Με λειτουργική ευταξία, απλότητα, ηρεμία, περισυλλογή και συγκίνηση και σύναξη του λαού στη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε την Κυριακή 12 Δεκεμβρίου στον ιερό ενοριακό ναό του Αγίου Διονυσίου Βελβεντού, τιμήθηκαν με Μνημόσυνο, ανάγνωση του ιστορικού, καταθέσεις στεφάνων και ψαλμώδηση του Εθνικού Ύμνου, οι δεκάδες άοπλοι και αθώοι εκτελεσμένοι, πυρπολημένοι, απαγχονισμένοι πολίτες από τα ναζιστικά στρατεύματα Κατοχής, όταν το Δεκέμβριο του ‘43, πυρπόλησαν το Παλαιογράτσανο, το Καταφύγι και τη Σκούλιαρη.
Στην ‘’Ημέρα Μνήμης-Δεκέμβριος 1943’’, παρέστησαν ο Δήμαρχος Βελβεντού Μανώλης Στεργίου, οι Αντιδήμαρχοι και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, από πλευράς Περιφέρειας και Νομαρχίας ο Αντινομάρχης και Αντιπεριφερειάρχης Γιάννης Σόκουτης. Ήταν παρόντες εκπρόσωποι των πολιτιστικών συλλόγων ‘’Τσιούκας-Αγίας Κυριακής’’ και ‘’Γρατσάνης-Παλαιογρατσάνου’’.
Συγχαίρουμε τους μαθητές-μαθήτριες Δημοτικού, Γυμνασίου, Λυκείου που συμμετείχαν και ανέγνωσαν το ιστορικό: Αφροδίτη Ζιούζιου, Ιωάννα Κωστοπούλου, Γεωργία Λιάλιου, Αναστασία Ζιούζιου, Μαρία Κουτσιούκη, Βασιλική Μινάι, Θανάση Κουτσιούκη και Νίκο Τσιαπανίκα.
12-12-2010
Από το Γραφείο
της Ενορίας
π. Κωνσταντίνος
Ι. Κώστας
παπαδάσκαλος
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ
Πυρπόλησης Παλαιογρατσάνου, Καταφυγίου, Σκούλιαρης
και εκτελεσθέντων Ελλήνων από τα ναζιστικά στρατεύματα Κατοχής το Δεκέμβριο του 1943.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΠΥΡΠΟΛΗΣΕΩΝ
Δεκέμβρης του 43. Γερμανική Κατοχή. Σκλαβιά και πείνα. Ο Ελληνικός Λαός οργανώνει την Εθνική του Αντίσταση ενάντια στον Κατακτητή. Με αφορμή το θάνατο ενός Γερμανού στρατιώτη στα Πιέρια οι Καταχτητές κινούνται για αντίποινα. Η μηχανή του πολέμου σκοτώνει ανθρώπους και μετρά αριθμούς. Ο άνθρωπος δεν είναι αριθμός, είναι πρόσωπο.
Παλαιογράτσανο
Ξημερώνοντας του αγίου Σπυρίδωνα, 12 Δεκέμβριου 1943, οι Γερμανοί από το Βελβεντό ανεβαίνουν στο Παλαιογράτσανο. Βάζουν φωτιά στα σπίτια, στην εκκλησία του χωριού και πυροβολούν άοπλους ανθρώπους. Χάνονται 13.
Ο Νικόλαος Νικόπουλος, η Ασημίνα Στεφάνου και ο Γεώργιος Γεργούλας, καίγονται ζωντανοί μέσα στα σπίτια τους. Ο Κωνσταντίνος Ζέρβας, ο Δημήτριος Χριστοδούλου, η Αικατερίνη Ρήγα, και η Μαρία Ματοπούλου, πυροβολούνται από τους Κατακτητές.
Ο Δημήτριος Στεφάνου εκτελέστηκε στη θέση του γιου του. Το ζήτησε ο ίδιος. Οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τον γιο του Χρήστο. Ο πατέρας δεν άντεξε. Παρουσιάστηκε και ζήτησε να αφήσουν ελεύθερο το παιδί του και να μπει αυτός στη θέση του. Αφήστε το παιδί μου να ζήσει, σκοτώστε εμένα, τους είπε. Κι εκείνοι, ακριβείς στον αριθμό των υπό εκτέλεση, δέχτηκαν. Άφησαν το γιο, σκότωσαν τον πατέρα.
