Το νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι σοκαριστικό. Το θέμα είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον, αφού η ευφυέστατη σύλληψη της συγγραφέως να εξανθρωπίσει τον ίδιο τον Θεό ή αντιστρόφως να θεοποιήσει τη σύζυγό του, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας συναρπαστικής, περιπετειώδους και αναπάντεχης ιστορίας. Το μεγαλειώδες και πανανθρώπινο ερώτημα για την ύπαρξη ή μη του Θεού μετατρέπεται σε συζυγικό δράμα. Ο εξανθρωπισμός δεν του ταιριάζει του Θεού. Ούτε και η θεοποίηση ταιριάζει στη γυναίκα του. Οι προσπάθειες των συζύγων να απαρνηθούν την πραγματική τους φύση ή καλύτερα οι προσπάθειες που καταβάλλει ο καθένας για να μοιάσει στον άλλο, οδηγούν στη ματαίωση. Η γυναίκα δυσκολεύεται να ανεχτεί την εσωστρέφεια, τον απρόβλεπτο και αινιγματικό χαρακτήρα του Θεού και βρίσκει διέξοδο στην καταγραφή της προσωπικής της ιστορίας προς εξωτερίκευση των συναισθημάτων της. «Ακούγεται σαν ψέμα, αλλά είμαι η γυναίκα Του. Παντρευτήκαμε πριν από πολλά χρόνια. Ζήτησε το χέρι μου και δέχτηκα. Μερικές φορές απορώ κι εγώ η ίδια με όσα έζησα, πρώτα μακριά Του, ύστερα πλάι Του», είναι οι πρώτες αράδες της ιστορίας της.
Ο αρχικός της πόθος και η άκρως ανθρώπινη υπηρηφάνεια της που ο ίδιος ο Θεός τη διάλεξε για γυναίκα του εξανεμίζονται και αντικαθίστανται από συναισθήματα ανασφάλειας και οργής. Γρήγορα αρχίζει να αποζητά τις ανθρώπινες απολαύσεις, υλικές και πνευματικές, μα ο Θεός της γυρνά απλώς την πλάτη και κοιμάται. Δεν αντέχει τα φτερουγίσματα των Αγγέλων, την αγάπη όταν είναι η μόνη λύση, δεν αντέχει ούτε την αδράνεια. Θέλει επιβράβευση ή τιμωρία. Η τελειότητα του θεϊκού περιβάλλοντος τής δημιουργεί ερωτήματα και μια ακατάπαυστη αγωνία για την άμεση απάντησή τους. Ο Θεός όμως δεν της απαντά. Την προτρέπει να διαβάσει προκειμένου να βρει απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματά της, ενώ ο ίδιος απεχθάνεται τη λογοτεχνία γιατί από τη μια του θυμίζει την αποτυχία της δημιουργίας και από την άλλη εξάπτει τη φαντασία. Για τον Θεό η λύση βρίσκεται στην λογική. Κι η γυναίκα του παραδέχεται ότι « η λογική Του είναι σαρωτική για μένα κι η φαντασία μου είναι σαρωτική γι’ αυτόν».
Το πολύ ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι ότι καταπιάνεται με την ύψιστη υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου, για να μας μιλήσει στο τέλος όχι μόνο για τη σχέση ανθρώπου και Θεού αλλά, μέσω της μυθοπλασίας, για τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Ο τρόπος επίσης που η Μιχαλοπούλου παρουσιάζει τον εξανθρωπισμό του Θεού δεν φέρει σημάδια ασέβειας ή ειρωνείας. Κάθε άλλο. Φανερώνει το πόσο ανθρώπινα κι αλαζονικά προσπαθεί να εξηγήσει ο άνθρωπος την ύπαρξη του Θεού, αγνοώντας τους εγκόσμιους περιορισμούς και το ανθρωπίνως αδύνατο.
Φαίνεται ότι η Μιχαλοπούλου έχει κάνει μια σε βάθος μελέτη κοσμογονικών και φιλοσοφικών ζητημάτων. Προσωπικά θα έλεγα οτι οι συνεχείς αναφορές σε φιλοσόφους και στα αποφθέγματά τους, ίσως δίνουν τροφή στους αναγνώστες για περαιτέρω ενασχόληση με τη φιλοσοφία, αλλά η κατάχρηση σε πολλά σημεία υπονομεύει την ίδια τη ροή της ιστορίας. Ένα δεύτερο τρωτό σημείο είναι το χιούμορ. Δεν είναι ξεκάθαρο αν οι χιουμοριστικές αναφορές έχουν ως σκοπό την πιο ανάλαφρη παρουσίαση κρίσιμων ζητημάτων ή αν τελικά συνάδουν στην απορρύθμιση της πλοκής.
Όπως και να’ χει, «η Γυναίκα του Θεού» είναι ένα απολαυστικό μυθιστόρημα που δεν δίνει λύσεις. Θέτει προβληματισμούς και εγείρει προσδοκίες συζητήσεων γύρω από τη φύση της Αγάπης: θεϊκής κι ανθρώπινης.
«Η Γυναίκα του θεού»,
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτης