Μεσάζοντες και σουπερμάρκετ πνίγουν τους αγρότες και φουσκώνουν αδικαιολόγητα τις τιμές των οπωροκηπευτικών στην Ελλάδα, σύμφωνα με το πόρισμα έρευνας που έκανε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην αγορά των οπωροκηπευτικών για την περίοδο από το 2005 μέχρι το 2011.
Κύριο συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι οι χονδρέμποροι και οι λιανέμποροι είναι αυτοί που διαμορφώνουν τις τιμές στην αγορά και ουσιαστικά εκμεταλλευόμενοι την αδύναμη διαπραγματευτική θέση των παραγωγών, τον κατακερματισμό του κλήρου και την απουσία σύγχρονων και αποτελεσματικών συνεταιρισμών, διαμορφώνουν υπέρ τους τις τιμές και σε βάρος των παραγωγών και των καταναλωτών.
Σύμφωνα με την κλαδική έρευνα οι χονδρέμποροι και το λιανεμπόριο καρπώνονται σήμερα το 60% της τιμής στα φρούτα και λαχανικά που παράγονται στην Ελλάδα, ενώ στους παραγωγούς αντιστοιχεί το υπόλοιπο 40% της τελικής τιμής, σε μια αγορά που, ενώ οι τιμές λιανικής και το κόστος καλλιέργειας ανεβαίνουν διαρκώς (2005-2010), οι τιμές παραγωγού υποχωρούν.
Η κλαδική έρευνα για τα οπωροκηπευτικά περιέλαβε επτά προϊόντα με βασικό κριτήριο τη συμμετοχή τους στο καλάθι της νοικοκυράς: τα μήλα, τα πορτοκάλια, τα ροδάκινα, τις πατάτες, τις ντομάτες, τα αγγούρια και τα μαρούλια. Σε όλα καταγράφεται σταθερή αύξηση τιμών μέχρι και το 2010 ενώ έκτοτε οι τιμές έχουν υποχωρήσει περίπου 5%, ποσοστό απειροελάχιστο σε σχέση με τις επιπτώσεις της κρίσης στην τσέπη των καταναλωτών.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη ότι όταν ο καταναλωτής πληρώνει για ένα προϊόν 1,25 ευρώ, το μισό ευρώ αντιστοιχεί στον παραγωγό, 35 λεπτά πάνε στον λιανέμπορο, άλλα 28 λεπτά στον χονδρέμπορο και 12 λεπτά στο κράτος μέσω του ΦΠΑ 9%. Σε επιμέρους προϊόντα τα περιθώρια κέρδους των λιανεμπόρων είναι ακόμη μεγαλύτερα καθώς στα μήλα φτάνουν το 39% της τελικής τιμής, στην ντομάτα το 35%, στο αγγούρι το 33% και στο πορτοκάλι το 27%. Οι χονδρέμποροι κερδίζουν το 33% της τιμής στο ροδάκινο και το 26% κατά μέσο όρο στο μαρούλι.
Ενδεικτική είναι η παρατήρηση πως ενώ οι παραγωγοί μειώνουν τις τιμές τους, μεσάζοντες και σουπερμάρκετ αργούν να ανταποκριθούν και να περάσουν τις μειώσεις στον καταναλωτή.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπιστώνει πως «η κραταιά παρουσία χονδρεμπόρων στην εφοδιαστική αλυσίδα είναι ιδιαίτερα εμφανής καθώς είναι αυτοί που προμηθεύουν τους εμπόρους των λαϊκών αγορών (κατέχουν το 50% των πάγκων), αποτελούν την κύρια κατηγορία προμηθευτών των σουπερμάρκετ σε ποσοστά από 45% έως 75% των προϊόντων, ενώ μεσολαβούν για τη διάθεση οπωροκηπευτικών στα μανάβικα όλης της χώρας.
