Το θέατρο του παραλόγου συνεχίζει με εξαιρετική επιτυχία τις παραστάσεις του σε αυτή τη δύσμοιρη χώρα των παράλογων θεατρινισμών. Καημένε Ιονέσκο. Που να το φανταζόσουνα όταν έγραφες το Ρινόκερό σου πως οι εδώ ρινόκεροι της γνωστής συνομοταξίας των πολιτικών παχύδερμων θα διέπρεπαν και σε αυτό το είδος του θεάτρου! Θεατρινισμοί παντού, λοιπόν. Στο πολιτικό σύστημα, στο χώρο των κοινωνικών εταίρων, στα Πανεπιστήμια, στη Δικαιοσύνη, στην τοπική αυτοδιοίκηση. Μέχρι εδώ τίποτα το πρωτόγνωρο και το πρωτάκουστο. Όλα αναμενόμενα και πολυσυζητημένα. Αυτό που ξαφνιάζει όμως τον αμέτοχο παρατηρητή των εν Ελλάδι πεπραγμένων είναι οι ποικιλόμορφοι θεατρινισμοί ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας των πολιτών.
Ναι, σε αυτήν την αγανακτισμένη κοινωνία αναφέρομαι που δυο χρόνια τώρα έχει αναγάγει την καθημερινότητά της σε ευτελές σινερομάντζο και αποχαυνωμένη από τις αναθυμιάσεις του παρασιτικού κρατισμού και της φατριαστικής δημοσιουπαλληλίας βαυκαλίζεται σιγοτραγουδώντας: «η κρίση είναι συστημική». Και το φωνάζει αυτό γιατί στέκεται μόνο στο οικονομικό περιτύλιγμα. Στο μπακαγιόκο. Δεν αντέχει, βλέπεις, να ρίξει το βλέμμα της στη «φλεγμαίνουσα και σκοριώσα πόλη» που έχει φτιάξει, για να δεί τη βρώμα και τη δυσωδία που αναδύονται από όλες τις γωνιές της, αλλά ούτε τολμά να αναμετρηθεί με τους ρακοσυλλέκτες περιωπής που έχουν γαντζωθεί πάνω στα δημόσια αξιώματα και τις θέσεις ευθύνης της διοικητικής μηχανής και απειλούν να κάνουν πράξη το «κατ΄ είκόνα και καθ΄ ομοίωσιν», μετατρέποντας την ελληνική πολιτεία σε μια απέραντη χωματερή! Η κρίση, λοιπόν, μπορεί να είναι συστημική για τους άλλους, για εμάς όμως είναι εθνική και πρέπει επιτέλους να το καταλάβουμε.
Σε αυτήν την κοινωνία αναφέρομαι, που δύο χρόνια τώρα επιτρέπει στα κακομαθημένα της δημοσιουπαλληλίας, στα καλομαθημένα του ιδιωτικού τομέα, στους αιώνιους φοιτητοπατέρες και στους φαρμακοεξαρτώμενους κομπογιανίτες της ιατρικής επιστήμης να μονοπωλούν την κοινωνική δυσαρέσκεια ορθώνοντας μονοτονα ένα εκνευριστικό ΟΧΙ απέναντι σε όλα. Σε αυτήν την κοινωνία που δυο χρόνια τώρα απέτυχε να αρθρώσει μια σειρά αιτημάτων προς τις ηγετικές της ελίτ και να απαιτήσει την εκπλήρωσή τους μέσα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα. Τα μόνα αιτήματα που μπόρεσε να αρθρώσει ήταν « κάτω το Μνημόνιο» και «φέρτε πίσω τα δεδουλευμένα». Ασχέτως αν για ορισμένους τα δεδουλευμένα αυτά δεν δουλεύτηκαν ποτέ τους! Σε αυτήν την κοινωνία που ανέχεται να κόβουνε τις συντάξεις ανθρώπων που δούλεψαν 35 χρόνια καθώς και τους μισθούς υπεύθυνων και