Αφήγηση: Σπυρίδου Σουμελίδου Όλγα (Σεϊμενάβα)
Γεννήθηκε στο Καρμούτ Αργυρούπολης του Πόντου
Πολλές φορές συνομίλησα με τις πόντιες ‘κοδέσποινες ,που ήρθαν από τις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου.
Πάντα οι αφηγήσεις των γιαγιάδων ήταν συναισθηματικά φορτισμένες από περιστατικά βίας και αδικίας, που σημάδεψαν τον πονεμένο ποντιακό ελληνισμό .
Η γυναίκα , η μάνα , η αδελφή ήταν ο μεγάλος αποδέκτης του ανθρώπινου πόνου και σπαραγμού.
Στο βαθμό που η γυναίκα δεν αποτέλεσε άμεσο στόχο εξόντωσης και αφανισμού, ήταν πάντοτε το ψυχικά καταδικασμένο και καταρακωμένο μέλος της ποντιακής οικογένειας και κοινωνίας.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καταλαμβάνει η αγάπη και ο πόνος προς το παιδί. Η πόντια μάνα ,τραγική εικόνα στην ποντιακή κοινωνία ,εκφράζει τη μεγάλη αγάπη και στοργή μέσα από το στοργικό νανούρισμα και το σπαρακτικό μοιρολόι της.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο δυστυχώς στην ποντιακή λαογραφία δεν έχουν γίνει σοβαρές και εμπεριστατωμένες έρευνες.
Το ποντιακό νανούρισμα και μοιρολόι δεν γνωρίζω, για ποιους λόγους δεν απασχόλησε σοβαρά την ποντιακή διανόηση.
Το παρακάτω ιστοριογράφημα , που μου αφηγήθηκε η αείμνηστη κελαρίστρα του ποντιακού λόγου ,η θεία Όλγα ,η Σεϊμενάβα,
επιβεβαιώνει απλά το παραπάνω συμπέρασμα.
Με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση το καταγράφω όπως ακριβώς μου το αφηγήθηκε ένα απόγευμα στο σπίτι του εγγονού της ,του Στεφανίδη Γιώργου στο Ανατολικό Πτολεμαίδος.
Ποντιακό Νανούρισμα.
Η Σωτήρα παίρ’ την Πόλ’, τ’ Αεργή το χαλινάρ.
Έρθεν Άγγελος κυρίου, εκούξεν ΄΄κυρά Μαρία, μαναχέσα ντό κοιμάσαι;΄΄
Μαναχέσα ‘κι κοιμούμαι, έχω Άγιον, και πέτραν,
έχω τον Άγιον Πέτρον, και τους δώδεκ’ αποστόλους!
Μά ντο κείνταν ‘ς σο κουνίν και θυμιάζ’νε τον Χριστόν, τον Χριστόν την Παναγίαν.
Άϊτε, άϊτε, άϊτε Ξυλάϊτε,
ξυλογόργορε γαμπρέ, το παιδίν ντ’ εβάφτισες, ελαδίτσαν έφαεν, οψαρίτσαν κούρτεσεν..
Όσα εποίγαμ’ ‘ς σο ρακίν και εκλώσταμ’ ‘ς σο κρασίν,
Η μάνα επελιγώθεν…το παιδίν εστραγκαλώθεν…
΄΄ Ατό έλεε μ ατο η γιάγια μ’, η Σοφία, για να κοιμούμαι ….
Όταν ετράνυνα έλεέ ‘με …μάθ’ατο , πολλά καλόν έν..΄΄