«Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο
που ήταν τόσο ανδρείος και δυνατός και νέος,
άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως».
Κ.Καβάφης
Ο Πόντος υπήρξε μια γεωγραφική περιφέρεια του βυζαντινού κράτους, όπως όλες οι άλλες, που μετά την οθωμανική κατάκτηση μπόρεσε να επιβιώσει και να διατηρήσει τον ελληνοχριστιανικό του πολιτισμό εξ αιτίας της γεωγραφίας, της γεωμορφίας αλλά και των πολύ ισχυρών ιωνικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών, που έφεραν οι κάτοικοί του.
Ο λαός όμως δεν απώλεσε από τη μνήμη του τη δική του πολιτική εκπροσώπηση που δεν ήταν άλλη από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Δαβίδ ,τον οποίο αποκαλούσε βασιλιά ( βασιλέα).
Ο βασιλέας απεικονιζόταν πάντα πάνω σε άσπρο άλογο ως ηγετική μορφή, που θα τους απελευθέρωνε από αλλόθρησκους κατακτητές και βίαιες εξουσίες.
Για το λόγο αυτό όλα τα μνημεία του λόγου τους, παραμύθια , παροιμίες, τραγούδια, είχαν στο επίκεντρό τους την εικόνα του καβαλάρη ( Ατλή) βασιλιά.
Στις λαϊκές ποντιακές δοξασίες ήταν κυρίαρχη η προσδοκία για τη διάσωσή τους ,γι αυτό και έλεγαν συχνά:
Ο βασιλέας με τ’ άσπρον τ’ άλογον θα έρται έναν ημέραν και παίρ την Πόλ’..
Το άλογο ή ίππος ή άτι φαίνεται πως στις ποντιακές παραδόσεις δε στερείται ευφυΐας και συναισθημάτων.
Δε στερείται ακόμα και αυτού του λόγου, εφόσον στον Όμηρο τα άλογα όχι μόνο μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή, αλλά θρηνούσαν ακόμα και το θάνατο του αφέντη τους.
Στο λαϊκό ποντιακό άσμα εκφράζεται η στενή σχέση του ανθρώπου με το άλογο και διαφαίνεται η συναισθηματική αλληλεπίδραση μεταξύ τους:
Απάν ‘ς σ’ άλογον είμαι ,βασιλόπουλον είμαι.
Αυτό το αίσθημα κοινωνικής εξουσίας ,που προσέδιδε το άλογο στον κύριό του ,ήταν μοναδικό. Σε αντίθεση με την κατοχή του ταπεινού γαϊδάράκου, που οι καβαλάρηδες των αλόγων τον υποτιμούσαν με περιφρονητικά λόγια :
‘Κι θα κατηβαίνω ας σ’ άλογον, για να καλκεύω τον γάιδαρον.
ή την αντίστοιχη νοηματικά παροιμία:
Εστάθαν αλογάντ’, κ’ έπαιξαν οι γαϊδουράντ’.
Ο απρόκοπος και φτωχός άνθρωπος, που δεν μπόρεσε στη ζωή του να αποκτήσει καταξίωση και πλούτο εξέφραζε λιτά το παράπονο και την απογοήτευσή του από τη ζωή ομολογώντας:
Νε καλόν άλογον είχα , νε ‘ς σο καλόν την παθενήν έδεσα ‘το.
Η μεγάλη καταξίωση, που προσέδιδε η κατοχή του αλόγου σε κάποιον, όταν μάλιστα το ίππευε σελωμένο, υποκρύπτεται στη λαϊκή ρήση, που δεν αποδέχεται το φτωχό και παρακατιανό, που φοράει τσαρούχια σκισμένα και το ιππεύει:
Εγερλίν( σελωμένο) άλογον και τσαρούχια λωριαμένα.( σκισμένα )
Όταν μάλιστα κάποιος εξέπιπτε των ηγετικών του θέσεων και αξιωμάτων, τον ειρωνεύονταν με τη γνωστή φράση: ερρούξεν ας σ’ άλογον ατ’ κά’ ,υπονοούσαν, ότι έχασε τις εξουσίες και το κοινωνικό κύρος, που κατείχε.
Με την ίδια φράσει : Πασκείμ’ ας άλογο σ’ ερούξες; Ενθάρρυναν κάποιον για να τονώσουν τη μειωμένη αυτοπεποίθησή του. Γιατί η πτώση από το άλογο ( απώλεια του συμβολισμού εξουσίας ) λειτουργούσε ως έκπτωση των κοινωνικών αξιών.
Για τους ήσυχους και ταπεινούς, που τους εκμεταλλεύονταν οι άλλοι, έλεγαν την παροιμία: το χαμελόν τ’ άλογον, όλ’ καβαλκεύ’ν ατό.
Το άλογο όμως το ψηλό και μεγαλόσωμο( γεσαλίν) παρομοιάζεται μ’ αυτόν, που είχε δυνατό και ηγεμονικό χαρακτήρα.
