Πέρα από τις γνωστές ιδιότητες του ως φιλόσοφος και φιλόλογος, ο Γερμανός Φρίντριχ Νίτσε υπήρξε και ερασιτέχνης μουσικός. Η μουσική αποτελεί ένα εξαιρετικά οικείο πεδίο στοχασμού για τον Νίτσε. Η στενή σχέση του με την μουσική ξεκινάει από τα εφηβικά του χρόνια, τότε που συνθέτει μουσική για πιάνο, χορωδία και ορχήστρα. Από την εποχή των σπουδών του συνάπτει φιλικές σχέσεις με τον Ρίχαρντ Βάγκνερ. Η επιρροή που του ασκούν η προσωπικότητα, οι ιδέες και η μουσική ιδιοφυία του Βάγκνερ είναι παροιμιώδης. Ο θαυμασμός του για τον συνθέτη είναι τέτοιος, που του αφιερώνει το πρώτο του έργο με τίτλο Η γέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής (1872).
Η φιλοσοφική έρευνά του για την τέχνη επικεντρώνεται στη φύση της παρόρμησης που ωθεί στην παραγωγή έργων τέχνης. Στρέφει την έρευνα προς τον ίδιο τον καλλιτέχνη και όχι προς την περιγραφή της εμπειρίας του τι είναι ωραίο όπως γινόταν μέχρι πρότινος. Για τον Νίτσε ο καλλιτέχνης κάνει τον κόσμο καθρέφτη του εαυτού του, του δίνει νόημα και ομορφιά κάνοντάς τον υποφερτό. Ο ίδιος είπε πως είναι υπέρ των καλλιτεχνών περισσότερο από κάθε άλλο φιλόσοφο.
Όντας αδύνατο ένα τόσο σύντομο κείμενο να συνοψίσει το εύρος των ιδεών και του έργου του, θα εστιάσει μόνο στη θεμελιώδη αισθητική θεωρία του. Ερευνώντας στο πρώτο βιβλίο του την προέλευση της ελληνικής τραγωδίας, εισάγει τις έννοιες του απολλώνιου και του διονυσιακού.
Κατά το Νίτσε το απολλώνιο μαζί με το διονυσιακό στοιχείο αποτελούν τις πηγές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αυτά τα δυο στοιχεία αποτελούν ισχυρές παρορμήσεις βαθιά ριζωμένες στην ανθρώπινη φύση. Το πρώτο είναι συνυφασμένο με το Μουσαγέτη θεό Απόλλωνα, εκφράζει την τάξη, το μέτρο, την αρμονία, το φως, τη λογοκρατία και την ηρεμία της νόησης. Το δεύτερο ταυτίζεται με τον θεό του κρασιού, της έκστασης και του χορού, το Διόνυσο και εκφράζει την παράφορη χωρίς όρια και αναστολές αυθόρμητη δύναμη της βούλησης, το σκοτεινό πάθος, την μέθη και την ακρότητα του συναισθήματος.
Η αισθητική θεωρία του Νίτσε εντοπίζει πως στη μουσική οι εξάψεις της διονυσιακής έκστασης πειθαρχούν στην απολλώνια αρμονία, παίρνουν μορφή και γίνονται τέχνη. Για το Νίτσε η μουσική που είναι το πάντρεμα της διονυσιακής με την απολλώνια παρόρμηση γεννάει την τραγωδία.
Η γέννηση της τραγωδίας καταλήγει στην υπεράσπιση του μουσικού δράματος του Βάγκνερ. Βάση του βιβλίου το Βαγκνερικό μελόδραμα αποτελεί τη μετενσάρκωση της ελληνικής τραγωδίας. Ωστόσο η φιλία αυτή διακόπτεται αφότου ο Νίτσε απογοητεύεται από τον Βάγκνερ και τον κατηγορεί πως «πρόδωσε» τη μουσική.
Ο Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου του 1844 και πέθανε το 1900. Σπούδασε θεολογία και κλασική φιλολογία στα πανεπιστήμια της Βόνης και της Λειψίας. Εκτός από τον Βάγκνερ επηρεάστηκε και εξοικειώθηκε με το έργο του Σοπενχάουερ. Το 1868 ξεκίνησε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Όμως το 1879 αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την θέση του καθηγητή λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Από τούδε και εφεξής αφοσιώθηκε στη συγγραφή παρά τις αϋπνίες και τους πόνους στο κεφάλι και στα μάτια από τους οποίους υπέφερε. Το 1889 διαταράσσεται η ψυχική του υγεία και έκτοτε μέχρι τον θάνατό του ζει ως ψυχοπαθής. Ο Νίτσε αποτελεί τραγική φιγούρα ανθρώπου που δεν μπορούσε να βρει ανταπόκριση και αποδοχή από τους συγχρόνους του με αποτέλεσμα να απομονωθεί και να περιθωριοποιηθεί. Ο Στέφαν Τσβάιχ γράφει: «Ποτέ κανένας ερημίτης, αναχωρητής ή στυλίτης δεν εγκαταλείφθηκε τόσο άγρια… Γιατί όλοι οι φανατικοί της πίστης μέσα στην απόλυτη ερημιά τους είχαν τουλάχιστον τη σκιά του Θεού τους στο καλύβι ή στο στυλό τους. Αυτός όμως που σκότωσε τον Θεό, δεν είχε ούτε θεό ούτε άνθρωπο κοντά του».