Το μήνα Ιούλιο οι Πόντιοι τον έλεγαν Χορτοθέρ’ ή θερ’νός γιατί την περίοδο αυτή θέριζαν κυρίως τα άγρια χόρτα αλλά και τα σπαρτά τους.
Η μεγάλη θερμοκρασία του μήνα, που ήταν αρκετή για να ξεραθούν τα χόρτα, περιγράφεται από την λαϊκή παροιμία ως εξής:
Ο Μάρτ’ς μαραίν’ τα μάραντα, Απρίλτς τα μανουσάκια,
ο Χορτοθέρτς τα χορτάρα κι Αύγουστον παλικάρια.
Η γεωμορφία του εδάφους ήταν κυρίως ορεινή και πλούσια σε φυσική βλάστηση. Τα χορταριασμένα λιβάδια και τα παρχάρια του Πόντου ήταν ιδανικά βοσκοτόπια,
αλλά και πλούσιοι χορταρότοποι, που έπρεπε να θεριστούν τον Χορτοθέρ’.
Το σύνθημα ήταν γενικευμένο, έπρεπε όλοι να ξεχυθούν στους χορταρότοπους, στα χορταροσκεπασμένα λιβάδια, όπως λέει και το τραγούδι:
Λιβάδια κρύα ,δροσερά, χορταροσκεπασμένα.
Οι θεριστές έπρεπε να πάρουν το δρεπάνι και να ξεχυθούν στα λιβάδια:
’ς σο χορταρέρ’ τον τόπον. Η λαϊκή προτροπή ήταν ξεκάθαρη:
Έρθεν και ο χορτοθέρτς έπαρ’ το καγάν ‘ς σο χέρ’ σ’ .
Η ώριμη βλάστηση περίμενε τα εργατικά χέρια να σηκωθούν πολύ πρωί σύναυγα για να μαζέψουν τους καρπούς της γης.
Το λαϊκό ποντιακό τραγούδι μέσα σε λίγες στροφές μας δίνει τις όμορφες εικόνες του μήνα:
Επάτεσεν ο Χορτοθέρτς, τα ιπωρικά εβγαίν’νε,
Γαρτύν’νε τα χορταρικά, τα στάχια κιφαλών’νε.
Δρεπάνια τσελικούντανε, κερεντία ισάουν,
σελέκια κουβαλίουνταν ‘ς σα δώματα στοιβάουν.
Στο ξεκίνημα του θερισμού και μόλις έδεναν το πρώτο δεμάτι εύχονταν όλοι μαζί λέγοντας: ( άμποτε και του χρόνου ). Όταν τελείωνε ο θερισμός κατασκεύαζαν ένα μικρό φιλότεχνο δεμάτι ( το αποθέρ’) και το κρεμούσαν μπροστά στην πόρτα τους.
Οι χορτοθεριστάδες του Πόντου, γυναίκες με τα δρεπάνια ( καγάνε) και άντρες με τις κόσες ( κερεντία) ξεχύνονταν στο μόχθο του θερισμού. Οι γυναίκες μάζευαν το θερισμένο χόρτο με το αριστερό χέρι και αφού συμπλήρωναν μία χεριά ( έναν βούραν ή χερόβουλον) συμπλήρωναν το δεμάτι και πολλά δεμάτια μαζί έκαναν το σελέκ , ένα μεγάλο δεμάτι φορτίο, που αφού το έδεναν με τα σχοινιά (σελεκόσκοινα),
το φορτώνονταν στην πλάτη και το μετέφεραν στο σπίτι.
Η γυναίκα ήταν ο καλός θεριστής αλλά και το υποζύγιο μεταφοράς των χόρτων .
Απ’ ακεί πέραν έρχεται το σελέκ’ φορτωμέντσα,
ας σα νύχια ους την κορφήν σεβτάν καπατεμέντσα.
Η διαδικασία έφερνει κοντά άνδρες και γυναίκες ένας ιδιαίτερος ερωτισμός αναπτύσσονταν μεταξύ τους, τον οποίο επιβεβαιώνει το δημοτικό τραγούδι:
Έρθεν και ο Χορτοθέρτς, για έπαρ’ το καγάν ισ’,
έλα ‘ς σο χωράφ’ εύρ’ εμέ ,αν έεις Θεόν απάν ισ’.
Πολλές φορές ο ερωτόληπτος νέος θαύμαζε την αγαπημένη του και την τραγουδάγε:
΄Σ σον Άη Ηλίαν αφκακές, θερίζ’ τ’ εμόν τ’ αρνόπον
και ντ’ έμορφα και νόστιμα κρατεί το καγανόπον!
Το χόρτο (χορτάρ’) αποτελούσε πηγή ζωής για τα οικόσιτα ζώα( εντιλία) το χειμώνα.
Με αφορμή το θερισμό πολλοί νέοι και νέες είχαν τη δυνατότητα να συναντιόνται και να ερωτοτροπούν:
Θυμάσ’ όντες επέγναμε εντάμαν ‘ς σα χορτάρια.
κάθαν ρακάν και φίλεμαν , κάθαν κοιλάδ’ κ’ εγκάλεν.
Αφού δεμάτιαζαν ( εσελεκίαζαν) τα χόρτα, τα μετέφεραν με την πλάτη τους ή με τα ζώα στα ξηραντήρια ( ξεραντέρια) που ήταν χώροι κατασκευασμένοι από ξύλο για να αερίζεται και να ξεραίνεται το φρέσκο χόρτο.
Ο θερισμός, πέρα από την οικογενειακή του διάσταση, σε περιοχές, όπου υπήρχαν μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες, έδινε εργασία σε πολλούς εργάτες θεριστές, που έπαιρναν μαζί τους το προσωπικό τους δρεπάνι μαζί με το ακονιστήρι ( λιακόν ) και πήγαιναν για το μεροκάματο (κάματο). Αυτούς τους εργάτες τους έλεγαν ( Ρεντζιπέρτς)
Έρθεν πουλί μ’ ο Χορτοθέρτς, έρθανε και τ’ αλώνια
έγκεν χαράν ‘ς σοι ρεντζιπέρτς κ’ ελάρωσεν τα πόνια.
Ο νοικοκύρης ή το αφεντικό τους παρακινούσε να δουλέψουν υποσχόμενος καλό φαγητό.
Θερίστ’ αργάτ’, θερίστ’ αργάτ’, θα σπάζω την κοσάραν
κι αν ‘κι τελείται το χωράφ’, θα σπάζω την κασκάραν.