Τον τελευταίο μήνα, λόγω των ανασκαφών στην Αμφίπολη, το ενδιαφέρον των ΜΜΕ και πολλών ανθρώπων στράφηκε προς την ιστορία του τόπου με παρόμοιο οπαδικό ενθουσιασμό όπως είχε στραφεί πριν από λίγους μήνες προς τους αγώνες της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο μουντιάλ. Ο παραλληλισμός των δυο γεγονότων (του μουντιάλ και των ανασκαφών) δεν είναι τυχαίος, αφού και στις δυο περιπτώσεις οι τηλεοπτικοί «οπαδοί» αποζητούν την αφορμή για εξύψωση του πρόσφατα πληγωμένου, από την κρίση, εθνικού φρονήματός τους. Μεγάλη μερίδα των εν λόγω «οπαδών» είναι ο ίδιος κόσμος, που αφενός ποτέ του στο παρελθόν δεν πήγε ούτε στο μέλλον θα πάει να δει έναν αγώνα ποδοσφαίρου στο γήπεδο και αφετέρου που ποτέ δεν επισκέφτηκε ή θα επισκεφτεί ένα μουσείο ή έναν αρχαιολογικό χώρο. Φυσικά είναι ο κόσμος που, όταν τεθεί το ζήτημα, θα τοποθετηθεί υπέρ της επιστροφής των ελγίνειων μαρμάρων αν και ποτέ δεν μπήκε ή θα μπει στον κόπο να επισκεφτεί το ήδη υπάρχον εκπληκτικό μουσείο της Ακρόπολης.
Το πρόβλημα όμως προκύπτει από την στιγμή που τον οπαδικό ενθουσιασμό διαδέχεται η ημιμάθεια και αυτήν με την σειρά της η στείρα εθνοκεντρική κομπορρημοσύνη. Το ζήτημα του «ένδοξου» παρελθόντος και την διαλεκτική σχέση του με την νεοελληνική πραγματικότητα το πραγματεύτηκε στα έργα της η λεγόμενη γενιά του ’30. Ο Σεφέρης, που αποτελεί βασικό εκπρόσωπο αυτού του λογοτεχνικού κινήματος, στην ποιητική του συλλογή Μυθιστόρημα (1935) θέτει ακριβώς το ζήτημα της επικοινωνίας με το παρελθόν, της συνομιλίας με την παράδοση. Η γενιά του ’30 επεξεργάστηκε το ζήτημα της ελληνικότητας με τέτοιο τρόπο που δεν αποτελεί απροβλημάτιστο εθνοκεντρισμό ή απλή αξιοποίηση στοιχείων της παράδοσης σε κάποιο λογοτεχνικό ή ζωγραφικό έργο αλλά αποτελεί συνθήκη που επιτρέπει την συνομιλία παρελθόντος – παρόντος, ζωντανών – νεκρών.
Πράγματι, το ζήτημα που τέθηκε την εποχή εκείνη είναι επίκαιρο μέχρι σήμερα, αφού τα διάφορα «εθνικής» σημασίας γεγονότα της επικαιρότητας επαναφέρουν διαρκώς το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης. Ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας αναφέρει πως η πρόκληση για το κίνημα αυτό ήταν ο συμβιβασμός συνείδησης και ταυτότητας. Ως εκ τούτου η ελληνικότητα προέκυψε ως μια προσπάθεια συγκερασμού ταυτότητας και συνείδησης, αισθητικής και ιστορίας, επινόησης και βιώματος.
Ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την ιδέα της αναζήτησης και του εξερευνητικού ταξιδιού. Στο έργο αυτό εγκαταλείπει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, εξερευνά τον ελληνικό μύθο και την ελληνική ιστορία. Οι πολλές αναφορές του στην «αναχώρηση» και την «αναμονή» υπαινίσσονται την επείγουσα προσπάθεια του σύγχρονου Έλληνα να συμβιβαστεί με το αρχαίο και πρόσφατο παρελθόν του πολιτισμού του.
Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 στη Σμύρνη, τελείωσε το σχολείο στην Αθήνα και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι. Μέχρι 25 χρονών ζει στο εξωτερικό και έρχεται σε επαφή με τα ποιητικά ρεύματα που αλλάζουν τη λογοτεχνία μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Στα τέλη του 1926 ξεκίνησε την σταδιοδρομία του στο διπλωματικό σώμα, η οποία κορυφώθηκε με την τοποθέτησή του στη θέση του Πρέσβη στο Λονδίνο από το 1957 ως το 1962. Το 1963 του απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας. Σαν αύριο, 20 Σεπτεμβρίου κλείνουν 43 χρόνια από τον θάνατο του.
Τελικώς μπορεί να μην εντοπιστεί στην Αμφίπολη ο τάφος του Μ. Αλεξάνδρου ωστόσο εμείς στην Εορδαία μπορούμε να «ανακαλύψουμε» έργα του Σεφέρη αλλά και άλλων ποιητών της γενιάς του ’30 όπως των Ελύτη και Εμπειρίκου στη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης μας.