Το Κόλντερε ήταν ένα πλούσιο πεδινό χωριό μέσα στο μεγάλο κάμπο του Κασαμπά, στη Σμύρνη.
Δημιουργήθηκε με την εγκατάσταση ελληνικών οικογενειών από τη Μάνη, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη.
Το Κόλντερε στο τέλος του 19ου αιώνα είχε πληθυσμό 2.000 κατοίκους, που ασχολούνταν με την καλλιέργεια δημητριακών και ιδιαίτερα με την καπνοκαλλιέργεια.
Μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 στην περιοχή της Σμύρνης τα καπνά εισάγονταν από τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Στα μέσα όμως του 19ου αιώνα οι Κολτεριώτες άρχισαν να καλλιεργούν τα περίφημα καπνά της Σμύρνης και να τα πουλούν μαζί με τους άλλους μικρασιάτες Έλληνες στη γαλλική εταιρία Régie des tabacs, που είχε και το μονοπώλιο των καπνών στην Τουρκία.
Οι Κολτεριώτες, πολλοί καλοί καπνοπαραγωγοί, γνώριζαν όλες τις μεθόδους καλλιέργειας, επεξεργασίας και εμπορίας του καπνού. Πολλοί από αυτούς ασχολήθηκαν με την λαθρεμπορία του καπνού με το ΄΄Κοντραμπάντο ΄΄ ,όπως ονομαζότανε, που άκμασε ιδιαίτερα στην περιοχή της Σμύρνης και του Αϊβαλιού.. Οι λαθρέμποροι ΄΄κοντραμπατζήδες΄΄ ,όπως ήταν γνωστοί εκείνα τα χρόνια, ήταν τα μυθικά πρόσωπα της εποχής, γιατί κινούμενοι στην παρανομία των νόμων της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν συμπαθείς στους Έλληνες .
Η παράνομη διακίνηση του καπνού στερούσε από την τουρκική διοίκηση πολλούς πόρους και γι αυτό το λόγο προσπαθούσε να καταδιώξει τους ισχυρούς κοντραμπατζήδες ή να τους κάνει συνεργάτες της ενσωματώνοντάς τους στην τουρκική αστυνομία.
Ένας τέτοιος ρωμιός κοντραμπατζής, ο Βασιλαράς, από το Κόλντερε, είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος για τις τουρκικές αρχές. Ο Βασιλαράς με τους άνδρες του, όταν επρόκειτο να μεταφέρει μεγάλες ποσότητες καπνού στα λιμάνια της Σμύρνης ή τα παραδώσει στους λαθρέμπορους, περνούσε προκλητικά από την τουρκική αστυνομία, τους περικύκλωνε και τους πυροβολούσε με σκοπό να τους απασχολήσει για το χρονικό διάστημα, που θα μεταφέρονταν ο λαθραίος καπνός στον προορισμό του.
Πολλές φορές, όταν συναντιόταν με τους τούρκους ζαπτιέδες, τους φώναζε το όνομά του, και αυτοί αντί να τον πολεμήσουν έκαναν τα στραβά μάτια για να περάσει.
Ήταν άριστος σκοπευτής και πολεμιστής. Το μεγάλο του προσόν όμως ήταν η γενναιότητά του, απέναντι στους Τούρκους.
Ο Βασιλαράς ήταν ένα όμορφο και δυνατό παλικάρι και οι Τούρκοι θέλοντας να απαλλαγούν απ’ αυτόν αναγκάστηκαν να του στήσουν παγίδα με σκοπό τον θάνατό του.
Για τον σκοπό αυτό συνεργάστηκαν μ’ έναν τούρκο λαθρέμπορο βάζοντάς τον να πουλήσει τον καπνό του στα λημέρια του Βασιλαρά. Ο Βασιλαράς τότε πήρε το άλογό του και έτρεξε ξοπίσω του να τον σταματήσει .
Περιφρονώντας τελείως τον τούρκο ανταγωνιστή του, τον καμτζίκωνε πάνω από το άλογο φωνάζοντας τον να γυρίσει πίσω. Αυτός τον παρακαλούσε , αλλά ο Βασιλαράς εξακολουθούσε να τον απειλεί. Τότε ο Τούρκος ενώ προσποιήθηκε ότι θα γυρίσει πίσω .. άφησε τον Βασιλαρά να τον προσπεράσει και τον σκότωσε πισώπλατα ..
Την άλλη ημέρα οι τούρκοι ντελάληδες διαλάλησαν το θάνατο του Βασιλαρά . Οι τούρκοι χάρηκαν αλλά στους Έλληνες έπεσε μεγάλος πόνος, γιατί ο Κολτεριώτης υπεράσπιζε πάντα τα δίκαια των Ελλήνων . Η γυναίκα του, η Βαγγελία, έκοψε τα μαλλιά της και τα γέμισε με στάχτη. Στην κηδεία προσέτρεξαν όλοι οι Έλληνες από γύρω ελληνικά χωριά και τον έκλαψαν
Αργότερα οι Κολτεριώτες τον ηρωοποίησαν και του έβγαλαν το παρακάτω τραγούδι:
Βασιλαρά, Βασιλαρά, πού ‘χεις στα πόδια σου φτερά,
Βασιλαρά, Βασιλαρά, σε τρέμει όλη η τουρκιά.
Βαρέσαν το Βασιλαρά, το πρώτο παλικάρι,
που είχε λιονταριού καρδιά και τ’ αετού τη χάρη.
Η γυναίκα του Βασιλαρά, η Βαγγελιώ Σακκάκου, από το Κόλντερε, μετά από λίγο καιρό πέθανε από τη στεναχώρια της. Ο θρύλος όμως του Βασιλαρά έμεινε ζωντανός στους Κολτεριώτες, που, όταν έβγαζαν κανένα παλικάρι, το ονόμαζαν Βασιλαρά….
Υ.Γ. Την Ιστορία του Βασιλαρά και το τραγούδι του, μου το αφηγήθηκε ο κολτεριώτης Σακκάκος Νίκος, εγγονός από τον αδελφό της γυναίκας του Βασιλαρά.