Το άλογο ως μέσο και σύμβολο εξουσίας έπρεπε να φροντίζεται μόνο από τον άνδρα. Δεν ήταν επιτρεπτό στη γυναίκα να ασχολείται με αυτό και να το ιππεύει . Όταν όμως κάποια γυναίκα ήταν δυναμική και ανυπότακτη τότε την μέμφονταν λέγοντας το απορριπτικό:
Η νύφε εσέγκεν το ποδάρ’ ν ατς ‘ς σο τιζκίν ( αναβολέας).
Η απαγόρευση να ιππεύουν οι ραγιάδες άλογα εντάσσονταν μέσα στην ίδια αντίληψη, ότι το περήφανο και έλλογο αυτό ζώο ήταν σύμβολο ηγεμονίας, πλούτου και αρχοντιάς.
Η κατοχή του αλόγου ήταν απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής αποδοχής και καταξίωσης αντίστοιχη με την αξιοσύνη, που αποκτούσε η παντρειά για τη γυναίκα, κάτι που επιβεβαιώνεται από την λαϊκή παροιμία:
Άντραν κι άλογον πη ‘κ’ έχ’ , ‘ς σην παρέβγαν έργον ‘κ’ έχ’.
Οι κάτοχοι των αλόγων ( αλογάντ’) θεωρούνταν έξυπνοι και πετυχημένοι, γιατί τα άλογα αντικαθιστούσαν τις σημερινές μηχανές και εξυπηρετούσαν τον άνθρωπο στις αγροτικές εργασίες και μεταφορές.
Ο μεγαλοπρεπής φίλος του ανθρώπου θα έπρεπε να ήταν πάντα περιποιημένος, κουρεμένος, καθαρός και πεταλωμένος. Διαφορετικά εξέθετε την κύριό του και τον καθιστούσε υπόλογο. Ο νοικοκύρης του αλόγου ταύτιζε τη μοίρα και την εικόνα του, μαζί του. Και αυτό διαφαίνεται στο δημοτικό τραγούδι, όπου η εικόνα του απετάλωτου αλόγου είναι το ίδιο οδυνηρή με την ξυπολησιά του αφέντη του και του άνυδρου τόπου, που ζούσαν.
Τ’ άλογο μ’ απετάλωτον κ’ εγώ είμ’ οξυπόλ’τον,
χιονίζ’ και χιον ‘κι γιουτουρεύ ( μαζεύει) ‘ς ση στέκομε τον τόπον.
Στο επόμενο ποντιακό τραγούδι διαφαίνεται ότι παρά την φτώχια του ο αλογάς δεν στερεί από το ζωντανό του φίλο ,από τίποτα. Τον έχει στολισμένο πλουσιοπάροχα ακόμα και με χρυσά κρόσσια!
Τ’ εμόν του καρύπ’ τ’ άλογον και με τα περπεντούλια,( κρόσια)
από μακρά γνωρίζ’ν ατό και τα γερανοπούλια.
Και στο επόμενο τραγούδι καταδείχνει την μεγάλη αγάπη και σχέση μεταξύ του νέου και του αλόγου που είναι ικανή να τον απομάκρυνση από τον έρωτά του.
Αναθεμά ‘σε άλογον το δούκάλ’τς ‘κι πιάνω
ένουμνε από οπίσ’ ‘ς σ’ εσέν και την εγάπ’ θα χάνω.
Στο ακριτικό όμως τραγούδι του Μάραντου περιγράφεται με λεπτομέρεια η προετοιμασία και το πετάλωμα του αλόγου που γίνεται μάλιστα αντίκρυ στο φεγγάρι, για να μην τρομάζει ! Μια γνώση που χρησιμοποίησε ο Μέγας Αλέξανδρος προκειμένου να ίππευση τον Βουκεφάλα.
Τον μάραντον χαρτίν ερθεν, να πάει ΄ς ση στρτείαν.
Τη νύχταν πάει ‘ς σο μάστοραν, τη νύχταν μαστορεύει,
κόφτ’ ας ασήμι πέταλα κι ας σο χρυσάφ’ καρφία,
τον μαύρον ατ’ καλύβωνεν κατάντικρυ ‘ς σον φέγγον.
Στις πολλές επιθέσεις, που δέχονταν τα σύνορα της αυτοκρατορίας, το μήνυμα του πολέμου έφτανε στον ακρίτα και τον προειδοποιούσε για το κακό, που έγινε στη χώρα του. Μεταξύ αυτών των άσχημων νέων ήταν και το κλέψιμο της γυναίκας του και του αλόγου του:
Ακρίτα μου, ντο κάθεσαι, ντο στέκ’ς και περιμένεις;
Το ένοικο σ’ εχάλασαν και την καλή σ’ επέραν…
Τ’ όλον καλλίον τ’ άλογο σ’ ,στρών’νε και καβαλλ’κεύνε!
Στα τραγούδια του ακριτικού κύκλου η συνεργασία του αλόγου με τους ηγεμόνες και τους ακρίτες πολεμιστές των συνόρων είναι τόσο στενή, που συνομιλούν μεταξύ τους όπως στα Ομηρικά έπη και μοιράζονται τις αγωνίες του πολέμου και της αγάπης.
Συμπολεμούν μαζί άλογο και καβαλάρης και θρηνεί ο ένας το θάνατο του άλλου.
