Ο Ουέλς είναι γνωστός ως μία από τις πλέον δυναμικές προσωπικότητες που έχει να επιδείξει το Ηνωμένο Βασίλειο και ως ένας από τους περισσότερο εύστροφους και επιτυχημένους συγγραφείς.
Έγραψε επιστημονικά μυθιστορήματα όπως: «Ο Πρώτος Άνθρωπος εις την Σελήνη», «Ο Πόλεμος των Κόσμων», «Η Μηχανή του Χρόνου».
Κοινωνικά μυθιστορήματα όπως «Η Ιστορία του κυρίου Πώλλη», «Άννα Βερόνικα» και άλλα.
Επίσης αναρίθμητες νουβέλες, εξηγώντας τις ζωντανές του ιδέες διά μεταρρύθμιση της πολιτικής, της θρησκείας, της μορφώσεως, του πολιτισμού και του κόσμου γενικώς. Όπως «Μία Σύγχρονος Ουτοπία», «Νέοι Κόσμοι αντί παλαιών», «Θεός ο Αόρατος Βασιλεύς».
Ως συγγραφέας μικρών ιστοριών, «Εις την Χώρα του Τυφλού», «Το Μαργαριτάρι της Αγάπης» κ.α., φαίνεται να είναι ένας από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές αυτού του είδους.
Πολύ ενωρίς αξιοποίησε τις δυνατότητες του κινηματογράφου και κατακτώντας την τεχνική του, έγραψε το σενάριο και προσωπικά επόπτευσε την παραγωγή της ταινίας του «Πράγματα που πρόκειται να έρθουν».
Εντελώς μόνος και χωρίς την βοήθεια κανενός, έγραψε την περίφημη «Παγκόσμια Ιστορία».
Ενώ σε συνεργασία με τον υιόν του G. Wells και τον Δόκτορα Julian Huxley, έδειξε την αυθεντία του εις την Βιολογία, με το έργο «Η Επιστήμη της Ζωής».
Εις το έργο «Εργασία Πλούτος και Ευτυχία του Ανθρωπίνου Γένους», εξέφρασε τις υγιείς απόψεις του διά την Οικονομία.
Η απογοήτευση που αισθάνθηκε διά την πορεία που ο κόσμος έπαιρνε το 1939, είναι απολύτως εμφανής εις το έργο του «Μία Ματιά εις την Ανθρώπινη Σοφία».
Και το 1945 εις την τελευταία του εργασία «Ο Νους εις το Τέλος του Νήματός του».
…….
Η ιστορία εκτυλίσσεται εις την Βόρεια Ινδία, που είναι το καταλληλότερο έδαφος διά αγνές ιστορίες αγάπης, από όλες τις χώρες του κόσμου.
Μία χώρα ηλιόλουστη, με άφθονες λίμνες και πλούσια δάση, λόφους και εύφορες πεδιάδες.
Και πολύ μακρυά τα μεγάλα βουνά δείχνουν να κρέμονται από τον ουρανό, κρατώντας εις ορισμένες κορυφές τους το κάτασπρο, απρόσιτο και αιώνιο χιόνι.
Εκεί υπήρχε ένας νέος πρίγκηπας, δεσπότης όλης της περιοχής, ο οποίος ερωτεύθηκε μία νέα, απεριγράπτου ομορφιάς και χάριτος και την έκανε βασίλισσά του.
Η αγάπη τους ήταν μεγάλη, όλο χαρές και γλυκύτητα, γεμάτη από ελπίδα. Υπέροχη, γενναία και θαυμαστή αγάπη. Περισσότερο από ότι έχετε ποτέ ονειρευθεί διά αγάπη.
Όμως ξαφνικά, εξ αιτίας κάποιου κεντρίσματος που της έγινε εις κάποιο θαμνώνα, η ωραία νέα μολύνθηκε και πέθανε.
Ο πρίγκηπας έπεσε εις βαθειά απογοήτευση και πλήρη απόγνωση. Διά ένα διάστημα ήταν ολοσχερώς κατάθλιπτος, αμίλητος, νηστικός, άυπνος, δυσκίνητος.
Εφοβούντο ότι θα μπορούσε να αυτοκτονήσει. Και δεν είχε ούτε γιούς, ούτε αδελφούς να τον διαδεχθούν.
Τελικά, ένα πρωί σηκώθηκε και άρχισε να περιφέρεται σαν κάποιον που είχε πάρει μία μεγάλη απόφαση.
Σκεύθηκε, να τοποθετηθεί το σώμα της εις ένα φέρετρο κατασκευασμένο από μόλυβδο και άργυρο καλυμένο εξωτερικά με πολύτιμα, αρωματικά ξύλα, επεξεργασμένα με χρυσό. Και γύρω από αυτό θα υπήρχε μία σαρκοφάγος από αλάβαστρο, ψηφιδωτή με πολύτιμα πετράδια.
