Η Σύβι και ο Ντάντυ είναι μια ενδιαφέρουσα νουβέλα για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον γιατί καταπιάνεται με ένα άκρως λεπτό ζήτημα, αυτό του εγκλεισμού των ψυχικά ασθενών, και δεύτερον γιατί είναι γραμμένο από μια νέα συγγραφέα, που επιστρατεύει όλα τα προσωπικά ενδιαφέροντά της για να γράψει ένα βιβλίο με τρόπο ευρηματικό και απροσδόκητο για κάθε αναγνώστη.
Η Δήμητρα Διδαγγέλου ανήκει στη γενιά των νέων που άφησαν, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, την πρωτεύουσα για να «μεταναστεύσουν» στην ελληνική επαρχία. Από την Αθήνα, λοιπόν, στις Πινακάτες Πηλίου, η Διδαγγέλου γράφει σε καθημερινή βάση στο ηλεκτρονικό της περιοδικό «Ψυχο-γραφήματα», παραδίδει online μαθήματα θεραπευτικής γραφής και βιβλιοθεραπείας και διοργανώνει σεμινάρια και ομιλίες με ψυχολόγους σε ένα μικρό χωριό. Σπούδασε ψυχολογία και δημοσιογραφία, δούλεψε στην ΕΡΤ, βραβεύτηκε από την Ε.Ε. ως το πιο επιτυχημένο παράδειγμα νέου επιχειρηματία και το διήγημά της «Αν ο Φρόιντ είχε μουστάκι» διακρίθηκε στον διαγωνισμό «Hotel Οιδίπους» των εκδόσεων Πατάκη.
Η κεντρική ηρωίδα στο η Σύβι και ο Ντάντυ είναι μια νεαρή γυναίκα, η οποία κλεισμένη για μέρες ολόκληρες σε ένα διαμέρισμα, απομαγνητοφωνεί τις προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικά νοσήματα και έχουν βιώσει τον εγκλεισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ψυχιατρεία. Κατά την περιγραφή αυτής της διαδικασίας, οι αναγνώστες παρακολουθούν λεπτομέρειες από τη ζωή της ποιήτριας Σύλβιας Πλαθ, η οποία επίσης εργάστηκε ως γραμματέας σε ψυχιατρικό τμήμα νοσοκομείου, αποδελτιώνοντας κι εκείνη τα καταγεγραμμένα όνειρα ασθενών.Η σύνδεση όμως της αφηγήτριας με την Πλαθ είναι βαθύτερη και δεν περιορίζεται στο γεγονός ότι και οι δυο γυναίκες έκαναν την ίδια δουλειά ούτε στο ότι και οι δυο τους είχαν μια γάτα για συντροφιά, την Σύβι η αφηγήτρια (προφανής παραπομπή στο όνομα της Σύλβιας Πλαθ), και τον Ντάντυ η Πλαθ (προφανής παραπομπή στον πατέρα της, αφού η γάτα ήταν δώρο της μητέρας της μετά το θάνατο του πρώτου). Η εμμονή της αφηγήτριας με τη ζωή της Πλαθ γίνεται ανυπόφορη, ταράζει τον ύπνο της, επηρεάζει και τα δικά της όνειρα και της δημιουργεί τέτοια σύγχυση που στο τέλος είναι δύσκολος ο διαχωρισμός πραγματικότητας κι ονείρου. Τα όνειρα της ηρωίδας μπερδεύονται με αυτά της Πλαθ κι έπειτα με αυτά των ίδιων των έγκλειστων στις ψυχιατρικές κλινικές, έτσι ώστε να καταλήξουν να είναι ένα και μόνο αφηγηματικό πρόσωπο.Είναι σαν και οι δυο τους να συνειδητοποιούν πόσα κοινά έχουν με τη ψυχοσύνθεση των τροφίμων, τις εξομολογήσεις των οποίων καταγράφουν και να αναλογίζονται για το τι τελικά είναι υγιές και τι ασθενικό. Αυτός ο μετεωρισμός ανάμεσα στο ψυχικά ισορροπημένο και ψυχικά κλονισμένο διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο, αφού σε πολλά σημεία, ίσως στα περισσότερα, τα λόγια των ασθενών θα μπορούσαν να εκστομίζονται από οποιονδήποτε άνθρωπο: «Αν ήμουν έξω […] ήθελα να έχω οικογένεια, ήθελα να’ μουν παντρεμένος. Αν είναι να βρω ένα κορίτσι καλό, θα κάνω υπομονή. Τι να πω;», «Οι περισσότεροι που με βλέπουν έξω δεν το ξέρουν το πρόβλημά μου. Λίγα άτομα το ξέρουν, εκείνοι που τους είπα εγώ ότι πράγματι πέρασα πολλά προβλήματα».
Δεν είναι τελικά μόνο οι άνθρωποι που νοσηλεύονται «θύματα μιας ζωής χαμένης», όπως λέει ένας από τους τροφίμους. Είναι και η αφηγήτρια θύμα της προσωπικής της απώλειας, είναι και η Πλαθ θύτης και θύμα της ιδίας απώλειας. Η ηρωίδα της Διδαγγέλου μένει με τη θλίψη και την απώλειά της, ενώ η δεύτερη αυτοκτονεί.
Από την μια ο τρόπος γραφής, με γλώσσα λιτή και άμεση, χωρίς περιττές περιγραφές και λεπτομέρειες αλλά με μεταφορικό λόγο απευθείας δια στόματος εν ενεργεία και εν δυνάμει ασθενών και από την άλλη η ίδια η θεματολογία θυμίζουν Βιρτζίνια Γουλφ και Ελφρίντε Γέλινεκ. Το έντονο ψυχογραφικό στοιχείο και η αποκάλυψη μια πλευράς της κοινωνίας που συνήθως αποκρύπτεται από την πραγματικότητα και από την άλλη σπάνια αποτελεί υλικό μυθοπλασίας, μας φέρνει αντιμέτωπους με τον ιδιαίτερα ευφυή τρόπο της παρουσίασης προσωπικών μαρτυριών τροφίμων, που προέρχονται μάλιστα από το ντοκιμαντέρ της Διδαγγέλου «Αποϊδρυματοποίηση: ο δρόμος της επιστροφής».
«Όχι, τρελός είμαι, τρελός είμαι. Εσείς οι υγιείς άνθρωποι δεν το πιστεύετε, εγώ όμως έτσι νιώθω: τρελός. Το κεφάλι μου φλέγεται, το στήθος μου πονάει, η πλάτη μου πονάει, το στομάχι μου δεν είναι καλά, τα γεννητικά όργανα δεν είναι στη θέση τους. Όλο μου το σώμα δεν νιώθει καλά. Και το μόνο από το κάτι λίγο το ανθρώπινο που μου έχει απομείνει, είναι ότι είμαι πράγματι τρελός».
Δήμητρα Διδαγγέλου
«Η Σύβι και ο Ντάντυ»
Εκδόσεις Γαβριηλίδη