Στην ποιητική γλώσσα τα άλογα λέγονται μαύροι. Στο τραγούδι του ακρίτα διαβάζουμε την τραγική συνομιλία τους:
-Σον Θ’όν εσουν, νέ μαύροι μου, τσ’ έφτάν και κοντοφτάνει;
Και το γιαγούζιν(το νεαρό) τ’ άλογον λαλεί κι απολογάται,
-Ας σα κρυφοταϊσματα σ’ εφτάνω, κοντοφτάνω..
Η αλληλεξάρτηση αλόγου και ανθρώπου ήταν τόσο δυνατή μέσα στους αιώνες, ώστε πολλές φορές ο άνθρωπος προσέδιδε στο άλογο υπερφυσικές δυνάμεις και δυνατότητες. Στη μεγάλη του αγωνία να προλάβει ο Γιάννες το γάμο της καλής του, ζητάει από το άλογό του να πετάξει και να προλάβει τον παράνομο γάμο:
Για δώστε ‘μεν και τ’ άλογον μ’ ,ντο στέκει ‘ς ση γωνέαν
ντ’ αναμασά τα σίδερα, ντο τρώει τα κροσταλίδια..
‘Κόμαν ‘κ’ εζιαγκοπάτεσεν, ‘ς σο μεσοστράτ’ ευρέθεν,
‘κόμαν ‘κ’ εκαλοκάθεσεν κι ατός εκεί ευρέθεν..!
Στα θεατρικά δρώμενα των μωμογέρων τον ρόλο του αλογά υποδύεται ο τούρκος ντερέμπεης, που καταδυναστεύει τους Ρωμιούς. Δηλαδή στον τουρκοκρατούμενο Πόντο ο αλογάς ήταν αυτός, που κατείχε διάφορους τίτλους εξουσίας.
Στο λαϊκό στίχο συναντάται πολλές φορές η εικόνα της λεβεντιάς του νέου, που καβαλάρης στο άλογο πηγαίνει στον πόλεμο.
Αχπάσκουμαι ‘ς σον πόλεμον Ατλής και καβαλάρης
Θεέ μ’, εμέναν φύλαξον, να λελεύω τη χάρη σ’.
Στη θρησκευτική προσέγγιση η αγιογραφική απεικόνιση του Αγίου Γεωργίου, οπλισμένου με βασιλική στολή και πανοπλία πάνω στο άσπρο άλογο, αντικαθιστούσε το χαμένο ρωμαίο αυτοκράτορα, που ήταν αρκετή να αναθερμάνει τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Το ποντιακό τραγούδι επιβεβαιώνει τον ηγεμονικό κα απελευθερωτικό συμβολισμό του
παραπάνω Αγίου.
Αέρτς και Άε-Θόδωρον πετούν άμον τσιρούτια,
θα έρταν γουρταρεύνε μας, ντό κόφτουμε τ’ ομούτια;
Μετά τον ξεριζωμό τους οι πόντιοι πρόσφυγες θέλοντας να προβάλουν την οικογενειακή τους ανωτερότητα έπλεκαν μύθους, ότι είχαν στην πατρίδα πολλά άλογα και μάλιστα άσπρου χρώματος.
Ένας πρόσφυγας από την Αργυρούπολη του Πόντου παινεύεται( κουρφεύκεται) στο καφενείο του χωριού για την αρχοντική του καταγωγή λέγοντας:
Τ’ εμόν ο πάππον ‘ς σην πατρίδαν ένας έτον..! ,Είχεν 30 άσπρα άλογα με τσερκέζικα σέλας και φιντισένια χαμούτια! Όντες εφόρτωνεν ατα κ’ επαίγνεν ‘ς σην Κιμισχανάν, οι Τούρκ’ εκράτναν τα δουκάλια και πεννήντα τεμενάδας εποίναν ατόν…!
Και τότε ο συμπατριώτης του, ο Κοσμάς Γαβριηλίδης (Σάλτσον) ,που καιροφυλαχτούσε, δεν άντεξε την υπερβολή και τον αποστόμωσε λέγοντας τον . Ντο είπες; Ντο είπες; τριάντα άσπρα άλογα…; Νέπε μαλέα, έναν μουλάρ είχετεν, εκείνο πα μαύρον και κοτσόν, !
και άναβα ας ατό, τ’ εσέτερον πα ‘κ’ έτον.. ! Ας σ’ Αρμενάντας έκλεψεν κ’ έγκεν ατό ο πάππος το 15 τη χρονίας… !
Δυστυχώς αυτή η ανεξήγητη και αχώριστη αγάπη του ανθρώπου με το άλογο διακόπηκε βίαια και τα άλογα στις μέρες μας έγιναν ζωολογικά εκθέματα.
Η ανεξήγητη αγάπη προς το άλογο μας παρέσυρε σε διαδρομές απέραντης ομορφιάς και μας οδήγησε μέσα σε δύσβατες και δύσκολες εποχές , που άνθρωπος και άλογο έγραψαν τις πιο όμορφες ιστορίες όπως αυτή του Αλέξανδρου με τον Βουκεφάλα…