Και ενώ αυτά άρχισαν να ετοιμάζονται, ο πρίγκηπας περνούσε τον καιρό του, κατά το μεγαλύτερο μέρος, δίπλα στις λιμνούλες και τις άλλες ομορφιές του κήπου, καθώς και εις εκείνα τα δωμάτια του παλατιού όπου όλο το διάστημα ήσαν μαζί απολαμβάνοντας την υπέροχη αγάπη τους.
Δεν εμόλυνε τον εαυτόν του με ειδικές ενδυμασίες, ή επίσημες εκδηλώσεις λύπης, ούτε με ειδικές τελετές, όπως ήταν το έθιμο. Διότι η θλίψη του δεν του επέτρεπε τέτοιες εφήμερες υπερβολές.
Τελικά εμφανίστηκε πάλι μεταξύ των αυλικών του και ενώπιον του λαού και τους εξήγησε τι είχε κατά νου να κάνει.
Τους είπε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε πλέον να εγγίσει γυναίκα. Ούτε θα μπορούσε ακόμη να σκευθεί δι’ αυτές.
Όμως, θα εύρισκε έναν κατάλληλο νέον άνδρα, να τον υιοθετήσει ως κληρονόμο του και να τον εκπαιδεύσει εις τα καθήκοντά του. Και ότι ο ίδιος θα εκτελούσε, ως το τέλος, τα πριγκηπικά του καθήκοντα όπως του άρμοζε.
Αλλά ως προς τον υπόλοιπο χρόνο του, θα έδιδε τον εαυτόν του, με όλη του την δύναμη και όλο του τον πλούτο, δια να κατασκευάσει ένα μνημείο άξιο της ασύγκριτης, αξιολάτρευτης, χαμένης κυρίας.
Ένα κτίσμα απολύτου χάριτος και ομορφιάς. Περισσότερο θαυμαστό από οποιοδήποτε άλλο που υπήρξε ποτέ ή θα μπορούσε να υπάρξει.
Όλοι οι άνθρωποι θα μιλούσαν δι’ αυτό και θα ερχόταν από όλες τις χώρες της γης προκειμένου να το θαυμάσουν και να μνημονεύσουν το όνομα της αγαπημένης του βασίλισσας.
Και αυτό το υπέροχο μνημείο, όπως είπε, επρόκειτο να ονομασθεί «Το Μαργαριτάρι της Αγάπης». Διότι το μαργαριτάρι είναι το πλέον ανεκτίμητο διακοσμητικό πετράδι, επειδή παράγεται και βγαίνει μέσα από τον πόνο ενός ζωντανού δημιουργήματος.
Τα θεμέλια στήθηκα εις μία τοποθεσία από όπου κανείς θα μπορούσε να βλέπει την χιονισμένη ερημιά του μεγάλου βουνού, δια μέσου της πεδιάδας του κόσμου.
Εκεί έθεσαν την σαρκοφάγο από αλάβαστρο, κάτω από ένα περίπτερο ευφυούς τέχνης. Ενώ γύρω υψώθηκαν κολώνες από σπάνια σε ομορφιά, απαστράπτουσα πέτρα, σκαλιστοί τοίχοι και μία μεγάλη κοσμηματοθήκη, τόσο υπέροχη όσο ένα πελώριο κόσμημα.
Εις την αρχή, το σχέδιο του μνημείου ήταν ολιγώτερο τολμηρό και επιβλητικό από ότι έγινε αργότερα.
Ήταν μικρότερο, σε μέγεθος και περισσότερο επεξεργασμένο και στολισμένο.
Υπήρχαν πολλά διαφανή παραπετάσματα με λεπτές αρμαθιές από ροζ χρωματισμένες ραβδώσεις που η σαρκοφάγος σου έδιδε την εντύπωση ενός παιδιού που κοιμάται ανάμεσα στα λουλούδια.
Όμως, γενικά η εμφάνιση του κτιρίου τώρα έδειχνε να είναι στενόχωρη και να μην απλώνεται αρκετά, σύμφωνα με την πλατειά φαντασία του πρίγκηπα.
Διότι με τα χρόνια δεν ήταν πλέον ο χαριτωμένος εκείνος νέος που είχε αγαπήσει την νεαρή βασίλισσα.
Τώρα ήταν άνδρας, σοβαρός και θετικός. Ολοκληρωτικά δοσμένος εις το έργο που απεφάσισε να εκτελέσει.
Και χρόνο με τον χρόνο αποκτούσε μεγαλύτερη εμπειρία επάνω εις την ύλη που έπρεπε να χρησιμοποιήσει.
Είχε μάθει εκατοντάδες διαφορετικούς διακοσμητικούς λίθους και χρώματα και συνδυασμούς χρωμάτων, που ποτέ δεν μπορούσε να σκευθεί εις την αρχή.
Το γούστο του διά τα χρώματα είχε γίνει λεπτότερο και εφαίνετο να κλίνει προς τα ψυχρά χρώματα.
Αναζητούσε τώρα γαλάζιους χρωματισμούς, σαν τον ουρανό, λεπτές σκιές και απότομες πλατειές πλημμύρες από μώβ συνδιασμούς. Αλλά ειδικά τον ενδιέφερε ο χώρος και η μεγαλοπρέπεια.
