Τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου περισσότεροι από 2.000 θεατές έσπευσαν στο θέατρο Μπάντμιντον για να παρακολουθήσουν το αφιέρωμα στη Στέλλα Γκρέκα, μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές του ελαφρού τραγουδιού της δεκαετίας του ’40, μαζί με τη Σοφία Βέμπο, τη Δανάη και τις αδελφές Καλουτά. Ανάλογη κοσμοσυρροή παρατηρήθηκε στο διήμερο αφιέρωμα στον Μιχάλη Σουγιούλ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν από λίγες εβδομάδες, όταν η αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης δονήθηκε από ύμνους της μεσοπολεμικής και μετακατοχικής Αθήνας.
Ακούγεται λίγο σουρεαλιστικό, παραμονές του 2014, το μεγαλύτερο συγκρότημα σοβαρής μουσικής της πρωτεύουσας να πλημμυρίζει από τις μελωδίες που σημάδεψαν τις γενιές του Μεταξά και του πολέμου. Δεν αναφέρομαι στη μουσική αξία αυτών των αθάνατων τραγουδιών, όσο στην αναπάντεχα υψηλή προσέλευση που επιτυγχάνουν ανάλογα αφιερώματα.
Και δεν ήταν τα μόνα. Το θέατρο Μπάντμιντον επένδυσε συστηματικά σε παραγωγές με έντονη ρετρό ταυτότητα, και δεν βγήκε καθόλου χαμένο.
Το αντίθετο: όσο η κρίση βάθαινε και η εισαγωγή ακριβών ξένων μιούζικαλ γινόταν όλο και πιο δύσκολη, ο Μιχάλης Αδάμ και οι συνεργάτες του στράφηκαν σε concept εγχώριων παραστάσεων που να «ταξιδεύουν» το κοινό σε άλλες εποχές. «Για την ακρίβεια, σε όλες τις εποχές εκτός από τη δική μας!», αστειεύεται ο θεατρικός παραγωγός, μιλώντας για το φαινόμενο των ρετρό αναβιώσεων που κάνουν θραύση.
Αρχές του 2012 και μετά τις εξαιρετικά επιτυχημένες παραστάσεις «Θυμήσου εκείνα τα χρόνια – Αφιέρωμα στην ελληνική οπερέτα και στον Θεόφραστο Σακελλαρίδη» και «Το μικρόβιο του έρωτα – Αφιέρωμα στον Κώστα Γιαννίδη», που παρουσιάστηκαν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, ο Λάμπρος Λιάβας συνεργάζεται με το θεάτρο Μπάντμιντον για την παραγωγή «Αναζητώντας τον Αττίκ». Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμα τα νούμερα, καθώς ο «Αττίκ» είναι η πρώτη παράσταση σε αυτό το κλίμα που σημειώνει μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Μόνο στην Αθήνα ξεπερνάει τα 50.000 εισιτήρια, επίδοση που θα ξεπεραστεί από το επόμενο εγχείρημα του Μπάντμιντον, το αφιέρωμα στην Αθηναϊκή Επιθεώρηση «Θα σε πάρω να φύγουμε».
To μουσικοχορευτικό θέαμα που αφηγείται την ιστορία της Ελλάδας μέσα από την πορεία της επιθεώρησης θα γνωρίσει αλλεπάλληλες παρατάσεις για να φτάσει τα 90.000 εισιτήρια.
Καθόλου άσχημα δεν θα τα πάει και η μουσική παράσταση «Μίκης Θεοδωράκης – Ποιος τη ζωή μου», με θέμα τη ζωή και το έργο του Ελληνα δημιουργού, όπου επίσης «τρέχει» σε δεύτερο φόντο μια παράλληλη αφήγηση της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας: θα σταθεί εισπρακτικά ανάμεσα στις δύο προηγούμενες παραγωγές, περίπου 70.000 εισιτήρια.
Και υπάρχει συνέχεια: στις 15 Ιανουαρίου ανεβαίνει στο θέατρο Μπάντμιντον ένα φιλόδοξο ελληνικό μιούζικαλ με τίτλο «Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο».
Ο κ. Μιχάλης Αδάμ πιστεύει ότι πάντα συγκινεί το ρετρό (ακριβώς γιατί ωραιοποιεί το παρελθόν), αν και τώρα υπάρχει ένας επιπλέον λόγος που επαυξάνει τη γοητεία του. «Σε συνθήκες κρίσης και συλλογικής κατάθλιψης, η φυγή προς τα πίσω είναι μια διέξοδος. Εχετε σκεφθεί γιατί τη δεκαετία του ’60 δεν υπήρχε ρετρό;».
Ετσι είναι: η λέξη «ρετρό» γεννήθηκε στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’70 με την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, και διεθνώς το επιστέγασμα της επιστροφής στο παρελθόν ήταν κινηματογραφικό με την εμπορική επιτυχία του «Μεγάλου Γκάτσμπι». Λέτε σε 30 χρόνια να είναι η δική μας εποχή, αυτή η δύσκολη αλλά και τόσο συναρπαστική εποχή, «ρετρό», και να ανεβαίνουν παραστάσεις με σημείο αναφοράς την κρίση και το «2010».
Το ερώτημα είναι ρητορικό. Γιατί είναι σίγουρο ότι ακριβώς αυτό θα συμβεί.