Αγαπητοί συμπατριώτες, ευχαριστώ από καρδιάς το χοροδιδάσκαλό μου, Νίκο Παλασίδη, για το προσκάλεσμα που μου έστειλε με τη ΄΄ καρδίας τη λαλίαν΄΄.
Τιμούμε σήμερα το δημιουργό ενός εγκάρδιου πονήματος, που δεν είναι άλλο από ένα κατάθεμα ψυχικών βιωμάτων και συγκινησιακών δρώμενων μιας ζωής.
Ο συγγραφέας του μέσα από τη βιωματική του εμπειρία συμπυκνώνει τα συναισθήματά του και τα αποκαλύπτει με τη δισυπόστατη ποντιακή έκφραση ,
το χορό και το τραγούδι.
Με τη δύναμη ,την πλαστικότητα ,την αμεσότητα και τη γλαφυρότητα της ποντιακής γλώσσας εξυμνεί τις δύο θεότητες, το χορό κα το τραγούδι.
Υμνώντας τον αείμνηστο Κουγιουμτσίδη Γιωργούλη , ανασταίνει το μουσηγέτη Απόλλωνα και τον ψυχοπομπό Ερμή. Οι τραγικοί διάλογοι του χάροντα με τον αθάνατο λυρωδό μας παραπέμπουν στα μαρμαρένια αλώνια του ακριτικού μας μεγαλείου.
Το δοξοστάρι του συγγραφέα προς το Γιωργούλη μας υπενθυμίζει την αντρειοσύνη του πόντιου αοιδού, που τρομάζει το χάροντα.
Ο πόντιος Δημόδοκος γνωρίζει την υπεροχή του, έχει αυτογνωσία ,γι αυτό προκαλεί το χάροντα:
Χάροντα ‘κι φοούμαι ‘σεν, εγώ είμ’ παλληκάρ’ ι,
Έλα, κόψον, άν επορείς τη τοξαρί μ’ το τσάρ’ ι.
Η δεύτερη ποιητική δοξαριά του συγγραφέα αναφέρεται στον πυρρίχιο
(την πυρρίχη όρχηση . έναν παιάνα νίκης της ζωής κατά του θανάτου.
Στον ρυθμό αυτό οι Κουρήτες διασώζουν το Δία, τον δημιουργό του σύμπαντος.
Ο πυρρίχιος είναι για το συγγραφέα ένα βιωματικό γίγνεσθαι, είναι τρόπος ζωής.
Εξ άλλου η ζωή είναι λόγος και ρυθμός, χωρίς το ένα δεν υφίσταται το άλλο.
Η ιστορική φωτογραφία στο οπισθόφυλλο του βιβλίου με τους ιπτάμενους πυρριχιστές
θα πρέπει να εμπνέει τη σύγχρονη ελληνική σκέψη , να διεγείρει τον ταπεινωμένο ελληνισμό και να γίνει σύμβολο εθνικής ανάτασης και δημιουργίας στους χαλεπούς, καιρούς που ζούμε.
Και ο επίλογος του βιβλίου έναν μοιροτρταγώδεμαν, σαν εκείνο της που σαν εφταβότανο μπόρεσε να γιατρέψει τον πόνο, μόνο οι άντρες κλαίνε μόνο αυτοί μπορούν να κλάψουν την αγάπη.
Ο Νίκος τραγούδησε την αγάπη του σαν άλλος ερωτόκριτος :
Αν θέλετεν μοιρολογώ κι αν θέλετεν ας κλαίω,
κι αν θέλετεν τα τέρτοπα μ’ απ’ έναν έναν λέγω.