ευσυνείδητων υπαλλήλων για να μπορούν να μισθοδοτούνται οι τεμπελχανάδες των άχρηστων δημόσιων φορέων, τα ρουσφέτια των βουλευτικών γραφείων, οι καρεκλοκένταυροι των διοικητικών συμβουλίων και οι ποικιλώνυμες συντάξεις της προκλητικής κολοβάρας. Σε αυτήν την κοινωνία που βλέπει την μισθωτή εργασία να μπαίνει πάλι στο ίδιο κρεβάτι του Προκρούστη από τις ανίκανες πολιτικές ηγεσίες και την ίδια στιγμή κάνει μόκο μπροστά στο αίτημα για πόθεν έσχες όλων των γιατρών, δικηγόρων, δημοσιογράφων , εμπόρων, ελευθερων επαγγελματιών και ανώτερων αξιωματούχων της διοικητικής μηχανής. Σε αυτήν την κοινωνία η οποία αύριο θα κλείσει πάλι τα μάτια της μπροστά στο διορισμό ανίκανων και αποτυχημένων πολιτευτών στις διοικήσεις των νοσοκομείων, θα βουλώσει για μια ακόμα φορά το, κατά τα άλλα, απύλωτο στοματάκι της καθώς θα τοποθετούνται διοικητές τραπεζών και γενικοί γραμματείς υπουργείων οι ομοτράπεζοι του εγχώριου συστήματος εξουσίας και θα σφραγίσει για πολλοστή φορά τα ελεγκάντ αυτάκια της μπροστά στον ηλίθιο που θα σταθεί μπροστά της και θα απαιτήσει τη ψήφο της.
Ήρθε η ώρα λοιπόν να μιλήσουμε ξεκάθαρα. Το 1875 ο Βασιλιάς «επέβαλλε» τον Τρικούπη στα ελληνικά πολιτικά πράγματα και μάλιστα με τρόπο αντισυνταγματικό. Το 1909 ο Στρατός και εν μέρει ο Βασιλιάς «επέβαλλαν» το Βενιζέλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα και μάλιστα με τρόπο αντισυνταγματικό ( στρατιωτικό πραξικόπημα και ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Βενιζέλο χωρίς να έχει τη δεδηλωμένη). Το 1955 ο Βασιλιάς επαναλαμβάνει για μια ακόμα φορά την «κακή του συνήθεια» και επιβάλλει τον Κ.Καραμανλή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Και ω τι σύμπτωση. Κατά τρόπο και πάλι αντισυνταγματικό. Τρεις σημαντικές στιγμές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας οι οποίες σηματοδότησαν τα τρία μεγάλα κύματα εκσυγχρονισμού της χώρας και οδήγησαν στην οικονομική και κοινωνική της ανασυγκρότηση μέσα από τις ενέργειες και τις πρωτοβουλίες ενός ανανεωμένου πολιτικού συστήματος. Και στις τρεις περιπτώσεις η ανανέωση αυτή επισπεύθηκε, αν δεν επήλθε, από την παρέμβαση δυο πανίσχυρων, εκείνη την εποχή, θεσμών. Του Στρατού και του Βασιλιά. Μιας παρέμβασης απολύτως εναρμονισμένης με το λαικό αίσθημα οργής και αγανάκτησης απέναντι στον παλαιοκομματισμό και τις θεσμικές αδυναμίες της κάθε εποχής. Και αυτό παρά το γεγονός των αναμφισβήτητων επιτυχιών και επιτευγμάτων του «παλαιοκομματισμού» στα χρόνια που προηγήθηκαν! Είπαμε. Στη χώρα των αποδιοπομπαίων τράγων ζούμε και με αυτούς καλούμαστε κάθε φορά να πορευτούμε.
