Ολίγοι συγγραφείς είναι περισσότερο δημοφιλείς, είτε εις την Αγγλία ή το εξωτερικό από τον Σόμερσετ Μωμ.
Εγεννήθη το 1874, και αφού εσπούδασε εις την Χαϊδελβέργη και εις το Νοσοκομείο του Αγίου Θωμά εις το Λονδίνο ειδικεύθηκε ως γιατρός. Προτίμησε όμως να αφιερώσει την ζωή του εις την λογοτεχνία.
Κατόρθωσε να επιτύχει ως μυθιστοριογράφος με τέτοια μυθιστορήματα όπως «Ανθρώπινη Δουλεία», «Τα γλυκά και τα πικρά της ζωής», «Η κόψη του Ξυραφιού».
Και ως δραματικός με τα ευφυή σατιρικά έργα «Τα καλύτερα μας», « Ο κύκλος» και «Ο ημερομίσθιος». Αλλά η μεγαλύτερη επιτυχία του οφείλεται εις τις μικρές ιστορίες του. Ως ρεαλιστής έχει την καταπληκτική ικανότητα να αποκαλύπτει με ολίγες επαφές μία κατάσταση και τα ουσιώδη του χαρακτήρος. Και οι εντυπωσιακές ιστορίες του γράφονται με μια καθαρότητα και οικονομία λέξεων, που είναι τα δείγματα του ανωτάτου τεχνίτη.
***
Την διέκρινα εις την αίθουσα του θεάτρου και εις απάντηση του νεύματός της, επήγα κατά την διάρκεια του διαλείμματος και εκάθησα δίπλα της.
Πέρασε καιρός από τότε που την είχα δει τελευταία και αν κάποιος δεν ανέφερε το όνομά της, δύσκολα νομίζω πως θα μπορούσα να την θυμηθώ.
Αυτή όμως με προσεφώνησε χαρούμενα και με ενθουσιασμό: «Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που πρωτοσυναντηθήκαμε. Πώς περνά ο καιρός! Θυμάσαι την πρώτη φορά που σε είδα; Γευματίσαμε μαζί».
Αν θυμήθηκα;
Ήταν προ είκοσι ετών και ζούσα στο Παρίσι. Είχα ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα με μοναδική θέα ένα νεκροταφείο, κάπου σε μία μακρινή περιοχή. Και δύσκολα εκέρδιζα χρήματα για να φυλάξω το σώμα και … την ψυχή μαζί.
Είχε διαβάσει ένα βιβλίο μου και μου είχε γράψει γι’ αυτό. Απήντησα ευχαριστώντας την και αμέσως έλαβα ένα άλλο γράμμα της, λέγοντας ότι θα περνούσε από το Παρίσι και θα ήθελε να έχει ένα σύντομο γεύμα μαζί μου εις το Φογιώτ την ερχόμενη Τετάρτη.
Το Φογιώτ είναι ένα εστιατόριο εις το οποίο οι Γάλλοι Γερουσιαστές τρώγουν, και στο … οποίο ποτέ δεν σκέφθηκα να πάω λόγω ελλείψεως χρημάτων. Αλλά, κολακεύθηκα, και ήμουν πολύ νέος ώστε να είχα μάθει να λέγω «όχι» σε μια γυναίκα.
Είχα ογδόντα φράγκα για να με συντηρήσουν ως το τέλος του μηνός και ένα μέτριο γεύμα δεν θα μου κόστιζε περισσότερα από δεκαπέντε. Αν έκοβα τον καφέ για τις επόμενες δύο εβδομάδες θα μπορούσα να τα καταφέρω αρκετά καλά.
Συναντηθήκαμε την Τετάρτη στις δώδεκα: ωστόσο, δεν ήταν τόσο νέα όσο επερίμενα. Και εις εμφάνιση, επιβλητική μάλλον παρά ελκυστική… ήταν πραγματικά μία γυναίκα των σαράντα (μια χαριτωμένη ηλικία, αλλά όχι μια ηλικία που σου εξάπτει ένα αιφνίδιο και καταστρεπτικό πάθος.. εκ πρώτης όψεως!!). Και μου έδωσε την εντύπωση ότι είχε περισσότερα δόντια, άσπρα, μεγάλα και ίσια, από ότι θα ήσαν αναγκαία για ένα πρακτικό σκοπό.
Ήταν ομιλητική, αλλά από την στιγμή που άρχισε να ομιλεί για μένα, ετοιμάσθηκα να γίνω ένας προσεκτικός ακροατής.
Τρόμαξα όταν έφθασε ο κατάλογος, διότι οι τιμές ήσαν υψηλότερες από ό,τι επερίμενα. Αλλά με καθησύχασε. «Ποτέ δεν τρώγω κάτι για γεύμα», είπε. «Α, μην το λες αυτό», απήντησα γενναιόδωρα.
