Μία από τις μεγαλύτερες συμφορές, που η δυτικολαγνεία και η μεγάλη ηθική και οικονομική κρίση επιφόρτισε τον ελληνισμό, είναι η απομάκρυνσή του από τις αρχαίες οικογενειακές παραδόσεις.
Αρχές και αξίες αιώνων, που δόμησαν και διέσωσαν τον ελληνισμό, αμφισβητήθηκαν και κατέρρευσαν μαζί με τις παραδοσιακές αξίες και την οικονομία.
Ο ελληνισμός για πρώτη φορά στην ιστορία του μπήκε σε μια πορεία συρρίκνωσης και κατάρρευσης.
Η υπογεννητικότητα στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στατιστικά και επιστημονικά δεδομένα μέχρι το 2040, αν δεν αναστραφεί, θα πάρει τα χαρακτηριστικά μιας αναίμακτης εθνικής γενοκτονίας.
Οι στατιστικολόγοι αιτιολογούν, ότι τα αίτια της ατεκνίας στην Ελλάδα οφείλονται στην οικονομική κρίση.
Ένα είναι βέβαιο, ότι στην εξαθλιωμένη Ελλάδα μετά το 1922 η αύξηση του πληθυσμού ήταν ραγδαία και εντυπωσιακή.
Σήμερα οι νέοι κάτω των 25 ετών αποφεύγουν να τεκνοποιήσουν, γιατί έχουν αποκοπεί από τις παραδοσιακέ ηθικές και τις αρχές των γονιών τους.
Η υπογεννητικότητα στον τόπο μας μπορεί να αναστραφεί αν επανακτήσουμε τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες.
Ο ποντιακή οικογενειακή εμπειρία εμπεριέχει όλες τις πανάρχαιες αξίες της οικογένειας και θα ‘πρεπε να μελετηθεί και να προβληθεί στις μέρες μας ως παιδαγωγικό μέσον για να αποτραπεί η επερχόμενη αποδιάρθρωση της πληθυσμιακής μας ύπαρξης και συνέχειας.
Λέξεις όπως : νοικοκυρία (καλή οικογενειακή οργάνωση) με την παρότρυνση ( ας ‘ς σην νοικοκυρίαν πρέπ’ να εξέρτς) .
Οικοκύρ’ τς ( νοικοκύρης, ο κύριος της οικίας , ο οικογενειάρχης) όροι και έννοιες, που πάνω τους δομήθηκε η οικογένεια ( η εστία ) αποτελούν τα αίτια της πληθυσμιακής και εθνικής άνθισης.
Η κοινωνία διαμορφώνει και ιεραρχεί τις αξίες της ζωής. Στον Πόντο ένας νοικοκύρης ήταν ισότιμος με χίλιους, γι αυτό έλεγαν: Χίλ’ αρταγωγοί κι ένας νυκοκύρτς.
(δηλαδή) η αξία ενός οικογενειάρχη είναι ίση με χίλιους μη νοικοκύρηδες.
Μετά την οικογενειακή συγκρότηση, που προαπαιτούσε το γάμο, ξεκινούσε η θεμελίωση του οικογενειακού θεσμού, που εξελίσσονταν και δομούνταν με την πολυτεκνία και την πατριαρχική διοίκηση.
Οι κοινωνικοί θεσμοί, εκφρασμένοι μέσα από αξιώματα και γνωμικά, παρότρυναν και ενθάρρυναν το θεσμό του γάμου προκαθορίζοντας τους γαμήλιους θεσμούς και κώδικες με μεγάλη αυστηρότητα.
Η γυναίκα, ως βασικό μέλος στη διαμόρφωση του οικογενειακού θεσμού, ήταν αναγκασμένη να υποτάσσεται στους ηθικούς κώδικες, που στόχευαν πρώτιστα στην πολυτεκνία.
Για τους γονείς το κορίτσι ήταν το αγαπημένο τους πλάσμα, που όμως δεν τους ανήκε απόλυτα, γι αυτό έλεγαν: κορίτς παιδίν, χώρας οτζάχ. Όταν δεν αποκτούσαν αγόρι τότε η στεναχώρια τους ήταν μεγάλη και την εξέφραζαν με παράπονο: το κορίτς τ’ οτζάχ’ νεβζήζ’.
Το κορίτσι μόλις έμπαινε στην ορμονική του αφετηρία στα δώδεκά του χρόνια ήταν έτοιμο για παντρειά. Αυτό το προκαθόριζε η ίδια η παράδοση λέγοντας: Δωδεκάχρονον κορίτς για ‘ς σον άνδραν για ‘ς σον άδ’.
