Γράφει ο Σίσκος Παναγιώτης δικηγόρος Πτολεμαΐδας
μεταπτυχιακές σπουδές Ποινικού Δικαίου
Προφυλάκιση: Ένας όρος που έπαυσε να υπάρχει στο ποινικό δικονομικό δίκαιο της Ελλάδας ήδη από το 1981, όταν η χώρα μας επιδίωξε να εναρμονιστεί με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αντικαθιστώντας τον άκομψο όρο «προφυλάκιση» με τον έκτοτε ισχύοντα όρο «προσωρινή κράτηση». Μέχρι τότε η πάλαι προφυλάκιση επιβαλλόταν υποχρεωτικά σε περίπτωση σοβαρών ενδείξεων ενοχής τέλεσης κακουργήματος και δυνητικά σε περίπτωση πλημμελήματος, διαδραματίζοντας ένα ρόλο προ-ποινής, ήδη από το «ευαίσθητο» στάδιο της προδικασίας, δηλαδή σε στάδιο προγενέστερο της ωρίμανσης της υπόθεσης.
Το αποτέλεσμα; Γέμιζαν οι φυλακές με προφυλακισμένους υπόδικους. Αν μετρούσε κανείς τον πληθυσμό των φυλακών, σε δύο καταδικασθέντες αντιστοιχούσε πάνω-κάτω ένας υπόδικος! Το πρόβλημα από άποψη ανθρωπιστική ήταν τεράστιο. Η κατάχρηση του θεσμού ήταν προφανής, οφειλόμενη στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης η οποία απαιτούσε «σοβαρές» ενδείξεις ενοχής (δηλαδή ενδείξεις που άγγιζαν σχεδόν την πλήρη βεβαιότητα) και όχι απλώς «επαρκείς» ενδείξεις ενοχής. Στην πορεία λοιπόν ένα μεγάλο μέρος από τους προφυλακισθέντες είτε απαλλάσσονταν με βούλευμα είτε αθωώνονταν στο ακροατήριο πράγμα που δείχνει ότι αδίκως κρατούνταν τόσο καιρό, μόνο και μόνο επειδή υπήρχαν ενδείξεις (δηλαδή όχι πλήρης βεβαιότητα) ότι ήσαν ένοχοι για τέλεση κακουργήματος.
Προς συρρίκνωση των απαράδεκτων αυτών φαινομένων και προς εναρμόνιση με την ΕΣΔΑ ο όρος «προφυλάκιση» έπαυσε να υπάρχει στην ποινική δικονομία ως τέτοιος και αντικαταστάθηκε με τον όρο «προσωρινή κράτηση». Δυστυχώς όμως δεν έπαυσε να χρησιμοποιείται και από δημοσιογράφους οι οποίοι σε κάθε ποινική υπόθεση, ίσως από άγνοια, ίσως προς εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης, ίσως από άγνωστο λόγο, συνεχίζουν εν έτει 2013, να χρησιμοποιούν τους όρους «προφυλάκιση», «προφυλακίστηκε», «κρίθηκε προφυλακιστέος» αντί των ορθών όρων «προσωρινή κράτηση», «κρατείται προσωρινά», «κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος» κλπ.
Άραγε έχει διαφορά ο όρος «προφυλάκιση» από τον όρο «προσωρινή κράτηση»; Το θέμα δεν άπτεται απλώς της ορθότητας της χρήσης του όρου, αλλά είναι ζήτημα ανθρωπισμού και ζήτημα νομικού πολιτισμού.