Τον κούρασαν ήδη τα σκαλιστά, οι εικόνες και η ψηφιδωτή διακόσμηση, όπως και όλη η κάπως λεπτή εργασία των ανθρώπων.
Παρεδέχετο ότι οι προηγούμενες διακοσμήσεις του ήσαν πραγματικά ωραίες. Αλλά έπρεπε να παραμερισθούν ως υποτελείς εργασίες, ώστε να μην προκαλούσαν εμπόδιο εις τον κύριο σκοπό του.
Με θαυμασμό και κατάπληξη οι άνθρωποι έβλεπαν το Μαργαριτάρι της Αγάπης να υψώνεται με ένα υπεράνθρωπο πλάτος και ύψος και μεγαλοπρέπεια.
Δεν ήξευραν ακριβώς τι επερίμεναν. Όμως ποτέ δεν επερίμεναν ένα τόσο υπέροχο έργο, όπως αυτό.
Σπουδαία είναι τα πράγματα, έλεγαν, που η αγάπη μπορεί να κάνει.
Και όλες οι γυναίκες του κόσμου, οποιεσδήποτε άλλες αγάπες και αν είχαν, αγαπούσαν τον πρίγκηπα διά το μεγαλείο της αφοσιώσεώς του.
Ο κεντρικός τεράστιος χώρος του κτιρίου, με την ειδικά διακοσμημένη σαρκοφάγο εις το μέσον, από την αρχή ακόμη εγοήτευσε τον πρίγκηπα περισσότερο από όλα.
Καθώς υπήρχαν εις αμφότερες τις πλευρές μεγαλοπρεπείς κολώνες που εφαίνοντο σαν Αρχάγγελοι να περιμένουν την παρουσία του Θεού.
Από εκεί, θα μπορούσε κάποιος να βλέπει έξω, στην μεγάλη ερημιά, διακόσια μίλια μακρυά.
Όταν οι άνθρωποι έβλεπαν εκείνη την αυστηρή ομορφιά διά πρώτη φορά, συναρπάζοντο και κατόπιν έτρεμαν, ενώ οι καρδιές τους πραγματικά υποκλίνοντο.
Πολύ συχνά ο Πρίγκηπας στεκόταν εκεί κοιτάζοντας αυτή την ενδιάμεση θέα του κτιρίου, βαθιά συγκινημένος, αλλά όχι ακόμη απόλυτα ικανοποιημένος.
Το Μαργαριτάρι της Αγάπης είχε κάτι ακόμη δι’ αυτόν να κάνει, πριν το καθήκον του ολοκληρωθεί.
Δεν παρέλειπε να παραγγέλει κάποιες μικρές αλλαγές να γίνουν, ή κάποιες πρόσφατες αλλαγές να επανεξετασθούν και να βελτιωθούν.
Διά μερικές ημέρες δεν έλεγε τίποτε και εφαίνετο να είναι πολύ σκεπτικός.
Έπειτα διά δύο ή τρεις ημέρες δεν φάνηκε καθόλου.
Όταν ήρθε, είχε μαζί του έναν αρχιτέκτονα, δύο αρχιτεχνίτες και μία μικρή ομάδα εργατών.
Όλοι εστάθηκαν εκεί ήσυχα, εμπρός από την γαλήνεια έκταση του κατορθώματός τους.
Κανένα ίχνος μόχθου δεν απέμεινε διά την τελειοποίησή του.
Ήταν ωσάν ο Θεός της φυσικής ομορφιάς να είχε αναλάβει το τέκνο τους διά τον εαυτόν του.
Μόνον ένα πράγμα ήταν που κατέστρεφε την απόλυτη αρμονία. Υπήρχε μία σχετική δισαρμονία εις ότι αφορούσε την σαρκοφάγο.
Ποτέ δεν είχε μεγενθυθεί, και πραγματικά, πώς θα μπορούσε να είχε μεγενθυθεί από τις πρώτες ημέρες;
Εγοήτευε το μάτι, συγκινούσε τα συναισθήματα. Εις την σαρκοφάγο ευρίσκετο η βασίλισσα, η αγαπημένη αθάνατη αιτία όλης αυτής της ομορφιάς.
Αλλά τώρα αυτή η σαρκοφάγος, δεν εφαίνετο παρά να ομοιάζει με ένα μικρό σκοτεινό επίμηκες πράγμα, στο κεντρικότερο σημείο του Μαργαριταριού της Αγάπης.
Ήταν ωσάν κάποιος να είχε αφήσει μία μικρή βαλίτσα επάνω στην κρυστάλλινη θάλασσα του ουρανού.
Διά πολύ καιρό ο Πρίγκηπας εσκέπτετο. Όμως κανείς δεν εγνώριζε τις σκέψεις που περνούσαν μέσα από το μαυλό του.
Τελικά μίλησε. Με σοβαρότητα έδειξε προς την σαρκοφάγο εις το κέντρο του κτιρίου λέγοντας:
«Βγάλετε εκείνο εκεί το πράγμα».
Μετάφραση – Επιμέλεια:
Χρυσάνθη Νικολαϊδου – Θραψανιωτάκη