Το νεοελληνικό κράτος υπήρξε δημιούργημα των ισχυρών του 19ου αιώνα προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Αυτό δεν μας επέτρεψε ποτέ να το δεχθούμε ο αρρωστημένος μεγαλοϊδεατισμός μας. Ο ιδεατισμός αυτός πολλές φορές επιχειρείται να ταυτιστεί με τη μεγάλη ιδέα του Γένους, δηλαδή την επιδίωξη να ενταχθούν στον εθνικό κορμό όλοι οι αλύτρωτοι αδελφοί συν Έλληνες. Εξ αιτίας της σύγχυσης αυτής καταδικάζεται σήμερα κάθε προσπάθεια του παρελθόντος για μετατόπιση των συνόρων του νεοελληνικού κράτους ως επεκτατική και εθνικιστική ενέργεια.
Ο 19ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας έξαρσης του δυτικού εθνικισμού και της καλλιέργειας της ιδέας των αμιγών εθνικά κρατών. Ο εθνικισμός μεταδόθηκε ως ασθένεια στη Βαλκανική μέσω των δοτών βασιλικών οίκων με ανυπολόγιστες συνέπειες για τους λαούς της Βαλκανικής, λόγω των συρράξεων που προκάλεσε μεταξύ των κρατών. Τέλος προσέβαλε και την οθωμανική αυτοκρατορία, της οποίας το τέλος σημάδεψε η οργανωμένη γενοκτονία των χριστιανικών της πληθυσμών στο έδαφος της Μικράς Ασίας, αφού δεν πρόλαβε να εφαρμόσει το ίδιο σχέδιο και στη Βαλκανική, την οποία απώλεσε.
Ως αντίδραση προς τον εθνικισμό, ο οποίος αργότερα γέννησε τα τέρατα του φασισμού και του ναζισμού, ο κομμουνισμός, γέννημα της Δύσης κι αυτός, εξήγγειλε τον προλεταριακό διεθνισμό ως εγγύηση της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών. Υπό το πρίσμα της ιδεολογίας αυτής κάποιοι αποδέχθηκαν ότι η εθνική συνείδηση συνιστά εχθρό της ειρήνης και η καταπολέμηση της ιδέας του έθνους συνιστά φιλειρηνική δράση. Βέβαια ήταν αρκετή η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσσα» των Γερμανών κατά της ΕΣΣΔ, ώστε να ονομαστεί η θαυμαστή αντίσταση των Ρώσων, κατά βάση, ως μεγάλος πατριωτικός πόλεμος. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ πενήντα έτη αργότερα αποκάλυψε τον καταπιεσμένο πατριωτισμό των επί μέρους λαών που τη συγκροτούσαν, ο οποίος εκδηλώθηκε ως εθνικισμός, ακραίος σε ορισμένες περιπτώσεις, εθνικισμός, τον οποίο αξιοποίησαν στο έπακρο οι άκρως εθνικιστικές ΗΠΑ στην πολιτική τους κατά της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Στη γηρασμένη Ευρώπη τα παθήματα εκ του εθνικισμού έγιναν μαθήματα και άρχισε να πνέει νέος άνεμος μετά το 1950. Η ΕΟΚ αρχικά και η ΕΕ στη συνέχεια πρόβαλλαν ως η ελπίδα για την ειρηνική συνύπαρξη των ευρωπαϊκών λαών. Οι αρχικός στόχος ήταν η οικονομική συνεργασία του κεφαλαίου, το οποίο άρχισε να χάνει τα εθνικά χαρακτηριστικά και να μετατρέπεται σε πολυεθνικό, δηλαδή σε ανεθνικό. Στους λαούς που αγνοούσαν το άθλιο παιχνίδι των χρηματιστηρίων και των τραπεζών οι ιθύνοντες πουλούσαν το όραμα της οικονομικής ευημερίας με αντάλλαγμα την απομάκρυνση από την πατροπαράδοτη φιλοπατρία. Και αν αυτή ήταν ασθενική σε άλλους λαούς με βραχεία ιστορική μνήμη σε μας ήταν άκρως ανεπτυγμένη. Μάλιστα συντηρείτο με έμφαση από τους κρατούντες ως αντίδοτο στην επιρροή του κομμουνισμού. Το τρίπτυχο πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια απετέλεσε το κατ’ εξοχήν ιδεολόγημα της άρχουσας τάξης ως το 1974, οπότε αυτό εγκαταλείφθηκε με την απομάκρυνση από το προσκήνιο της ξενόφερτης χούντας και της υποκατάστασής της από ξενόφερτους πολιτικούς. Η άρχουσα τάξη, πολιτική και οικονομική ούτε αγάπησε ούτε πίστεψε στην πατρίδα, καθώς γνώριζε ότι η ισχύς της πηγάζει από τον ξένο παράγοντα, ο οποίος ρυθμίζει τα πράγματα στη χώρα μας. Αυτό το γνώριζε πολύ καλά η ρέπουσα προς τον μαρξισμό, από αντίδραση προς την αστική υποκρισία, διανόηση της χώρας. Και επειδή κάποια εκκλησιαστικά πρόσωπα προέβαλλαν ως διεκδικούντα εθναρχικό