Εάν δεν μας χρηματοδοτούσαν και δεν μας εδάνειζαν, θα λέγαμε ότι ποτέ δεν μας βοήθησαν, θα τους κακολογούσαμε, θα τους μισούσαμε και θα τους βλέπαμε σαν εχθρούς.
Τώρα, αφού μας προμήθευσαν δημοσιονομικά και ιδιωτικά (επαγγελματικά, αγροτικά, υγειονομικά κ.λ.π.) με τεράστια οικονομικά κονδύλια, αμέσως μόλις χορτάσαμε, ξεσηκωθήκαμε όλοι εναντίον τους.
Γιατί; Διότι μας ζητούν να εξοφλήσουμε τα χρέη μας. Να επιστρέψουμε δηλαδή όχι τίποτε άλλο, όχι τις δωρεάν βοήθειες.
Απλώς να επιστρέψουμε τα δανεικά που πήραμε. Και επειδή βλέπουν οι σώφρονες Ευρωπαίοι ότι δυσκολευόμαστε να τους ξεχρεώσουμε, ενώ παράλληλα οι σπατάλες μας και οι απαιτήσεις μας συνεχίζονται, αναγκάσθηκαν να μας προτείνουν ή ακόμη και να μας επιβάλλουν να μπούμε εις κάποια τάξη, με το Μνημόνιο που μας επρότειναν να υπογράψουμε. Προκειμένου να τα επιτύχουμε διά να προλάβουμε τα χειρότερα, μας συνέστησαν να λάβουμε ορισμένα μέτρα, με αυτόν τον τρόπο.
Αυτό είναι που επωμίσθηκε, βέβαια ο υπεύθυνος σήμερα Πρωθυπουργός της χώρας. Ο οποίος ούτε ποτέ δανείσθηκε, ούτε ποτέ εισέπραξε κάποια σχετική βοήθεια εις το παρελθόν.
Αυτοί που εισέπραξαν. Αυτοί που δανείσθηκαν. Αυτοί που εσπατάλησαν και ασυλλόγιστα δημιούργησαν την παρούσα οικονομική και κοινωνική θλιβερή κατάσταση παραιτήθηκαν, έφυγαν, δραπέτευσαν. Διατί τώρα αδιάντροπα ξεσηκώθηκαν κατά του Μνημονίου;
Ο λαός γνωρίζει τι έγινε. Τα είδε και τα έζησε όλα. Τώρα τι ζητά; Και διά ποίο λόγο ωρύεται και επαναστατεί;
Ακούει και παρακολουθεί τους τσαρλατάνους της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου και του Τύπου;
Αυτοί, εκτός ελαχίστων, έχουν αφιερώσει την ζωή τους εις το αίσχος και την κακοήθεια.
Αυτοί πάντοτε είναι η μεγάλη πληγή του έθνους.
Αυτοί είναι που ενώ παρουσιάζονται ως πατριώτες και εθνολάτρες, εις την πραγματικότητα… βουλιάζουν την χώρα και τον λαό της, τον οποίον κακώς πληροφορούν και διαστρεβλωτικά διδάσκουν.
Μία τέτοια γερμανική, εφημερίδα και ο εκδότης της, που δεν γνωρίζουμε αν, και κατά ποίο ποσοστό είναι μπερδεμένος με το δικό μας εδώ, ακάθαρτο δημοσιογραφικό αίμα, έγραψε μία μπαρούφα: «Αν θέλουν λεφτά οι Έλληνες, ας μας πουλήσουν την Ακρόπολη», όπου όμως εξέφραζε την πικρία του Γερμανικού ταλαίπωρου λαού.
Ε, αυτό ήταν. Αυτό γύρευαν οι πράκτορες του κακού εδώ, να ακούσουν ή να διαβάσουν, δια να ξεκινήσουν τις υβρεολογίες τους κατά του επίσημου Γερμανικού Κράτους.
Κατά της Γερμανικής Κυβέρνησης και κατ’ επέκταση κατά ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία στάθηκε, μετά την Αμερική, και απεδείχθη η καλύτερη προστάτης μας όλων των τελευταίων αρκετών ετών.
Αυτές οι ατιμίες μας, ως λαού, είναι που μας εξευτελίζουν, μας μειώνουν, μας μηδενίζουν εις τα ευγενή και καλοπροαίρετα μάτια όλων των Ευρωπαίων Σκεπτικιστών. Οι οποίοι, με την ανεκτική, αξιοπρεπή και υπομονητική τους στάση, προσπαθούν να μας συμμορφώσουν, να μας διδάξουν, να μας δείξουν ποίος είναι ο σωστός δρόμος τον οποίο οφείλουμε ως συνδεδεμένο πλέον ευρωπαϊκό κράτος να ακολουθήσουμε.
Βεβαίως η διορατική μοίρα της Ελλάδας εδιάλεξε τον κατάλληλο Πολιτικό που θα μπορούσε αναντίρρητα να φορτωθεί ακοστολόγητα όλο αυτό το βάρος της κατακραυγής ενός ανώριμου δημοκρατικά, ημιμαθή και αχάριστου πάντοτε λαού. Ο οποίος πολλές φορές, αδυνατεί να διακρίνει το ωφέλιμο από το ανωφελές, το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο.
Έτσι έμαθε. Ή μάλλον έτσι τον εδίδαξαν. Ποίοι; Οι διάφοροι αδιαφώτιστοι και ανεκπαίδευτοι γονείς. Οι αδιάκριτοι και εθνικά ανεύθυνοι εκπαιδευτές και πολλοί Πανεπιστημιακοί και Θρησκευτικοί Πολιτευτές!
Έτσι, όλοι μαζί, και ο καθένας χωριστά, με τον δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο προσπαθούμε να βουλιάξουμε κυριολεκτικά αυτόν τον εκ παραδόσεως πλούσιο τόπο όχι μόνον οικονομικά, όχι μόνον εθνικά, αλλά κυρίως ηθικά και πνευματικά, με την ασέβεια και αχαριστία που σήμερα μας διακρίνει.
Μη αντιλαμβανόμενοι φυσικά ότι βλάπτοντας τοιουτοτρόπως την χώρα μας, υποβαθμίζουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας. Με αποτέλεσμα να κινδυνεύει, η Ελλάδα μας να χαρακτηρισθεί ως ένα ανάξιο και επιζήμιο μέλος μέσα εις την μεγάλη και ισχυρή Ευρωπαϊκή Οικογένεια.
Χρυσάνθη Νικολαΐδου – Θραψανιωτάκη
Καθηγήτρια – Φιλόλογος



