Αυτήν την θεσμική εγκοίτωση της λαικής αγανάκτησης αναζητάει και σήμερα ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας μας. Το ερώτημα αμείλικτο. Ποιος θα ανατρέψει το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και θα θέσει σε κίνηση τις διαδικασίες κάθαρσης του δημόσιου βίου μας; Βασιλιάς σήμερα δεν υπάρχει. Δεν εξετάζω το καλώς ή το κακώς. Ψάχνω θεσμικά αντίβαρα στη φαιδρότητα του παρόντος πολιτικού συστήματος. Αυτό με νοιάζει μονάχα. Εξάλλου για το καλώς ή το κακώς της ιστορίας φιλονικούν ακόμα και σήμερα αρκετοί αργόσχολοι. Δεν σκοπεύω να πυκνώσω τις τάξεις τους. Πάμε στα σημαντικά τώρα. Ο Στρατός δεν μπορεί ούτε και αυτός να πυροδοτήσει εξελίξεις. Πρώτον γιατί ο Στρατός των αξιωματικών που «ψήθηκαν» στις φλόγες και τα χαρακώματα των Βαλκανικών και των δυο Παγκόσμιων Πολέμων δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον Στρατό των σημερινών αξιωματικών που «ψήθηκαν» στις φουφού και τα οικογενειακά μπάρμπεκιου της κραιπαλικής μεταπολιτευτικής Ελλάδας . Δεύτερον γιατί η αισθητική μας ,εν έτει 2012, δεν επιτρέπει σε καραβανάδες να το παίζουν σωτήρες αυτής της χώρας. Και τρίτον γιατι μια ενδεχόμενη εμπλοκή του στρατού στα δημόσια πράγματα θα αναζωπύρωνε όλους τους αριστερούς παλαιοημερολογιτισμούς αυτής της χώρας και θα μας προμήθευε με μια νέα γενιά του Πολυτεχνείου, την ώρα που εμείς χρειαζόμαστε επειγόντως γένια ενηλικίωσης και ωριμότητας! Άλλοι ισχυροί θεσμοί δεν υπάρχουν. Η εν τάχει αναφορά στη Δικαιοσύνη, την Εκκλησία και τα ΜΜΕ γίνεται μονάχα για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της απόγνωσής μας. Η μη αναφορά στο θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας γίνεται για λόγους ευπρέπειας απέναντι σε έναν θεσμό που έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο και πρέπει είτε να ενισχυθεί είτε να κατεβάσει τα ρολά επειγόντως.
Το δια ταύτα γεννά πάλι διλημματικές καταστάσεις. Από την μία η κοινωνία των πολιτών ενδυόμενη το καλιμαύχι του εκλογικού σώματος και από την άλλη η Ε.Ε. Διαλέγουμε και παίρνουμε. Είτε δηλαδή η κοινωνία αναδιπλώνεται, πετάει έξω όλους τους ντεμέκ αγανακτισμένους-βολεμένους του συστήματος και μπαστακωμένη γύρω από τη Βουλή απαιτεί τη διάλυση της και την προκήρυξη εκλογών για Συντακτική Εθνοσυνέλευση είτε όλες οι ελπίδες αυτού του έθνους εναποτίθενται στην ΕΕ. Σε έναν οργανισμό, δηλαδή, ο οποίος έχει κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό τις παραλυτικές αδυναμίες της δικής μας διοικητικής μηχανής και έχει συνειδητοποιήσει το πόσο κατώτερη των περιστάσεων είναι η σημερινή πολιτική μας τάξη. Έναν οργανισμό ο οποίος έχει αντιληφθεί τις αρτηριοσκληρωτικές αγκυλώσεις και τον εβαπορέ ωχαδερφισμό της κοινωνίας μας καθώς και τις μεγάλες αδράνειες που εμφιλοχωρούν στους κόλπους της και αντιστρατεύονται κάθε υπόνοια αλλαγής και μεταρρύθμισης. Και το κυριότερο. Έναν οργανισμό που κρατάει στα χέρια του τα πολυπόθητα φράγκα.