«Ποτέ δεν τρώγω περισσότερο από ένα πράγμα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι τρώγουν πάρα πολύ αυτά τα χρόνια.
Ολίγο ψάρι, ίσως. Διερωτώμαι αν θα έχουν τίποτε σολομό». Ε, λοιπόν ήταν νωρίς ακόμα για σολομό και δεν υπήρχε στον κατάλογο των φαγητών. Όμως ερώτησα τον σερβιτόρο αν θα μπορούσαμε να έχουμε λίγο. Ναι, ένας ωραίος σολομός μόλις έφθασε. Τι θα πάρετε επίσης ώσπου να ψηθεί; «Τίποτε, τίποτε» απάντησε η φιλοξενούμενη μου, «ποτέ δεν τρώγω περισσότερο από ένα πράγμα. Εκτός εάν έχετε λίγο χαβιάρι. Δεν με πειράζει να έχω .. χαβιάρι».
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, αλλά δεν μπορούσα καθαρά να της το πω. Παρ’ όλα αυτά είπα στον σερβιτόρο να φέρει χαβιάρι. Για τον εαυτό μου εδιάλεξα το φθηνότερο πιάτο εις το μενού, και αυτό ήταν μία πρόβεια πριζόλα. «Είναι πολύ κουτό να τρως κρέας», είπε. «Δεν γνωρίζω πώς μπορείς να περιμένεις να εργασθείς όταν τρως βαριά πράγματα όπως οι πριζόλες. Εγώ δεν πιστεύω εις το παραφόρτωμα του στομαχιού μου. Όσο για τα ποτά, ποτέ δεν πίνω κάτι την ώρα του γεύματος».
«Ούτε κι’ εγώ», απάντησα αμέσως.
«Εκτός από το άσπρο κρασί» αυτή συνέχισε. Αυτά τα γαλλικά άσπρα κρασιά είναι τόσο ελαφρά. Είναι περίφημα για την πέψη».
«Τι θα ήθελες;» ερώτησα ευγενικά ακόμη, αλλά όχι και πολύ πρόθυμα.
Μου έδωσε μια λαμπερή και φιλική λάμψη των λευκών της οδόντων: «Ο γιατρός μου δεν μου επιτρέπει να πίνω τίποτε άλλο από σαμπάνια».
Φαντάζομαι πως χλόμιασα κάπως, αλλά, παρήγγειλα μισό μπουκάλι.
Ανέφερα τυχαίως ότι ο γιατρός μου, απολύτως μου είχε απαγορεύσει να πίνω σαμπάνια.
«Τι θα πιεις λοιπόν;» «Νερό».
Έφαγε το χαβιάρι, έφαγε και τον σολομό. Μιλούσε ευχάριστα για τέχνη, φιλολογία και μουσική. Ενώ εγώ διερωτόμουν, που θα έφθανε ο λογαριασμός. Όταν η πρόβεια πριζόλα μου έφθασε, στα σοβαρά με επέπληξε…
«Βλέπω ότι συνηθίζεις να τρως πολύ. Είναι λάθος. Γιατί δεν ακολουθείς το παράδειγμά μου; Είμαι βεβαία ότι θα αισθάνεσαι πολύ καλλίτερα». Σκοπεύω να φάω μόνο ένα πράγμα», είπα, καθώς ο σερβιτόρος ήρθε πάλι, με τον κατάλογο στο χέρι.
Τον σταμάτησε στο πλάι με μια αιθέρια χειρονομία. «Όχι, όχι, ποτέ δεν τρώγω ο,τιδήποτε για γεύμα. Ακριβώς μια μπουκιά. Και την τρώγω περισσότερο ως δικαιολογία για συζήτηση και τίποτε άλλο. Δεν θα μπορούσα προφανώς να φάω κάτι περισσότερο, εκτός εάν είχαν μερικά από εκείνα τα γιγαντιαία σπαράγγια. Θα λυπόμουν να αφήσω το Παρίσι χωρίς να έχω λίγα από αυτά».
Ξηροκατάπια!… Τα είχα δει στα μαγαζιά και εγνώριζα ότι ήσαν πολύ ακριβά!
«Η κυρία επιθυμεί να γνωρίζει εάν έχετε από εκείνα τα γιγαντιαία σπαράγγια, ερώτησα τον σερβιτόρο και προσπάθησα, συγχρόνως, να τον κάνω να πει όχι. Αντίθετα, ένα ευτυχισμένο χαμόγελο απλώθηκε επάνω στο πλατύ του… παπαδίστικο πρόσωπο και με διαβεβαίωσε ότι είχαν μερικά τόσο μεγάλα και …τόσο τρυφερά που ήταν θαύμα!
«Δεν πεινώ καθόλου» αναστέναξε η φιλοξενουμένη μου, «αλλά εάν επιμένεις, δεν με πειράζει να έχω λίγα σπαράγγια».
«Μια μερίδα, μόνο για την κυρία» του είπα.