Ο Λάμπρος Κουτσιούκης και η Ελένη Στεργιοπούλου εκτελούνται κοντά στο Ρύμνιο. Η Ελένη Ματοπούλου τραυματίστηκε και την σκότωσαν στην περιοχή Κάτω Αλώνια. Ο Ιωάννης Ματόπουλος βλέποντας τους Γερμανούς να του καίνε τα πρόβατά του, που ήταν όλο του το βιος, πέθανε στη στιγμή. Η Μαρία Γεωργίου Μυλωνά, βρέφος, πέθανε από κρυοπαγήματα στο δριμύ χειμώνα του 1943 στο ξωκλήσι του Αη-Γιάννη στο ‘’Τσιλιπίσιο’’, όπου είχαν βρει καταφύγιο πολλές οικογένειες μετά την πυρπόληση του Παλαιογρατσάνου.
Καταφύγι
Στο Καταφύγι τις μέρες εκείνες βρισκόταν ο Μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, πνευματικός αρχηγός του ΕΑΜ. Κοντά στα Χριστούγεννα του 1943, από το Βελβεντό οι Γερμανοί ανεβαίνουν στο Καταφύγι και βάζουν φωτιά στα σπίτια. Δυο φορές προσπαθούν να κάψουν την εκκλησία του αγίου Νικολάου χωρίς αποτέλεσμα. Στο Καταφύγι σκοτώνουν 22.
Τον Ιωάννη Τάτση, που φύλαγε καραούλι, τον εντόπισαν και τον γάζωσαν με τα πολυβόλα τους από μακριά. Τον Παύλο Μιρλιαούντα, νέος αυτός, τον κρέμασαν στην πλατεία του χωριού. Τον Ιωάννη Τζιόκα τον πυροβόλησαν. Τη Μαρία Παπλιόρη, γιαγιά κατάκοιτη στο κρεβάτι του σπιτιού, (μητέρα της Μαριάνθης Καρασίμου) την πυροβόλησαν στο κεφάλι εξ επαφής. Την Αγνή Γκάτζιου, το Δημήτριο Βλαχοδήμο, την Αικατερίνη Φίτσιου, την Αικατερίνη Γκουτζιάνα και τον Αριστείδη Τσιουπλή, τους πυροβόλησαν και τους σκότωσαν. Την Ευθαλία Ζουζό, την περιτύλιξαν με άχερα, έβαλαν φωτιά και ζωντανή την έκαψαν. Ήταν, λένε όλοι οι μάρτυρες, πολύ όμορφη γυναίκα. Την Αικατερίνη Ζουζό, τον Γρηγόριο Τσιτσιάνη, τον Ευάγγελο Καρά, τον Αστέριο Βαρβαρέζο, την Αικατερίνη Βαρβαρέζου, τον Αστέριο Τσιάτσιο, , την Αικατερίνη Ψαροδήμου, την Ευγενία Ζαραμπούκα, το Δημήτριο Γκουτζιομπίνη, τη Γιάννω Καραλέκα, την Ευφροσύνη Δανιήλ και τον Ευάγγελο Τσιώτσιο, τους σκότωσαν πυροβολώντας τους με τα φονικά όπλα ενός παρανοϊκού συστήματος, που προωθούσε αδίστακτα την υπερφίαλη πολιτική πρακτική μιας άριας φυλής νοσηρών εγκεφάλων. Γέμισαν οι δρόμοι του Καταφυγίου με πτώματα ανθρώπων, που δεν είχαν πειράξει ποτέ άνθρωπο στη ζωή τους. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, τους μάζεψαν οι συγγενείς και τους έθαψαν.
Οι Καταφυγιώτες βρήκαν ασφαλές και ζεστό καταφύγιο τις κρύες μέρες του Δεκέμβρη, ήταν μέρες Χριστουγέννων, στο Βαθύλακκο και στον Ροδίτη. Ήταν πολύ φιλόξενοι, λένε. Τα Χριστούγεννα μας έφεραν φαγητό βραστή κότα με βρασμένο σιτάρι. Έφαγε και ο Πρόεδρος μαζί μας. Τη νοστιμιά αυτού του ψωμιού, δεν πρόκειται να την ξεχάσουμε ποτέ, λένε οι σημερινές πλέον γιαγιάδες.
Σκούλιαρη
Στη Σκούλιαρη έβλεπαν πέρα μακριά το Καταφύγι να καίγεται. Κατάλαβαν τι τους περίμενε και φρόντισαν να δράσουν συλλογικά για να σωθούν. Το κρύο πολύ. Όλα παγωμένα. Οι μάνες πήραν τα παιδιά στην αγκαλιά τους, λίγα πράγματα από τα σπίτια και από την εκκλησία, ό,τι μπορούσε ο καθένας. Βγήκαν από το χωριό και κρύφτηκαν μέσα σε σπηλιά (υπάρχει και σήμερα) πίσω στο βουνό.
