Η 31η Μαίου είναι η παγκόσμια ημέρα κατά του καπνίσματος, μια μέρα, που φέρνει στη θύμησή μας εικόνες και αναμνήσεις από τη γενιά των παππούδων μας, που έζησαν μαζί με τη μεγάλη τους φτώχια και το μεγάλο διωγμό του στριφτού τσιγάρου.
Η πιο αξέχαστη εικόνα από την καθημερινότητα τους ήταν η στιγμή, που μετά το φαγητό έβγαζαν την ασημένια τους ταμπακέρα με τα τσιγαριλίκια ( καπνός ,τσιγαρόχαρτα) θρονιάζονταν στον καναπέ( σετίρ) και άρχιζαν με μεγάλη μαεστρία να στρίβουν το τσιγάρο με το μυρωδάτο καπνό, που στη συνέχεια το άναβαν με τον πετρελαιοαναπτήρα (τσαχμάχ) ή με τα σπίρτα του ελληνικού μονοπωλίου ( κυρπίτια).
Κάπως έτσι πέρασαν τα μεταπροσφυγικά χρόνια, αφού ο πρώτος νόμος, που ψήφισαν οι ελλαδικές κυβερνήσεις το 1925, ήταν η απαγόρευση του καπνίσματος από τους πρόσφυγες καπνοπαραγωγούς.
Οι πρόσφυγες καπνοπαραγωγοί της Σμύρνης και της Σαμψούντας δεν μπορούσαν να καπνίσουν το μαγικό χόρτο της σοδιάς τους.
Και τότε άρχισε το παράνομο κάπνισμα να γίνεται το εθνικό τους σπορ.
Σε κάθε προσφυγικό σπίτι υπήρχε το ιδιωτικό σιγαροποιείο.
Ο κάθε παραγωγός ξεχώριζε από την σοδιά του τα καλύτερα φύλλα (μαξούλι) συνήθως πεντακάθαρα και χρυσαφένια φτιάχνοντας το δικό του χαρμάνι από μίγμα διαφόρων ποικιλιών και χεριών.
Υπήρχαν όμως και ειδικοί χαρμανιάρηδες, συνήθως Σμυρνιοί, που κατείχαν πολύ καλά την τέχνη αυτή.
Ένας από τους καλύτερους χαρμανιάρηδες στο Ανατολικό ήταν ο Κολτεριώτης Μιμικάρας Απόστολος.
Ο μπαρπα- Αποστόλης άπλωνε ένα άσπρο σεντόνι κατάχαμα και αφού έριχνε τα καπνόφυλλα γύρω του μάζευε με ταχυδακτυλουργική ακρίβεια τα κατάλληλα φύλλα, τα έβαζε σε διάφορα πανεράκια προκειμένου να κάνει το γλυκόπιοτο ή το σέρτικο χαρμάνι.
Όλοι οι καπνιστές ζητούσαν από το σμυρνιό χαρμανιάρη να τους δώσει ΄΄ένα τσιγαριλίκι.΄΄
Τα εκλεκτά καπνόφυλλα, αφού τα μάζευαν, στη συνέχεια τα ψέκαζαν για να μαλακώσουν και τα έκοβαν με το Χαβάνι ( χαβάν). Το χαβάνι ήταν ένα πολύ κοφτερό μαχαίρι 40 εκατοστών στεριωμένο σε έναν άξονα με ξύλινο χερούλι .
Συνήθως το κατασκεύαζαν από παλιά δρεπάνια, γιατί ήταν παράνομο και όποιος συλλαμβάνονταν να κατέχει χαβάνι, τιμωρούνταν.
Οι χαβανετσήδες, ( κόφτες του καπνού) ήταν ένα παράνομο επάγγελμα, που ξεκίναγε αμέσως μετά την ξήρανση του καπνού. Όσο πιο πολύ ψιλόκοβαν τον καπνό τόσο καλύτεροι θεωρούνταν.
Έπαιρναν τον καπνό από τους παραγωγούς, τον έκοβαν ή για λαθρεμπορία ή για προσωπική χρήση του πελάτη τους και πληρώνονταν με την οκά.
Μια φορά μάλιστα ένας καλός χαβανετσής από τα Κομνηνά έκοψε για έναν συγχωριανό του 85 οκάδες καπνό. Όταν όμως του ζήτησε τα χρήματα, αυτός τον απάντησε στα ποντιακά: ( Εφτάς και αοίκον δουλείαν!.. ατώρα πάω και δίω ‘σε ‘ς σο χέρ’= θα σε καταδώσω ). Έτσι ο καημένος ο χαβανετσής έχασε τα μεροκάματά του.
Το λαθρεμπόριο καπνού στα μεταπροσφυγικά χρόνια ήταν ένα προσφιλές επάγγελμα, αφού τα καπνά της Εορδαίας ( μυρωδάτα Σμύρνης ) ήταν φημισμένα στις αγορές της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης.