Ταπεινή μου άποψη είναι πως στην παρούσα φάση μόνο η Ε.Ε μπορεί να προκαλέσει την ανασυγκρότηση του κομματικού συστήματος και να εγγυηθεί τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η τελευταία δεν πρόκειται ποτέ της να συγκροτήσει σοβαρό θεσμικό αντίλογο. Όχι γιατί δεν έχει τις δυνάμεις εκείνες που θα της επιτρέψουν κάτι τέτοιο – το αντίθετο μάλιστα- αλλά γιατί οι δυνάμεις αυτές είναι ασύντακτες και διεσπαρμένες μέσα στον αγανακτισμένο χυλό των ρουσφετιών, των εξυπηρετήσεων, των πελατών, των λιγουριών και των μαυραγοριτών της τριακονταετούς σοσιαλμανίας. Στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν, η κοινωνια αυτή δεν πρόκειται να ψηφίσει αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Ένα μέρος της θα ψηφίσει την Αριστερά για να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του δικομματικού συστήματος και να συνετίσει τους εδώ και χρόνια προστάτες της και ένα άλλο κομμάτι θα ξαναψηφίσει τα ίδια κόμματα εξουσίας προκειμένου οι γνωστοί- άγνωστοι δικομματικοί κουκουλοφόροι να αλώσουν και πάλι τον κρατικό μηχανισμό.
Θα πεταχτούν πάλι οι γνωστοί «δημοκράτες» του συρμού από τις έδρες τους και θα αρχίσουν να μας λιθοβολούν με τους τύπους και τα πρωτόκολλα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Μόνο που τη δημοκρατία δεν την φτιάχνουν ούτε οι τύποι αλλά ούτε και τα συνταγματικά πρωτόκολλα. Οι εκλογές κάθε 4 χρόνια αποτελούν μια αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να χαρακτηριστεί ένα σύστημα ως δημοκρατικό. Τον προσδιορισμό τον καθορίζουν άλλες αρχές. Ισονομία, ισοκρατία, ισηγορία, παρρησία. Επειδή λοιπόν αγαπητέ μου «δημοκράτη» η χώρα του Χριστοφοράκου και του Τσοχατζόπουλου δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ισονομία. Επειδή η χώρα των κομματικών πατρόνων και των πελατών τους δεν θυμίζει σε τίποτα την ισοκρατία. Επειδή η χώρα στην οποία ο δημόσιος διάλογος μονοπωλείται από τους Υπουργούς, τους φίλα προσκείμενους δημοσιογράφους και τους κολητούς Πανεπιστημιακούς φαντάζει ανέκδοτο στη χώρα της πραγματικής ισηγορίας . Και επειδή αγαπητέ μου «δημοκράτη» αυτή η έρμη η παρρησία μου επιτρέπει ακόμα να διαολοστέλνω τους κατ΄ εμέ υπαίτιους, δηλώνω ευθαρσώς: Έναν Ευρωπαίο μωρέ να μας σώσει από αυτό το φύρδην μίγδην. Έναν Ευρωπαίο να μας απαλλάξει από τους θεσιθήρες των βουλευτικών γραφείων, τους διπλοθεσίτες των διοικητικών συμβουλίων και τους θέσει και φύσει ανεπάγγελτους των κομματικών ιερατείων. Έναν Ευρωπαίο να ανοίξει την τάφρο για να μπορέσουμε μετά εμείς να οδηγήσουμε εκεί την κόπρο του Αυγεία. Έναν Ευρωπαίο μωρέ….
ΥΓ. Ακόμα και αυτούς τους υπαλλήλους του καφενείου η «Ωραία Ελλάς» που περιφερονται τελευταία δεξιά και αριστερά για να μας ψέξουν, για το πόσο μίζεροι και γκρινιάρηδες είμαστε όλοι εμείς που βαρέθηκαμε αυτό το σκορποχώρι να εμφανιζεται ως συντεταγμένο κράτος, τους καταλαβαίνω. Υπάλληλοι είναι και έχουν ανάγκη να μισθοδοτηθούν. Και δεν υπάρχει πιο σίγουρος και κουβαρντας εργοδότης από το ίδιο το Έθνος. Αρκεί να το υπηρετείς όπως ακριβώς είναι. Με τα κουσούρια του και τα ελλαττώματά του. Και αυτό σαν έρθει η ώρα θα στο ανταποδώσει με μια παχυλά αμοιβόμενη θεσούλα. Σε καταλαβαίνω υπαλληλάκο. Σε νιώθω. Αλλά επιλέγω πια να σε γράφω εκεί που σου αξίζει.
Ο Τάσος Φούντογλου ειναι ειδικεύομενος νεφρολόγος στο Μποδοσάκειο Νοσοκομείο Πτολεμαϊδας