Πρώτον, ο όρος προφυλάκιση σημαίνει φυλάκιση πριν από τη φυλάκιση, άρα μία προπαρασκευαστική ποινή, σε στάδιο πριν από την κύρια ποινή. Στο προγενέστερο όμως στάδιο της προδικασίας, κατά το οποίο δεν έχει ακόμη κριθεί η ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και κατά το οποίο οι αποδείξεις είναι τόσο ισχνές, είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για ποινή; Για στιγματισμό; Για τιμωρία;
Η προσωρινή κράτηση έχει σκοπούς τελείως διαφορετικούς από αυτούς της ποινής, οι οποίοι και θα πρέπει να καταστούν αντιληπτοί και από τα ΜΜΕ, αλλά και από το τηλεοπτικό και αναγνωστικό κοινό. Και ο σκοποί αυτοί δεν είναι άλλοι από α) το να παραμείνει ο κατηγορούμενος υπό τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας, ώστε να εξασφαλιστεί τόσο η εμφάνιση και παραμονή του στο δικαστήριο (εάν παραπεμφθεί βεβαίως) όσο και η μεταγενέστερη έκτιση της ποινής (εάν και εφόσον κριθεί ένοχος και του επιβληθεί ποινή) – εν ολίγοις, να μην ξεφύγει από τον έλεγχο των αρχών, να μην φύγει στο εξωτερικό, να μην κρυφτεί κλπ. – και β) το να αποτραπεί ο κατηγορούμενος από την τέλεση νέων αδικημάτων. Πρόκειται για σκοπούς αντίστοιχους με αυτούς της αυτόφωρης διαδικασίας στα πλημμελήματα όταν δικάζονται την επόμενη (ή συνήθως τις αμέσως επόμενες) μέρα από τη διάπραξη. Μόνο που εκεί ο κατηγορούμενος θα δικαστεί για πλημμέλημα, αρκούντος του γεγονότος ότι «τον έπιασαν», ενώ εδώ για κακούργημα, για κάτι ποινικά σοβαρότερο, οπότε και παρεμβάλλεται ένα προπαρασκευαστικό στάδιο συλλογής αποδείξεων που να συνηγορούν υπέρ της παραπομπής του. Και το ζήτημα είναι τι θα γίνει κατά το στάδιο αυτό: Πώς θα εξασφαλιστεί η εμφάνισή του στο δικαστήριο και η μεταγενέστερη ενδεχομένως έκτιση της ποινής; Εάν δεν επαρκούν άλλοι περιοριστικοί όροι (π.χ. παροχή χρηματικής εγγύησης ή απαγόρευση εξόδου από τη χώρα ή υποχρεωτική εμφάνιση κάθε τόσο στις ανακριτικές-αστυνομικές αρχές), τότε ως έσχατο μέσο του επιβάλλεται η προσωρινή κράτηση. Όχι όμως με σκοπό την τιμωρία-ανταπόδοση ή τη διόρθωσή του–ειδική πρόληψη (όπως η ποινή).
Δεύτερον, η χρήση του όρου «προφυλάκιση» δεν συνάδει ούτε με το αναγνωρισμένο από όλα τα πολιτισμένα κράτη τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Όταν ο τηλεθεατής, ο ακροατής ή ο αναγνώστης ως δέκτης ακούει ή βλέπει τη λέξη «προφυλάκιση», δηλαδή προ-ποινή, δημιουργείται σε αυτόν η εντύπωση ότι ο «προφυλακισθείς» είναι και ένοχος. Για την επιβολή της προσωρινής κράτησης όμως δεν προϋποτίθεται η πλήρης βεβαιότητα περί της ενοχής, αλλά κάτι λιγότερο (σοβαρές ενδείξεις ενοχής). Και αυτό το κάτι λιγότερο από την βεβαιωμένη ενοχή είναι το στοιχείο «που κάνει τη διαφορά».
Δεκάδες είναι οι λόγοι που ακόμη και αν συλληφθεί κάποιος επ’ αυτοφώρω, που ακόμα κι αν τον δουν δεκάδες ή και εκατοντάδες ή και αμέτρητα μάτια να τελεί κάποιο κακούργημα, συνηγορούν υπέρ της αθώωσής του. Και αυτοί οι λόγοι μπορεί αποδεικτικά να προκύψουν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και να μην ήταν γνωστοί στο αρμόδιο όργανο που επέβαλλε την προσωρινή κράτηση. Μπορεί ο κατηγορούμενος να βρισκόταν σε άμυνα, σε κατάσταση ανάγκης ή σε εκπλήρωση καθήκοντος. Ενδεχομένως να μην είχε υποκειμενικά τον απαιτούμενο δόλο, ή να βρισκόταν σε πλήρη κατάσταση διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή σε κατάσταση που δεν του έδινε τα περιθώρια επιλογής να πράξει κάτι διαφορετικό από αυτό που πράγματι έπραξε.
Με ποιο δικαίωμα λοιπόν όσοι κάνουν χρήση του όρου «προ-φυλάκιση», δημιουργούν την εντύπωση της ενοχής; Σε ένα στάδιο που το τεκμήριο αθωότητας ουδόλως έχει τρωθεί; Αντίθετα ο όρος προσωρινή κράτηση δηλώνει ακριβώς αυτό: Kρατήθηκε προσωρινά προκειμένου να εξασφαλιστεί η εμφάνισή του στο δικαστήριο και προκειμένου να μην φύγει και να μην κρυφτεί ή να μην τελέσει και άλλα αδικήματα. Μπορεί όμως να είναι και αθώος! Και αυτή η (έστω μικρή) πιθανότητα αθώωσης είναι στοιχείο κρίσιμο το οποίο θα πρέπει να υπολογίζεται και να προβληματίσει τους πάντες. Και τα ΜΜΕ και τους δέκτες αυτών.