Ξεκινούσαν οι παππούδες μας (τιτιντσήδες)νύχτα με τα πόδια, φορτωμένοι με το παράνομο φορτίο διέσχιζαν το Βέρμιο και πουλούσαν τον ψιλοκομμένο καπνό στα παζάρια της Βέροιας και της Νάουσας για να βγάλουν ένα χαρτζιλίκι για τις ανάγκες του σπιτιού.
Όποιος συλλαμβάνονταν κατάσχονταν ο καπνός του και πλήρωνε πρόστιμο.
Πρόστιμο πλήρωναν και οι λαθροκαπνιστές, αυτοί δηλαδή που δεν κατείχαν επάνω τους την ετήσια άδεια καπνίσματος από την αστυνομία. Πέραν όμως από την άδεια οι καπνιστές πλήρωναν και το φόρο καπνίσματος, αφού ήταν υποχρεωμένοι να προμηθεύονται τα τσιγαρόχαρτα του βασιλικού μονοπωλίου της Ελλάδος.
Τα τσιγαρόχαρτα με τις ηχηρές τους ονομασίες ( Κλειώ, Ωραία Ελένη, Ανθή ,Ευανθία) στην αρχή ήταν ένδειξη πλούτου, γι αυτούς που τα χρησιμοποιούσαν . Οι περισσότεροι πρόσφυγες έκοβαν χαρτιά από εφημερίδες και βιβλία και έστριβαν τα τσιγάρα τους.
Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος μεταξύ δύο θεριακλήδων καπνιστών του Ανατολικού, όπου ρωτά ο ένας τον άλλο: από τσιγαρόχαρτα πώς πάς;
Και τον απαντάει ο άλλος στα ποντιακά: (την πρώτην ετελείωσα και ‘ς ση δευτέραν εσέβα.) είχε κάπνισει τα φύλλα του αναγνωστικού της πρώτης τάξης του εγγονού του και άρχισε να καπνίζει και της δευτέρας τάξης.
Το πακέτο υποκαθιστούσε η ταμπακέρα, που και αυτή, όταν δεν υπήρχε, χρησιμοποιούσαν τη σακούλα του καπνού ( καπνοσάκουλαν)
Η ταμπακέρα ανάλογα με την κατασκευή και τον διάκοσμό της συμβόλιζε και την κοινωνική θέση του κατόχου της. Συνήθως πάνω της ήταν χαραγμένο το ηλιοβασίλεμα, γι αυτό έλεγαν το τραγούδι: Ο ήλεν εβασίλεψεν απάν ‘ς σην Ταπακέρα μ’.
Στον Πόντο μάλιστα οι κάτοχοι ακριβών ταμπακέρων ήταν οι μπέηδες και οι αριστοκράτες της εποχής με τα αρχικά τους χαραγμένα πάνω της. Η κατοχή επώνυμης ταμπακέρας για κάποιον αποτελούσε άτυπο αλλά ασφαλές διαβατήριο στην οθωμανική επικράτεια.
Το κάπνισμα ήταν ένδειξη ανδρισμού και κοινωνικής καταξίωσης και επομένως κάθε παρελκόμενο είχε το δικό του συμβολισμό.
Οι νέοι άνδρες, μέχρι να πάνε στρατιώτες, απαγορευόταν να καπνίζουν μπροστά στους μεγαλύτερους, γιατί το κάπνισμα αποτελούσε σύμβολο σεξουαλικής χειραφέτησης και ανδρισμού.
Στα ποντιακά τραγούδια ήταν εμφανείς και οι δύο έννοιες. Ο καπνιστής μπορούσε να ορκιστεί στο τσιγάρο που κρατούσε:
Μά το τσιγάρον, ντο κρατώ και το τιτίν, (καπνό)ντο πίνω,
και μά την καπνοσάκουλα μ’, εγώ εσέν ‘κι αφήνω..
Τσιγάρον σίτ’ ετύλιζα, το χαρτίν ετσερίεν,
με τ’ αρνόπο μ’ σίτ’ έπαιζα, το σπαρέλν ατς ελύεν..
Πίνω το τσιμπούκ’ πίνω, μυρίζ’ η λιλέ μ’, μυρίζ’
κι ας ση πόρτας τ’ αραλούκ’, μυρίζ’ η σεβτά, μυρίζ’.
Το στριφτό τσιγάρο και τα τσιγαρόχαρτα με τους λαϊκούς τσιγαροποιούς πέρασαν στο μύθο και τα λαϊκά ρομάντζα μετά την έλευση των τσιγαρομηχανών. Το τσιγάρο με το χέρι έγινε μηχανοποιημένο, σπέσιαλ, έτοιμο, χαζίρικο. Τα καπνοπωλεία έγιναν περίπτερα.
Όποια εξέλιξη και μορφή κι αν είχε ,ένα είναι σίγουρο, ότι ταυτίστηκε με τα ντέρτια και τους καημούς του Έλληνα, που δεν μπόρεσε να απαγκιστρωθεί ποτέ από τον παλιό αλλά σκανδαλιάρη σύντροφο του, το τσιγάρο.