Ο Αριστοτέλης Ζάχος συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο επιφανών αρχιτεκτόνων της νεότερης Ελλάδας. Κατάγονταν από τη μεγάλη οικογένεια των Ζαχαίων της Σιάτιστας και γεννήθηκε στην Καστοριά το έτος 1879. Μακεδόνας όπως ήταν είχε μέσα στο αίμα του την κληρονομιά της γραμμής Βυζαντινής και στη συνέχεια της Βορειοελλαδίτικης αρχιτεκτονικής. Αλλά η έρευνα της λαϊκής αρχιτεκτονικής, που άρχισε ο Ζάχος, μας έφερε σε γνωριμία με όλα τα αντικείμενα του λαϊκού μας πολιτισμού. Και η αιτία δεν ήταν μόνο πως γνωρίσαμε το σπίτι, την κυψέλη της λαϊκής χειροτεχνίας. Ήταν η γενικότης και το πλήθος των γνώσεων που είχεν ο Ζάχος στη λαϊκή τέχνη. Την έκλεισε ολόκληρη μέσα στο ενδιαφέρον του και στο φανατισμό του. Με τη γνώση που είχε των πιο παραμικρών έργων του λαού, ο άνθρωπος αυτός ήταν ζωντανό μουσείο, το λαϊκό μας μουσείο. Στην πρώτη λαϊκή εκκλησία που θα συναντούσαμε μαζί του γινόταν ερμηνευτής. Το μάτι του, το χέρι του, η σκέψη του χάϊδευαν τα ταπεινά καντηλέρια και τα ξυλόγλυφα με στοργή και γνώση μοναδική.
Ο φανατισμός του Ζάχου για τη λαϊκή τέχνη δεν ήταν μια αισθητική συμπάθεια, μια ευαισθησία για τα έργα της λαϊκής αφέλειας. Ήταν το συναίσθημα του αρχιτεκτοποιημένο. Στο παραμικρότερο λαϊκό έργο, έβλεπε το σπίτι. Με την αναγωγή αυτή κάθε χειροτέχνημα του λαού έμπαινε στη θέση του, ερχόταν από την πηγή του. Με τη λαϊκή τέχνη είδεν αμέσως ολόκληρο το λαό τοποθετημένο στο συνολικότερο βιοτεχνικό του έργο, στην κατοικία, και έμαθε και τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
Μελετώντας γράφει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου την αρχιτεκτονική του λαού βρήκε τη σοφία στη γραφικότητα, τον πρακτικό σκοπό στη μορφή. Μας έδειξε το γιατί και το πώς της Λαϊκής οικοδομής. Και τότε μπορέσαμε να τοποθετήσουμε το Ρωμηό μέσα στο σπίτι του. Τότε τον είδαμε να κανονίζει τους λογαριασμούς του με τη φύση, την κοινωνία, τη ζωή και την παράδοση.
Πολλοί γνωρίζοντας το φανατισμό του, θα πιστέψουν πως ο αντικειμενικός του σκοπός ήταν να αναπαριστάνει και να ξαναζωντανεύει το λαϊκό και το Βυζαντινό ρυθμό. Το να στενέψουμε όμως εκεί τη φιλοδοξία του θα ήταν αδίκημα για ένα αρχιτέκτονα και ένα πρακτικό νου σαν το Ζάχο.
Ο διαπρεπής αυτός τεχνικός επιστήμονας προικισμένος με αρχαιολογικό αισθητήριο και καλλιτεχνική διαίσθηση, είναι ο πρωτομάστορας για την αναστύλωση του Ναού του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, μετά την μεγάλη πυρκαϊά της Θεσσαλονίκης το έτος 1917.
Σπούδασε στη Γερμανία και η αξία του φαίνεται από το γεγονός ότι μόλις τελείωσε τις σπουδές του τον δέχτηκαν οι Γερμανοί επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια σαν διευθυντή των δημοσίων έργων της Βάδης. Γύρισε στην Ελλάδα το έτος 1913 και ανέλαβε τη διεύθυνση σχεδίου πόλεων της Μακεδονίας. Το 1915 – 1917 διετέλεσε διευθυντής τεχνικών υπηρεσιών ου Δήμου Αθηναίων. Έτσι ο Αριστοτέλης Ζάχος επιβλήθηκε σαν Βυζαντινολόγος αρχιτέκτονας και απέκτησε διεθνή φήμη. Έργα θαυμάσια Βυζαντινής τέχνης του διαπρεπή αυτού επιστήμονα και καλλιτέχνη είναι τρεις Εκκλησίες στο Βόλο, η παλαιοχριστιανικού ρυθμού του Αγίου Κων/νου, η του Αγίου Νικολάου, όπου έχει ενσαρκώσει όλο το νόημα της δημιουργίας κυρίως βυζαντινής περιόδου και της Αναλήψεως, στην οποία κατόρθωσε να προσδώσει όλη τη γοητεία της τέχνης των παλαιολόγων.
