Του Μιχάλη Πιτένη
Πρόκειται για αναμφισβήτητη παραδοχή. Η κρίση άλλαξε και την πολιτική σκηνή της χώρας. Όχι ως προς τα πρόσωπα, αλλά ως προς τα σκηνικά και τα κοστούμια. Δεν άλλαξε, όμως, το έργο. Κάποιες μικροεπεμβάσεις στο κείμενο με την προσθήκη ορισμένων φράσεων στις οποίες απαραιτήτως συμπεριλαμβάνεται και η λέξη «μεταρρύθμιση», η ενδυνάμωση και η χρονική αύξηση κάποιων μικρών, μέχρι πριν λίγο καιρό, ρόλων και η δημιουργία ορισμένων νέων που αν έλειπαν δεν θα αφαιρούσαν κάτι απ΄ την πλοκή, αλλά συντηρούνται γιατί κάνουν την απαραίτητη φασαρία και εν τέλει βοηθούν και αυτοί στο να επιτυγχάνεται το βασικό ζητούμενο. Ο αποπροσανατολισμός.
Λογικό δεν είναι; Ειδικά όταν και αυτό το έργο είναι γραμμένο με την παλιά, καλή και άκρως ελληνική συνταγή. Χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Χωρίς το θέμα του να είναι ξεκάθαρο και δοσμένο με τη σαφήνεια που απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές.
Έτσι πηγαίναμε, για χρόνια, έτσι συνεχίζουμε να πηγαίνουμε και σήμερα. Το ότι το σήμερα διαφέρει δραματικά με το χθες δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν σοβαρά, παρά τις περί του αντιθέτου εκφραζόμενες απόψεις. Η πράξη μετράει και εκεί αποδεικνύεται πως δεν υπάρχει η θέληση, ή μήπως η ικανότητα;- να συγχρονιστούμε με τις απαιτήσεις και τα ζητούμενα των καιρών.
Δέστε την εικόνα. Τα καθίσματα στην πλατεία και τους εξώστες του θεάτρου αδειάζουν απ΄ τους έντρομους θεατές που βλέπουν τους καπνούς να πυκνώνουν και υποθέτουν, σωστά, πως σε λίγο θα φανεί και η φωτιά, και οι επί της (πολιτικής) σκηνής ευρισκόμενοι συνεχίζουν αμέριμνοι και απτόητοι να παίζουν τους ρόλους τους. Άλλος του σοβαρού και συνάμα εργατικού που θα τα κλείσει όλα και θα τα ξαναχτίσει σωστά απ΄ την αρχή μέσα σε τρεις μέρες, τρεις μήνες, ή τρία τέρμινα, άλλος του σταθερού και υπεύθυνου που μπορεί να μιλάει ακατάπαυστα επί μήνες αρκεί να σε πείσει γι΄ αυτά του τα χαρίσματα, άλλος του προβληματισμένου και αναποφάσιστου που ναι μεν αναγνωρίζει πως δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη σωτηρία της χώρας αλλά ο ίδιος θα πάει απ΄ τον παράλληλο για κάθε ενδεχόμενο, άλλος του επερχόμενου σωτήρα που δεν κατάφερε ακόμα να ξεκαθαρίσει αν μόλις αναλάβει θα εξαφανίσει αμέσως όλα μας τα προβλήματα ή όλους εμάς για να μην μας βρίσκουν οι δανειστές και ζητούν τα χρωστούμενα, άλλος του… ψεκασμένου αλλά και υποψιασμένου που γνωρίζει κάθε νόσο και συνομωσία και είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τις αποκαλύψει και να τις θεραπεύσει, άλλος εκπέμπει τα επαναστατικά του μηνύματα αλλά έχει ξεχάσει να τα μετατρέψει απ΄ τη γλώσσα που είχαν γραφτεί πριν πολλά χρόνια στη σημερινή γλώσσα για να τα καταλάβει, επιτέλους, και ο λαός, και ο άλλος με τεντωμένο το δεξί του χέρι για να επιβεβαιώνει τον… αρχαιοελληνικό του πολιτισμό, ψάχνει ανάμεσα στους θεατές μήπως και εντοπίσει κάποιον μαύρο και ψηλό για να του προσφέρει μια μπανάνα προκειμένου να αποδείξει τη θεωρία του πως εφόσον δεχτεί, πράγμα που θα έκανε και ο χιμπατζής, τελικά δεν διαφέρουν.
Το θέατρο αδειάζει, οι φλόγες πια τυλίγουν τα καθίσματα, αλλά, Ω, του θαύματος!- δεν πλησιάζουν καν τη σκηνή. Αυτή μένει τελικά ανέπαφη, όπως και οι υποκριτές (σ. σ. οι ηθοποιοί) που βρίσκονται ακόμα πάνω της. Συνεπείς, ταγμένοι και υπεύθυνοι, θα ολοκληρώσουν το ρόλο και το έργο τους, ακόμα και ο κόσμος να καεί…