Η έρευνα των 350 σελίδων που πρόκειται να δημοσιευτεί αναλυτικά τις επόμενες ημέρες στην ιστοσελίδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού εισηγείται μεταξύ άλλων πέντε βασικές παρεμβάσεις:
1. Επιχορήγηση αγροτικών συνεταιρισμών
Αποτελεί βασική πρόταση της Επιτροπής Ανταγωνισμού να δοθούν κίνητρα μέσω του αναπτυξιακού νόμου ώστε να δημιουργηθούν νέοι συνεταιρισμοί και να αναδιοργανωθούν οι υφιστάμενοι για να γίνουν πιο αποτελεσματικοί. Στόχος είναι να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση των αγροτών, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων έχει μικρούς κλήρους. Υπάρχουν 860.000 αγροτικές μικρομεσαίες εκμεταλλεύσεις (47 στρέμματα), όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 126 στρέμματα, ενώ σχεδόν το 50% της συνολικής χρησιμοποιούμενης αγροτικής έκτασης στην Ελλάδα αφορά καλλιέργειες μικρότερες των 20 στρεμμάτων. Την ίδια στιγμή, μόλις το 14% των παραγωγών οπωροκηπευτικών στην Ελλάδα είναι οργανωμένοι σε συλλογικές δομές, όταν στην Ισπανία είναι 40%, στη Γαλλία 45%, στην Ιταλία 28%, και στο Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες το ποσοστό φτάνει το 80%. Με βάση στοιχεία του 2009, στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 7.200 ομάδες παραγωγών/συνεταιρισμοί, 114 ενώσεις συνεταιρισμών, 19 κεντρικές ενώσεις και 2 συνομοσπονδίες.
2. Νέου τύπου λαϊκές αγορές
Σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού απαιτούνται αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των λαϊκών αγορών όπου διακινείται το 58% των φρούτων και λαχανικών (το 32% έχουν τα σουπερμάρκετ και το 10% τα μανάβικα). Προτείνει να αλλάξει προς όφελος των παραγωγών η ισορροπία των αδειών που σήμερα μοιράζονται κατά 50% στους αγρότες και κατά 50% στους εμπόρους, ώστε να περιοριστεί η εμπλοκή μεσαζόντων. Παράλληλα η Επιτροπή συστήνει να δημιουργηθούν πολύ περισσότερες «αγορές αγροτών-παραγωγών» με ενιαίο τρόπο σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε περισσότερους παραγωγούς να πωλούν απευθείας τα προϊόντα τους στους καταναλωτές.
3. Δημοπρατήρια
Η Επιτροπή προτείνει να συμπληρωθεί και να λειτουργήσει ο θεσμός των δημοπρατηρίων, της δυνατότητας δηλαδή των παραγωγών να πωλούν μέσω «χρηματιστηριακών συναλλαγών» στους εμπόρους τα προϊόντα τους, να καταργηθούν οι περιορισμοί ανά περιφέρεια κ.ά.
4. Πάταξη των «ελληνοποιήσεων»
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπιστώνει ανεπάρκεια ελέγχου για την πάταξη των παράνομων «ελληνοποιήσεων» προϊόντων. Ιδίως στην πατάτα, επισημαίνει, υπάρχει έξαρση του φαινομένου με αποτέλεσμα να παραπλανιούνται οι καταναλωτές και να χάνουν οι παραγωγοί.
5. Φορολόγηση αγροτών
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού προτείνει διεύρυνση της φορολογικής βάσης των αγροτών ώστε όλα τα τιμολόγια να εκδίδονται από τους παραγωγούς και όχι από τους εμπόρους, προκειμένου να μην μπαίνει καπέλο στις τιμές. Τα εικονικά τιμολόγια αποτελούν μάστιγα στον αγροτικό τομέα. Οι έμποροι συχνά συμφωνούν με τους παραγωγούς να αναγράφουν στα μεταξύ τους τιμολόγια υψηλότερη τιμή σε σχέση με αυτήν που αγοράζουν. Με τον τρόπο αυτόν οι μεσάζοντες πωλούν ακριβότερα στα σουπερμάρκετ, ενώ οι αγρότες εξασφαλίζουν μεγαλύτερη επιστροφή ΦΠΑ στο τέλος του έτους. Από το 2014 υπόχρεοι τήρησης βιβλίων θα είναι πλέον και οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες καθώς και όσοι πωλούν προϊόντα στη λαϊκή αγορά. Ωστόσο η Επιτροπή Ανταγωνισμού θεωρεί πως θα πρέπει να καταργηθούν όλα τα ειδικά καθεστώτα μη έκδοσης βιβλίων στον αγροτικό τομέα.