μεταφορά μπριγκέτων κάρβουνου από το ΛΚΠΑ με τρακτέρ με κατάμαυρες καρότσες στις αποθήκες των σπιτιών μας με τα οποία ζεσταινόμασταν τους άγριους χειμωνιάτικους μήνες καίγοντάς τα στην σόμπα.
Στην οποία ψήναμε σπουργιτάκια, κάστανα ή ρέγκες για την αχνιστή μεσημεριάτικη ή βραδινή φασολάδα με μπούκοβο και ελιές.
Μερικές ώρες μετά τον πρωινό καφέ γύρο από την ζέστη της γεμισμένης με μπριγκέτα από κάρβουνο σόμπας από τις γυναίκες της γειτονιάς μας και τις διάφορες θείες και γιαγιάδες που ανήκαν από κοινού στην παλιά ρετρό ή μπανάλ εποχή.
Οι οποίες για ώρες απολάμβαναν με θέρμη το αναλυτικό σφαιρικό, διαπεραστικό τους κουτσομπολιό επί παντός κοινοτικού και αλληλοσυμπληρωτικού επιστητού.
Οι περισσότερες από τις οποίες δεν υπάρχουν σήμερα θαμμένες εδώ και πολλά χρόνια στην «μαύρη γη» της καταπράσινης και λιαριώτικης κοιλάδας που άλλαξε την όψη της πεντάμορφης πεδιάδας ανεβάζοντας τρανταχτά το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο διαβίωσης του τόπου μας.
Τραβώντας όμως στα παιδικά μου χρόνια για το Χάρμπινο (Φτελεώνα) αυτό το ήσυχο και συμπαθητικό Θρακιώτικο χωριό στους πρόποδες του Βερμίου μετρούσα μονάχα νεράιδες και μελίσσια διάσπαρτα στον επιβλητικό και αγέρωχο κάμπο της Ανατολικής Εορδαίας.
Δεν μπορούσα φυσικά να φανταστώ ότι οι παραδοσιακοί γείτονες μας εκεί που τράβηξαν για τον θάνατο θα χάνονταν και νεκροί από προσώπου γης όπως και ολόκληρη η περιοχή στην οποία πρωτοείδαμε το φως του ήλιου.
Από τα συσωρευμένα αναχώματα από τους εξορυκτικούς εκσκαφείς που πλάκωσαν με πελώρια χώματα τους τάφους των νεκρών της «καθημάς Ανατολής» των επιβατών και των Σαράντα Εκκλησιών.
Των Θρακιωτών με τα έντονα συγγενικά αλλά και κοινά πολιτιστικά στοιχεία με τους ντόπιους γηγενής Ελληνομακεδώνες τις Εορδαίας και ευρύτερα της περιοχής.