«Μην περιμένετε ότι, αν εκλεγεί το SPD (το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα), θα αρχίσει να βρέχει χρήμα πάνω από την Ελλάδα». Τάδε έφη ο Χάνες Σβόμποντα, σοσιαλδημοκράτης Αυστριακός πολιτικός, επικεφαλής της σοσιαλιστικής ομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο και η δήλωση του υπάρχει σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Καθημερινή της Κυριακής (15/9/2013).
Όπως και αν δει κανείς αυτή τη φράση του Αυστριακού πολιτικού, είτε, δηλαδή, ως κυνική, είτε ως χιουμοριστική, η ουσία παραμένει η ίδια. Οι ξένοι γνωρίζουν άριστα ορισμένα βασικά στοιχεία του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και λειτουργούμε. Ξέρουν πως ένα απ΄ αυτά είναι και η εμμονή μας να δημιουργούμε το δίπολο «καλού και κακού» σε κάθε περίπτωση, παρότι έχει αποδειχθεί και ιστορικά πως αυτό ισχύει μόνο στα παραμύθια. Στην πραγματική ζωή όμως, οι έννοιες «καλός», ή «κακός» είναι σχετικές και το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται τόσο από τον τρόπο με τον οποίο βλέπει κανείς τα πράγματα, όσο και από το τι επιδιώκει ή στοχεύει.
Η εμμονή μας αυτή φαίνεται να λειτουργεί, ως ένα βαθμό, και στην περίπτωση των εκλογών στη Γερμανία (στις 22/9), καθώς δεν είναι και λίγοι όσοι πιστεύουν πως αν αντί για τη μισητή Μέρκελ και τους Χριστιανοδημοκράτες εκλεγούν οι Σοσιαλδημοκράτες, τότε δεν αποκλείεται η κατάσταση να βελτιωθεί για μας. Κι αν δεν περιμένουν πως «θα αρχίσει να βρέχει χρήμα», σίγουρα ελπίζουν σε πιο ελαστική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος και φυσικά καλύτερη και περισσότερη στήριξη. Κοντολογίς, στους μεν αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του «κακού» και στους δε αυτός του «καλού», αλλά ξεχνιέται, σκόπιμα ή λόγω αφέλειας, πως και οι δύο είναι Γερμανοί, οπότε το πρώτο για το οποίο θα φροντίσουν είναι τα συμφέροντα της χώρας τους. Και απ΄ όσα λένε τα μέχρι στιγμής στοιχεία η Γερμανία είναι κερδισμένη, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, απ΄ την κρίση στην Ελλάδα.
Η εμμονή αυτή εξηγείται αφού φαίνεται να είναι εγγεγραμμένη στο εθνικό μας DNA, κάτι για το οποίο συνηγορούν συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα. Όπως, για παράδειγμα, το γεγονός πως παλιότερα βγήκαμε μέχρι και στους δρόμους πανηγυρίζοντας για την εκλογή Αμερικανού Προέδρου, προσδοκώντας πολλά και διάφορα απ΄ τη θητεία του για να διαψευστούμε οικτρά πολύ σύντομα, χωρίς βέβαια να είναι αυτή η μοναδική περίπτωση εθνικής φαντασίωσης για τον «καλό και, κυρίως, φιλέλληνα, ηγέτη ξένης χώρας», αλλά μια απ΄ τις πολλές. Δεν δικαιολογείται, όμως, ειδικά σήμερα όταν είναι πολύ πρόσφατη η απογοήτευση που λάβαμε από έναν άλλο ξένο ηγέτη, το Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ.
Ποιος δεν θυμάται ότι μόλις 16 μήνες πριν η εκλογή Ολάντ δεν δημιουργούσε προσδοκίες αλλαγής του κλίματος στην Ευρώπη και της χαλάρωσης της σκληρής και άτεγκτης δημοσιονομικής προσαρμογής που ΄χαν επιβάλει οι Γερμανοί, όχι μόνο σε όσους ανήκουν στον κεντροαριστερό χώρο, αλλά σε όλους;
Στην πορεία ο «καλός Ολάντ» που θα έβαζε το τρένο της Ενωμένης Ευρώπης στις ράγες της ανάπτυξης με προορισμό μια νέα ευημερία, χάθηκε πολύ γρήγορα αφήνοντας μας μόνους, έρημους και ορφανούς να παλεύουμε όχι με έναν, αλλά με πολλούς «κακούς».
Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Είναι όμως τραγικό να το επαναλαμβάνουμε, προτάσσοντας πάντοτε τις εμμονές μας, αντί να πασχίζουμε να διαμορφώσουμε μια δική μας σοβαρή πρόταση και μια δική μας εφικτή λύση, τις οποίες θα μπορέσουμε ύστερα να παλέψουμε απέναντι και στους πιο κακούς ξένους. Γιατί και οι… χειρότεροι των κακών σε υπολογίζουν πολύ περισσότερο όταν ξέρεις τι θέλεις και είσαι αποφασισμένος.