Ο καλλιτεχνικός σταθμός της εβδομάδας είναι το Παρίσι των αρχών του 20ου αιώνα, όπου το 1905 εμφανίζεται μια ομάδα νέων ζωγράφων γνωστοί ως Φοβ (Le Fauves) δηλαδή «Άγρια θηρία». Ηγέτης της ομάδας υπήρξε ο Ανρί Ματίς από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν 60 χρόνια τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου.
Ο Ματίς αφού ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Νομική, την εγκαταλείπει και μεταβαίνει το 1891 στο Παρίσι σε ηλικία 22 χρονών ώστε να σπουδάσει ζωγραφική. Το έργο του είναι μια προσπάθεια ανανέωσης των εικαστικών εκφραστικών μέσων, η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την τέχνη του 20ου αιώνα. Στόχος του είναι αφενός να ξαναβρεθεί το περίγραμμα των αντικειμένων, κάτι το οποίο είχε παραγκωνιστεί από τους ιμπρεσιονιστές και μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους και αφετέρου να περιοριστεί ο ρόλος του φωτός. Η μέθοδος που ακολουθεί ονομάζεται «ύφος επιφάνειας». Ακριβώς επειδή οι μορφές ζουν εντελώς στην επιφάνεια, εμφανίζονται με τα πιο ουσιαστικά γνωρίσματά τους, το περίγραμμά τους είναι σαφές και έντονο και τα χρώματα, απλά με δροσιά και λάμψη. Ο ίδιος αναφέρει πως: «Όταν κανείς απομακρύνεται από την κατά γράμμα έκθεση της Φύσης φτάνει σε υψηλότερη ομορφιά και μεγαλείο. Το όνειρο μου είναι μια τέχνη γεμάτη ισορροπία, καθαρότητα και ησυχία, χωρίς αντικείμενα που να φέρουν ταραχή ή να τραβούν την προσοχή με αξιώσεις».
Ο Ματίς γνωρίζει την αιγυπτιακή, την ελληνική και την ανατολική τέχνη και καταλήγει στο συμπέρασμα πως εγκαταλείποντας τη σχολαστική αναπαράσταση της κίνησης μπορεί κανείς να φτάσει σε ένα «ανώτερο ιδανικό ομορφιάς». Το «ανώτερο ιδανικό» του βρίσκει αναφορές στις ελληνικές αρετές της γαλήνης και της αρμονίας. «Οι Έλληνες είναι επίσης ήρεμοι. Θα παραστήσουν ένα δισκοβόλο τη στιγμή που συγκεντρώνει τις δυνάμεις του πριν την προσπάθεια. Αλλιώς για να παραστήσει στην πιο έντονη και προσωρινή στάση που περιλαμβάνει η κίνησή του, ο γλύπτης θα περιορίσει και θα συμπυκνώσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία και να δίνεται η εντύπωση της διάρκειας. Η κίνηση αυτή είναι ασταθής και δεν ταιριάζει σε κάτι τόσο σταθερό όσο ένα άγαλμα, εκτός και αν ο καλλιτέχνης έχει συλλάβει ολόκληρη την κίνηση αλλά παρουσιάζει μόνο μια στιγμή της».
Ο πετυχημένος τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει τις απόψεις του στον καμβά τον αναδεικνύει ως μια ηγετική φυσιογνωμία της τέχνης του 20ου αιώνα. Αν και είναι εκρηκτική προσωπικότητα και τα έργα του ανοίγουν νέους δρόμους στην τέχνη, δεν υπογράφει κάποια διακήρυξη, δεν διατυπώνει καμιά πολιτική θέση στα κείμενά του και συνεργάζεται με τους καλύτερους γκαλερίστες της εποχής, τους Μπέρτ Βάιλ και Αμπρουάζ Βολάρ.
Στον πίνακα Η χαρά της ζωής αποτυπώνονται οι αισθητικές αναζητήσεις του γύρω από το χρώμα και το περίγραμμα των μορφών. Το έργο αναδεικνύει τον αισθησιασμό του γυναικείου σώματος, αξιοποιώντας στοιχεία από το έργο του Γκογκέν και κατ’ επέκταση από την αφρικανική γλυπτική, τονίζοντας τα καμπυλόγραμμα θέματα σε συνδυασμό με τα πλούσια και έντονα χρώματα. Ο πίνακας αυτός είναι το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο έργο που είχε συνθέσει μέχρι τότε. Είναι η πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε τέτοια κλίμακα πλακάτα επίπεδα καθαρού χρώματος χωρίς διαμόρφωση τόνων και με συγκρουόμενα βασικών χρωμάτων. Επίσης, είναι η πρώτη φορά σχεδιάζονται τόσο παχιά περιγράμματα και αποδομούνται οι μορφές. Τα σώματα μοιάζουν να «λιώνουν» μεταξύ τους. Ο Ματίς θέλει να σπάσει τη δυτική ζωγραφική παράδοση με το έργο αυτό. Για τους ιστορικούς τέχνης Η χαρά της ζωής συνιστά πατροκτονία στα επίπεδα της μορφής του θέματος και του ύφους. Ο πίνακας ανατρέπει οριστικά την μέχρι τότε εξουσία του ακαδημαϊσμού. Ωστόσο ο Ματίς προειδοποιεί πως αυτός που σκοτώνει τον συμβολικό πατέρα μένει χωρίς καθοδήγηση και πρέπει διαρκώς να επινοεί την ίδια του την τέχνη προκειμένου να την διατηρεί στη ζωή