«Εσύ δεν θα φας καθόλου;».
«Όχι, ποτέ δεν τρώγω σπαράγγια». Καθώς περιμέναμε να μαγειρευθούν, πανικός με κατέβαλε. Δεν με απασχολούσε τώρα, το πόσα χρήματα θα μου έμεναν για το υπόλοιπο του μηνός, αλλά αν θα είχα αρκετά δια να πληρώσω τον λογαριασμό. Θα ήταν φοβερό να ευρεθώ με δέκα φράγκα λιγότερο και να υποχρεωθώ να ζητήσω από την φιλοξενουμένη μου. Δεν μπορούσα να βάλλω τον εαυτό μου να το κάνει αυτό. Εγνώριζα ακριβώς πόσα είχα και αν ο λογαριασμός ανήρχετο σε περισσότερα, αποφάσισα να έβαζα το χέρι μου βαθιά μέσα στην τσέπη μου και με μία δραματική κραυγή, να σηκωνόμουν επάνω και να έλεγα ότι με ελήστεψαν. Βέβαια, θα ήταν άχρηστο αν και αυτή δεν είχε αρκετά χρήματα για να πληρώσει τον λογαριασμό.
Τα σπαράγγια έφθασαν. Ήσαν πελώρια, χυμώδη και ορεκτικά. Παρακολουθούσα την κακοήθη γυναίκα, αν τα μπήγει κάτω στον λαιμό της σε μεγάλες χορταστικές μπουκιές. Ενώ εγώ με τον ευγενικό μου τρόπο, της μιλούσα για την κατάσταση του δράματος των Βαλκανίων. Επί τέλους, τελείωσε.
«Καφέ;», είπα. «Ναι, ακριβώς, ένα παγωτό και καφέ», ήταν η απάντηση.
Τώρα σταμάτησε πια να με ενδιαφέρει. Έτσι, παρήγγειλα ένα καφέ για μένα και παγωτό και καφέ γι’ αυτήν. «Ξεύρεις, υπάρχει ένα πράγμα εις το οποίο πολύ πιστεύω», αυτή είπε, καθώς έτρωγε το παγωτό της. «Θα έπρεπε κανείς, πάντοτε, να σηκώνεται από ένα γεύμα, αισθανόμενος ότι μπορεί να φάγει ολίγο περισσότερο».
«Πεινάς ακόμη;» τη ρώτησα σχεδόν λιπόθυμα… Τότε ένα τρομερό πράγμα συνέβη. Ενώ περιμέναμε για τον καφέ, ο αρχισερβιτόρος με ένα ελκυστικό χαμόγελο, εις το ιδιαίτερα χαρούμενο πρόσωπό του, ήρθε με ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο από πελώρια ροδάκινα. Είχαν το κοκκίνισμα ενός αθώου κοριτσιού. Και είχαν τον πλούσιο τόνο ενός ιταλικού τοπίου. Ο κύριος μόνο εγνώριζε πόσο θα μου τα χρέωναν, καθώς η φιλοξενουμένη μου συνεχίζοντας την συζήτησή της, αφηρημένα άρπαξε δύο από αυτά.
Ο λογαριασμός ήρθε, και όταν τον πλήρωσα, είδα ότι είχα μόνο αρκετά δια ένα ανεπαρκές φιλοδώρημα. Τα μάτια της καρφώθηκαν για μια στιγμή στα τρία φράγκα που άφησα για τον σερβιτόρο, και κατάλαβα ότι μάλλον με χαρακτήρισε… τσιγκούνη. Αλλά όταν βγήκα από το εστιατόριο, είχα ολόκληρο το μήνα μπροστά μου και ούτε μια δεκάρα στην τσέπη μου.
«Ακολούθησε το παράδειγμά μου», είπε, καθώς χαιρετηθήκαμε, «και ποτέ να μην τρως περισσότερο από ένα πράγμα». «Θα κάνω κάτι καλύτερο από αυτό», είπα. «Δεν θα φάω απολύτως τίποτε για βράδυ απόψε».
«Χιουμορίστα!» φώναξε χαρούμενα, πηδώντας μέσα σε ένα αμάξι. «Είσαι μεγάλος χιουμορίστας!».
Αλλά είχα την εκδίκησή μου στο τέλος. Δεν πιστεύω ότι είμαι εκδικητικός άνθρωπος, αλλά όταν ο επουράνιος Θεός παίρνει μέρος.. εις κάποια υπόθεση, είναι συγχωρητέο να παρακολουθείς το αποτέλεσμα με αυτοϊκανοποίηση. Η κυρία έφθασε τα 250 κιλά!!!
Μετάφραση
από την Αγγλική:
Χρυσάνθη Νικολαϊδου – Θραψανιωτάκη
καθηγήτρια- φιλόλογος
































