Γράφει η Χρυσάνθη
Νικολαϊδου- Θραψανιωτάκη
Καθηγήτρια – Φιλόλογος
Όλα έδειχναν εις αυτή την ευρωπαϊκή χώρα ότι μάλλον επήγαιναν καλά. Άρχισε να ησυχάζει ο λαός και να λειτουργεί ομαλά το κράτος.
Το όνειρό τους για ελευθερία είχε γίνει επιτέλους σχεδόν πραγματικότητα. Διότι είχαν ήδη ανατρέψει το ξενόδουλο καθεστώς του Κομμουνιστικού Ολοκληρωτισμού.
Η Ουγγαρία είχε πλέον ανακηρυχθεί ανεξάρτητη και ουδέτερη σοσιαλιστική δημοκρατία. Είχε αποχωρήσει από το σύμφωνο της Βαρσοβίας, εκείνο το πρόσχημα της ρωσικής αποικιοκρατίας. Και είχε ζητήσει από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και από τις τέσσερες μεγάλες δυνάμεις, να εγγυηθούν την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της. Ακόμη και οι Ρώσοι είχαν επίσημα αναγνωρίσει το νέο καθεστώς. Είχαν δεχθεί να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Ουγγρικό έδαφος.
Όμως δεν πρόφθασε να περάσει πολύς καιρός. Μόλις 11 ημέρες είχαν περάσει από τις διεθνείς εκείνες συμφωνίες και την 4η Νοεμβρίου του 1956 οι Ρώσοι κτύπησαν με πρωτοφανή αγριότητα και εντελώς ξαφνικά και ακαριαία.
Επτά χιλιάδες τανκς και 200.000 στρατός όρμησαν στις 4 τα ξημερώματα να πνίξουν στο αίμα την μαγεμένη, από χαρά της ανακτημένης ανεξαρτησίας της, χώρα των Μαγυάρων.
Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν στην Βουδαπέστη, θα έλεγε κανείς πως ήσαν παρμένες από τα οράματα της «Δευτέρας Παρουσίας». Ένας πύρινος ποταμός τύλιξε την πολιτεία στις φλόγες. Το κέντρο της πόλεως ισοπεδώθηκε κυριολεκτικά. Μογγόλοι, αγριάνθρωποι μισθοφόροι είχαν πλημμυρίσει την κεντροευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Έριχναν γύρω τους.. παγωμένα βλέμματα και τα πολυβόλα τους ξερνούσαν φωτιά εναντίον κάθε κινουμένου όντος ή πράγματος που θα έπεφτε εις την αντίληψή τους.
Οι Ούγγροι αιφνιδιασμένοι, ακέφαλοι, σχεδόν άοπλοι, πολέμησαν έτσι όπως μόνον οι απελπισμένοι ξέρουν να πολεμούν.
Η Βουδαπέστη έμεινε σκελετός του ίδιου του εαυτού της… Γέμισε από τάφους εφήβων που έπεσαν εις τους δρόμους, τις πλατείες, στα κέντρα διασκέδασής τους, πίσω από οδοφράγματα που στήθηκαν δια την προφύλαξή τους.
Ολόκληρη η χώρα ένα ατελείωτο πεδίο μάχης. Ένα απέραντο θυσιαστήριο. Το έθνος των Μαγυάρων καιόταν στον πυρετό του, αδελφωμένο με τον θάνατο. Ακατάπαυστα πολεμούσαν οι Ούγγροι πολίτες για πολλές ημέρες. Τελευταίο οχυρό τους απέμεινε το Τσεπί. Η μεγάλη εργατική γειτονιά της Βουδαπέστης. Εκεί στα μεγάλα εργοστάσια δουλεύουν 50.000 εργάτες που ζουν ολόγυρα με τις οικογένειές τους. Αυτοί αποτελούσαν άλλοτε το «Κόκκινο Τσέπεν». Και αυτοί τώρα πολέμησαν ως τελευταίοι πρόμαχοι της ελευθερίας, τον Ρώσο εισβολέα.
Το βαρύ πυροβολικό του Ρώσου Στρατηγού Κουρμένιγκ δεν άφησε τίποτε όρθιο στην εργατική καρδιά της Ουγγαρίας: Σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία, εργοστάσια, όλα κατέρρευσαν.
Σαράντα πέντε χιλιάδες Ούγγροι έδωσαν την ζωή τους δια την σωτηρία της χώρας τους. Δεκατέσσερις χιλιάδες ήσαν οι Ρώσοι που σκοτώθηκαν.
Η ουγγρική τραγωδία έμεινε στην ιστορία ως ένα μεγάλο σημάδι που καταδεικνύει τι σημαίνει Κομμουνισμός και πως δρα με την πρώτη ευκαιρία αδίστακτα και αλύπητα κατά των λαών. Όμως εκείνο το κτύπημα ήταν και η αρχή του τέλους του, διότι δεν μπόρεσε πια να ξαναβρεί τον πραγματικό εαυτόν του, καθώς το φοβερό οικοδόμημά του.. ράγισε οριστικά. Ενώ απεδείχθη ότι απλώς είναι το προπέτασμα ενός κυνικού ιμπεριαλισμού.
Η Ρωσική εισβολή της 4ης Νοεμβρίου 1956 απεκάλυψε βασικές αλήθειες: Ότι η Ρωσία είναι μία δύναμη ωμά αποικιοκρατική και τρομερά επιθετική.
Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που η Δύση συνεχώς την παρακολουθεί και συχνά την αποκρούει.