Γενικότερα για τα κορίτσια, που η παντρειά τους θεωρούνταν δεδομένη, έλεγαν: τρυπεμένον ζυνίσ’ ‘ς σην γην ‘κ’ απομέν.
Οι γονείς αμέσως με τη γέννηση του κοριτσιού έπρεπε να ετοιμάσουν την προίκα του, για να είναι έτοιμο για το γάμο : θέκον την κουτσίν ‘ς σο κουνίν και γόμωσον το σαντούχ ν ατς. Η κόρη ήταν το μέλος της οικογένειας, που ετοιμάζονταν για το γάμο από μικρή .Η παίδευση και οι γνώσεις, που θα αποκτούσε, απέβλεπαν στον μετέπειτα ιδανικό συζυγικό και μητρικό της ρόλο.
Η κόρη για την οικογένειά της αποτελούσε ένα μέλος, που διαβιούσε προσωρινά. : το κορίτς οσπίτ’ και πατρίδαν ‘κ’ έχ’ .
Η κοινωνία καταδίκαζε και καυτηρίαζε την κόρη, που παρέμενε ελεύθερη (ανάντριστος), με το υβριστικό: γαλούχ’ επέμ’νεν ( παρέμεινε ένα κούτσουρο χωρίς αξία). Όταν μάλιστα έφτανε στην ηλικία των τριάντα χρόνων, σχολίαζονταν αρνητικά : τριάντα χρόνια και καιρούς κ’ εσύ κόρ’ ανάμ’νον . Μερικές φορές η κοινωνική απόρριψη άγγιζε τα όρια της υπερβολής.: τριαντάχρονον κορίτς λέγ’ν ατέν παλιογραία, κλίσκεται να χειροφιλεί ρούζ’ νε τα μασοτέρια τς.
Ο νέος έπρεπε και αυτός πριν τα είκοσι του χρόνια να παντρευτεί ( να γυναικίζ’) προκειμένου να γίνει νυκοκύρης ( νυκοκύρτς) και να ενταχθεί στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η λαϊκή σοφία υπερασπίζεταιι πληθωρικά το γάμο ταυτίζοντας το άνοιγμα της οικογένειας με τη φωλιά των πουλιών: Φωλέαν ποι’ ‘κ’ έχτισεν απούλωτος επέμ’νεν.
Η λαϊκή θυμοσοφία και πάλι ενθαρρύνει τον άνδρα να γυναικίζ’ πολύ νέος: Νέος π’ επάντρεψεν , καμίαν ‘κ’ εκομπώθεν.
Άγραφοι νόμοι και απροσδιόριστοι ηθικοί κανόνες προωθούνταν από τις προξενιές ( προξενείας) προκειμένου να γίνουν τα συνοικέσια.
Το ζητούμενο ήταν ένας στεριωμένος και πετυχημένος γάμος ( Χαρά).
Τα διαζύγια και οι χωρισμοί ήταν άγνωστα, γι αυτό και στο ποντιακό λεξιλόγιο δεν υπάρχει ο όρος ζωντοχήρα.
Το κορίτσι μόλις γίνονταν νύφη ( νύφε) ασκούσε με τελετουργική ευλάβεια τα καθήκοντά της. Η αυστηρή οικογενειακή πατριαρχική ιεραρχία δεν της επέτρεπε υπερβολές και αταξίες. Η αξιοσύνη της μεγάλωνε με την τεκνοποιία. Η γέννηση και η ανατροφή των παιδιών ήταν η κύρια ασχολία της.
Το δημοτικό τραγούδι, που κυριαρχούσε ως άκουσμα στους γάμους, προκαθόριζε και την εν γένει συμπεριφορά της.
Άφη, κόρη, την μάννα σου και ποίσον άλλεν μάνναν.
Άφη, κόρη, τον κύρη σου και ποίσον άλλον κύρη…
Συνήθως οι μάνες συμβούλευαν τις παντρεμένες κόρες τους λέγοντας τες χαρακτηριστικά: τέρεν τον άντρα σ’ και τα παιδία σ’ και μικρόν βούκαν φά’.
Τα παιδιά ήταν η μεγάλη αγάπη και η ευτυχία για τους οικείους. Το πρώτο παιδί πρωτικάρ, όπως και στην Παλιά Διαθήκη, είχε τα πρωτοτόκια και αναλάμβανε να γεροντοκομίσει τους γονείς του. Το τελευταίο παιδί ( στερνοπαίδ’) ήταν το πιο χαϊδεμένο : τ’ υστερνόν το παιδίν τρανόν λαλασίαν έχ’.