Στο δρόμο τους προς τη Σκούλιαρη και μέσα στο χωριό οι Γερμανοί εκτελούν έξι (6) ανθρώπους: τη Μαρία Ρήγα, το Θωμά Γκαρμπούνη, το Δημήτριο Γκαρμπούνη, τον Γεώργιο Μίχο, τον Ευθύμιο Σεραφείμ και τη Δέσποινα Σεραφείμ. Και βάζουν φωτιά στα σπίτια και στην εκκλησία.
‘’Είχα στην αγκαλιά μου το κορίτσι μου, τη Βάγια, και μια εικόνα της Παναγίας. Φεύγαμε γρήγορα προς το βουνό, οι σφαίρες έπεφταν γύρω μας σαν χαλάζι’’, λέει η Μαρία Καρανάτσιου. ‘’Κουβαλήσαμε στη σπηλιά πράγματα από τα σπίτια και από την εκκλησία, να τα σώσουμε από τη φωτιά. Εκεί μείναμε μέρες. Δυσκολευόμασταν. Όλα ήταν παγωμένα. Φοβούμασταν να γυρίσουμε στο χωριό’’, λένε οι σημερινοί γέροντες.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κέστνερ έκανε την εξής διαπιστωτική εξομολόγηση: ‘’Στα 1952 πήγα για πρώτη φορά μετά το πόλεμο στην Αθήνα. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στη Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να λέω πως είμαι Ελβετός. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία.
Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο, έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την πλησίασα και τη ρώτησα. Είστε από εδώ; Μάλιστα. Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς’’.
Απαντά η γυναίκα: ‘’Παιδί μου, από τη προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα 41 με 44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να ‘ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου’’… Και καταλήγει ο Κέστνερ: ‘’Τέτοια απάντηση μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί’’.
Στην Ελλάδα μπορεί, γιατί ‘’αν είσαι Ρωμηός της ορθοδόξου ευχαριστιακής Σύναξης, απαγορεύεται να είσαι ρατσιστής’’, εξηγεί ο Καθηγητής Κώστας Ζουράρις. Διαχέουμε τον πολιτισμό της καρδιάς, είμαστε στο συναμφότερον. Αν μπορούσαμε αυτό το κείμενο του Κέστνερ να το προωθήσουμε μέχρι την πολιτική ηγεσία της σημερινής Γερμανίας και των άλλων Ευρωπαίων ηγετών θα το κάναμε. Μα αν είναι δύσκολη η προώθηση, πιο δύσκολη είναι η ακρόαση και η κατανόηση. Άραγε ακούν; Κι όταν ακούν, κατανοούν; Τη θέση του Σολωμού, την κάνουμε ερώτημα: Είναι εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τες κουρταλεί;
Έρχονται δυσκολίες πάλι στην Ελλάδα. Το θέμα είναι, πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτή τη δυσκολία, γιατί αν κλειστούμε ο καθένας στον εαυτό του, θα διαλυθούμε ως κοινωνία, και πάει η Ελλάδα. Το θέμα είναι μέσα σ’ αυτή τη δυσκολία να μη χάσουμε τον άλλον και να μπορούμε να καθρεφτιζόμαστε στα μάτια του, χωρίς να ντρεπόμαστε. Το θέμα είναι πώς θα αντιμετωπίσουμε το σκοτάδι με αξιοπρέπεια. Αλλά αν ο πολίτης έχει το χρέος της κριτικής στάσης, οι ηγεσίες έχουν αυτό το χρέος στον κύβο.
‘’Για τη σωτηρία της Πατρίδας, όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι θα πρέπει να μπουν επί κεφαλής σ’ αυτή την αναγεννητική και σωτήρια κινητοποίηση, αφήνοντας τη στάση της αδράνειας και της σιωπής’’, επισημαίνει στη ‘’Σπίθα’’ ο Μίκης Θεοδωράκης και, μάς ζητεί ‘’να διεκδικήσουμε με κάθε δυνατό τρόπο τις λεγόμενες πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία, που οφείλει στην Ελλάδα για τις χιλιάδες δολοφονίες αθώων θυμάτων, τις ανυπολόγιστες καταστροφές και την κλοπή του πλούτου της χώρας’’. Την αφοβία μας, χρειάζεται η πατρίδα».