ρόλο για την Εκκλησία, χωρίς να έχουν το σθένος να διαχωρίσουν τη θέση τους από την άρχουσα αστική τάξη, η αντιπατριωτισμός έγινε με την πάροδο των ετών ταυτόσημος με την πολεμική κατά της Εκκλησίας του Χριστού, η οποία κηρύσσει την οικουμενικότητα, έννοια, την οποία δεν κατανοήσαμε σε βάθος ούτε οι ισχυριζόμενοι ότι αποτελούμε ενεργά μέλη της Εκκλησίας. Η αστική τάξη αξιοποίησε στο έπακρο την προεργασία της μαρξιστικής διανόησης στον χώρο της εκπαίδευσης. Το έδαφος μετά την απομάκρυνση της χούντας ήταν προσφορότατο για την πολεμική κατά της πατρίδος. Η πατρίδα βιάστηκε και όλοι αντί να στραφούν κατά των βιαστών στράφηκαν κατά της πατρίδος! Το πατριωτικό φρόνημα αμβλύνθηκε μέσα από τις επάλληλες αλλαγές στα εκπαιδευτικά προγράμματα, που κατέστησαν την εκπαίδευση εθνικά άχρωμη. Ήταν το πρώτο βήμα. Ακολούθησε το άλλο της ταύτισης των όρων πατριωτισμός και εθνικισμός με συνέπεια την ποινικοποίηση του πατριωτισμού. Σ΄ αυτό συνέβαλλαν και οι ακροδεξιές πολιτικές ομάδες, οι οποίες ακόμη και όταν κάνουν ορθές πολιτικές αναλύσεις στα εθνικά θέματα δέχονται επίθεση εκ μέρους των «προοδευτικών» δυνάμεων. Αποτέλεσμα αυτού είναι κάθε πατριώτης να σιωπά, όταν δεν θέλει να ταυτιστεί με τον πολιτικό αυτό χώρο. Τέλος, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου ο αστικός κόσμος εμφορούμενος από την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, επιχείρησε το τρίτο και τελευταίο κτύπημα κατά του έθνους. Αυτή τη φορά πρόβαλε ως αναγκαία την επανεγγραφή της ιστορίας. Ανυποψίαστοι ή προσκυνημένοι πρώην μαρξιστές και μαρξίζοντες που προωθήθηκαν στον πανεπιστιμιακό χώρο με τις ευλογίες της αστικής εξουσίας πρωτοστατούν στο εγχείρημα αυτό συνεπικουρούμενοι από πλήθος κληρονόμων της πάλαι ποτέ «εθνικοφροσύνης». Σήμερα ούτε η παραδοσιακή Δεξιά, πόσο μάλλον το «δημοκρατικό» κέντρο και οι «σοσιαλδημοκράτες» έχουν λόγους να φοβούνται το πολιτικό κόστος από την πολεμική τους κατά της πατρίδος. Πρόσφατα δικηγόρος, που είχε δηλώσει στο παρελθόν ελληνόφωνος Ευρωπαίος, διορίστηκε από την κυβέρνηση σε σημαντική θέση. Μη κυβερνητικές οργανώσεις ανθελληνικά δρώσες βρίσκουν εύκολα χρηματοδότηση. Το δόγμα της μειωμένης εθνικής κυριαρχίας προβάλλεται ως πολιτικός ρεαλισμός. Το δόγμα Νταβούτογλου προβάλλεται για να πεισθεί ο ελληνικός λαός ότι απειλούμαστε με νέα άλωση, ενώ είμαστε ήδη αλωμένοι από το δυτικό πνεύμα της υποτέλειας με αντάλλαγμα την οικονομική ευμάρεια, την οποία πλέον μας στερούν με μεθοδευμένα βήματα, που θα μας οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στη νέα φτώχια δίχως ελπίδα ανάκαμψης, αφού το χωρίς πατρίδα κεφάλαιο, συνεπικουρούμενο από αμετανόητους διεθνιστές μαρξιστικής χροιάς και πλήθος νεοεποχιτών της άρχουσας αστικής τάξης όλων των αποχρώσεων, που διχάζουν τον λαό, τον εκμαυλίζουν και τον κρατούν στις κομματικές στρούγκες απεργάζονται το τέλος των πατρίδων και των εθών. Θα καταφέρουν να επιτύχουν τον σκοπό τους; Πιστεύουμε πως όχι. Πέρα από την απληστία τους, που οδήγησε στην κατάρρευση του «ονείρου» μας στο τέλος της τριακονταετίας του, είναι και οι βαθειές ρίζες μας. Χιλιετίες πάλεψαν τα θεριά της γης να μας φάνε κι απόμεινε μαγιά. Είναι δυνατό να τα λησμονήσουμε όλα, επειδή κάποιοι «πανεπιστημιακοί» με την απλόχερη χρηματοδότηση του Σόρος και άλλων κέντρων στην υπηρεσία της «αλήθειας» θέλουν να μας ξεστραβώσουν; Βέβαια πρέπει και ο λαός να συνειδητοποιήσει τα λάθη που διέπραξε. Όταν αδιαμαρτύρητα αποδέχεται το λεχθέν ότι τα «φάγαμε όλοι μαζί», δέχεται ότι όλοι μαζί ξεχαρβαλώσαμε αυτή τη δύσμοιρη πατρίδα μας! Όλοι μαζί;
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»