Επίσης μεγάλη αρχιτεκτονικής αξίας είναι και ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Δημητρίου Σιάτιστας, σχέδια του οποίου υπάρχουν σήμερα στη Σιάτιστα. Ακόμα σπουδαίο έργο του Ζάχου είναι και η Εκκλησία της Κορίνθου.
Αλλά ο Αριστοτέλης Ζάχος έμεινε γνωστός και για τρία ναϊδρια, του Αγίου Στυλιανού, του Άσυλου του παιδιού στην Θεσ/νίκη, του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα και του Αρσάκειου στο ψυχικό. Και τα τρία αυτά ναϊδρια θεωρούνται κομψοτεχνήματα Βυζαντινής τέχνης. Από το 1926 ανέλαβε το μεγάλο έργο της αναστυλώσεως του Αγίου Δημητρίου Θες/νίκης.
Δημοσίευσε μελέτες σε ελληνικά και γερμανικά περιοδικά περί των Βυζαντινών μνημείων της Γορτυνίας, περί βυζαντινού βημοθύρου κ.α. Πέθανε πρόωρα το έτος 1939 και την εργασία του την συνέχισαν άλλοι. Τα έργα του Ζάχου που είναι αθάνατες εκφράσεις της μεγαλοφυΐας του θα τον θυμίζουν ανά τους αιώνες.
Παρακάτω παραθέτω και ένα περιστατικό για τον Αριστοτέλη Ζάχο, που το δημοσίευσε ο αείμνηστος συμπατριώτης μας Νικόλαος Σφενδόνης στο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» του έτους 1968:
Κάλεσε η κυβέρνηση το Ζάχο προπολεμικά, να διαρρυθμίσει ένα χώρο σε πάρκο. Ο Ζάχος είδε στην άκρη του χώρου αυτού ένα σπίτι μέσα σε δενδρόφυτο χώρο 3-4 στρεμμάτων.
-Μα εδώ βλέπω ένα δημιούργημα ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Τι θα γίνει αυτό;
-Μα θα το απαλλοτριώσουμε. Θα του δώσουμε αποζημίωση.
-Τον ρωτήσατε αυτόν τον άνθρωπο και δέχτηκε να τον σβήσετε ως δημιουργό ενός καλού κτήματος;
-Τον ρωτήσαμε και δεν δέχεται. Θα το απαλλοτριώσουμε.
-Ε, τότε εγώ δεν αναλαμβάνω να τον ξεριζώσω. Να το κάνετε το πάρκο μικρότερο κατά 4 στρέμματα.
-Μα η αμοιβή σας είναι 300.000 δραχ. για το γενικό σχέδιο.
-Δεν τις θέλω. Ας τις πάρει ο άλλος. Εγώ τέτοια αδικία στον άνθρωπο δεν την κάνω.
Το ξανασκέφτηκε η αρμόδια υπηρεσία, είδε ότι είχε δίκαιο ο Ζάχος και μια που ήταν στην άκρη του χώρου το κτήμα, το άφηκαν σώο. Τότε ο Ζάχος ανέλαβε το σχέδιο.
Ανώτερος από χρήματα; αν και φτωχός, ο Ζάχος δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια για να αποκτήσει. Αν διατηρούσε συστηματικό αρχιτεκτονικό γραφείο, με την εκτίμηση που είχε και τις δυνατές συμπάθειες και φιλίες θα είχε κάμει πολλά χρήματα.
Ό,τι όμως έδωσε ο Ζάχος έχει τη σφραγίδα της μεγάλης δημιουργικής πνοής, δεν είναι άψυχο συναρμολόγημα από τεχνικά στοιχεία. Τα σπίτια, τα σχολεία, τα σχέδια πόλεων, οι εκκλησίες, εκτός από την πνοή του δημιουργού, τα διακρίνει και ασυνήθιστη τεχνική εντέλεια στις λεπτομέρειες.
Ο μεγάλος πλούτος των γνώσεων, ο ζωντανός και παραστατικός τρόπος που τις μετέδιδε, η πρωτοτυπία των σκέψεών του, τόσο στις μεγάλες γραμμές των τεχνικών και αισθητικών ζητημάτων, όσο και στις λεπτομέρειες, η μεγάλη πίστη που τον εφλόγιζε, προώριζαν το Ζάχο για εμπνευσμένο καθοδηγητή της νεολαίας.
Από τις πολλές νεκρολογίες που γράφτηκαν για το Ζάχο, αποσπώ εκείνη που έγραψε ο μεγάλος τεχνοκρίτης Ζαχαρίας Παπαντωνίου «Ο Τάφος του Αριστοτέλη Ζάχου έπρεπε να είναι μέσα στο Ναό του Αγίου Δημητρίου της Θες/νίκης. Σ’ αυτό το αρχιτεκτόνημα του Ζάχου, σ’ αυτή τη στιβαρή θρησκευτική αρμονία, εκεί άξιζε να κηδεύσουμε τον πρωτομάστορα».
Γεώργιος Μ. Μπόντας
Τέως Δ/ντής της Μανουσείου Δημόσιας
Βιβλιοθήκης Σιάτιστας – Λαογράφος