Τα πολλά όμως παιδιά ήταν ο απώτερος στόχος για κάθε οικογένεια.
Στην ποντιακή αντίληψη ο πλούτος ήταν ταυτόσημος με την τεκνοποίηση : ποι’ έτον, π’ επλούτινεν; Ατός, π’ εχτέθεν παιδία!.
Τα πέντε παιδιά ήταν τα λιγότερα, που θα έπρεπε να είχε ο νοικοκύρης. Αυτό προσδιορίζονταν με το γνωμικό: τα δύο αδέλφια είν καλά ,τα τρία άλλο καλλίον ,τα πέντε και τα τέσσερα κάστρα θεμελιωμένα.
Όσο πιο πολλά παιδιά είχε κάποιος, τόσο ανέβαιναν οι μετοχές του στο κοινωνικό στάτους και του προσέδιδαν τον τίτλο του αφέντη ( εφέμ) του αγά (Αντών αγάς).
Για να υπάρχει όμως η οικογενειακή γαλήνη μέσα σε μια οικογένεια, που ο αριθμός της προσμετρούνταν με τα κουτάλια, που έτρωγαν : ‘ς σην πατρίδαν τριάντα κουτάλια έτρωγαμ’, απαιτούνταν μεγάλη πειθαρχία και οργάνωση. Την ευθύνη αυτή είχε το μεγαλύτερο ηλικιακά μέλος της, που λέγονταν τέτες ( αρχηγός), που επέβαλε την ιεραρχία με φράσεις όπως: η υπακοή έν τ’ οσπιτί το θεμέλ’.
Προκειμένου όμως να συντηρηθούν τόσα μέλη, θα έπρεπε ο πατέρας ( ο κύρ’τς) να μοχθεί και να εργάζεται σκληρά ακόμα και τη νύχτα: τη νύχταν ημέραν εφτάει.
Δεν αρκούσε μόνο η κοπιαστική εργασία ( ιδροκαμάτια,) αλλά απαιτούνταν και πολύ καλή διαχείριση και οικονομία: εφυλάτναν πάντα, αμόν την ελαίαν ‘ς σο σκουτέλ’.
Η οικογένεια και η πολυτεκνία ήταν ο θρησκευτικός και κοινωνικός στόχος στον Πόντο. Όλα τα άλλα βρίσκονταν σε δεύτερη μοίρα, γι αυτό νιώθοντας ολοκλήρωση και ικανοποίηση από τη ζωή τους καταμαρτυρούσαν: εφώλεψα κ’ επούλεψα ‘ς σην άκραν τιδέν ‘κ’ έχω. Ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των παιδιών βάραινε μόνο τους γονείς. Κάθε κοινωνική παρεκτροπή των παιδιών χρεωνόταν σ’ αυτούς:
τ’ απραεμένον ( ανίκανο)το παιδίν τη κυρού και τη μάνας αθε έν.
Αν ο γονιός αποτύχαινε να αναθρέψει σωστά τα παιδιά του τότε απογοητευμένος ομονοούσε : κρίμαν ‘ς σ’ εμέκια μ’ και ‘ς σ’ εργατικά μ’.
Όταν όμως το παιδί είχε τα καλά χαρακτηριστικά του πατέρα του, το επαινούσαν: το παιδίν τούπ-χού τον πατέραν αθε ομοιάζ’ .
Ο λαός επιβεβαίωνε τα παραπάνω με τη φράση: καλόν αν ελέπ’ς, ας σο παιδί σ’ θα ελέπ’ς. Και κακόν πα αν ελέπ’ς, ας σο παιδί σ’ θα ελέπ’ς.
Ένα είναι βέβαιο, ότι η πολυτεκνία αποτέλεσε διαχρονικά για τον ελληνισμό το μεγάλο οπλοστάσιο, που συνέτεινε στην επιβίωση και την άνθισή του.
Οι διώξεις και οι γενοκτονίες, που υπέστη διαχρονικά, δεν μπόρεσαν να τον αποδιαρθρώσουν. Η γεννήτρα και γαλοφόρα μήτρα του ελληνισμού άνδρωνε Έλληνες και Τρανέλληνες στα θαλασσοπλάτια της Ρωμιοσύνης.
Σήμερα η νέα γενιά πέρα από την οικονομία θα πρέπει να ανακτήσει τα χαμένα προπύργια της ράτσας: την εστία ,το τζάκι, την οικογένεια….