Ο γνωστός, στους αναγνώστες της εφημερίδας, για τις θρησκευτικές ανησυχίες του, Μιχάλης Σταυρίδης, κάτω από τον τίτλο «Σκέψεις – Απόψεις» του Εορδαϊκού Παλμού της 1ης Οκτωβρίου 2014, επικρίνει τον ιερέα Θωμά Μανάδη, διότι στα, μέχρι τώρα, δύο τεύχη, του έργου του, με το οποίο επιχειρεί την μεταφορά των αναγνωσμάτων (Ευαγγελικών και Αποστολικών) στην Νεοελληνική γλώσσα, δεν παραθέτει παράλληλα και το πρωτότυπο κείμενο. Μάλιστα τον θεωρεί πιο επικίνδυνο από τους κατά καιρούς και ανά τους αιώνες διώκτες της ελληνικής γλώσσας και του καταλογίζει την μομφή ότι μισεί θανάσιμα την γλώσσα της Καινής Διαθήκης, «την οποίαν βάλθηκε να την στείλει στο ιστορικό μουσείο και μάλιστα με την έγκριση του Επισκόπου Φλωρίνης».
Τέλος τον θεωρεί πιο επικίνδυνο και από τους αιρετικούς και τους χιλιαστές, αφού αυτοί «στις εκδόσεις τους, μαζί με τις μεταφράσεις τους έχουν και το κείμενο των Αποστόλων του Χριστού».
Δεν θα επιχειρούσα να αντικρούσω τον κ. Σταυρίδη, αν οι αιτιάσεις του αφορούσαν ζητήματα πίστης. Για το ζήτημα, όμως, της γλώσσας που θίγει έχω να επισημάνω τα εξής:
Η Ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και διαχρονικά η ίδια από εποχής του Ομήρου μέχρι και σήμερα. Η σύγχρονη μορφή της (δημοτική, νεοελληνική, καθομιλουμένη ή όπως αλλιώς μπορεί να λέγεται) είναι συνέχεια της αρχαίας. Αν σήμερα έγραφαν τα ιερά κείμενα οι συγγραφείς τους, στην σημερινή γλώσσα θα τα έγραφαν. Είναι δε ανακριβές αυτό που υποστηρίζει ο κ. Σταυρίδης ότι οι «αιρετικοί» παραθέτουν και την γλώσσα των πρωτοτύπων. Εξ όσων γνωρίζω, τόσον οι μάρτυρες του Ιεχωβά, όσο και οι Προτεστάντες χρησιμοποιούν ένα είδος μετάφρασης, του 1851, του αρχιμανδρίτη και καθηγητή Νεοφύτου Βάμβα, χωρίς να παραθέτουν τα πρωτότυπα κείμενα. Από την άλλη μεριά, η Ελληνική Βιβλική Εταιρία, υπό την προεδρία του τότε Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης και με την έγκριση της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξέδωσε το έτος 1997 την Αγία Γραφή (Παλιά και Καινή Διαθήκη) στην καθομιλουμένη, χωρίς την παράλληλη παράθεση και του πρωτοτύπου κειμένου.
Η ελληνική γλώσσα δεν κινδυνεύει ούτε από την «αντιχριστιανική και ανθελληνική πολιτεία που καταστρέφει την ελληνική γλώσσα» (!!!) ούτε από τον «δοκησίσοφο» ιερέα, στον οποίον, στο κάτω της γραφής, κανείς δεν μπορεί να καταλογίσει ότι κάνει λανθασμένη χρήση της. Η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει από τα λάθη στην χρήση της (συντακτικά και γραμματικά) που αλλοιώνουν την σημασία των λέξεων. Και τέτοια στο κείμενο του κ. Σταυρίδη υπάρχουν, δυστυχώς, πολλά: η μίση, αντί η μισή, πότε, αντί ποτέ, είναι δύο παρατονισμοί που μπορεί να αποδοθούν εύκολα στον δαίμονα του πληκτρολογίου. Το «αναρρίθηκε» όμως είναι σωστό; Μήπως «αναρρήθηκε» (αν υπάρχει αυτός ο ρηματικός τύπος) ή «αναρριχήθηκε;». «Τυχοδιωκτητών» ή «τυχοδιωκτών;». Ο παπάς …. «μισή» ή μισεί θανάσιμα την γλώσσα…; Και τέλος, ο παπάς …διά της «πολύς» ή πολλής σοφίας…;. Αλλιώς γράφουμε όταν μιλούμεπολύ σοφά και αλλιώς όταν μιλούμε με πολλή σοφία.
Με τις επισημάνσεις αυτές δεν θέλω να θίξω τον κ. Μιχάλη Σταυρίδη. Θέλω απλώς να καταλάβει ότι για την πορεία της γλώσσας μας όλοι είμαστε υπεύθυνοι. Πρώτα ως χρήστες της και ύστερα ως κριτές των άλλων. Αν δεν την χρησιμοποιούμε σωστά, ούτε να την υπερασπίσουμε αποτελεσματικά θα μπορέσουμε.
Τελειώνοντας, και με την ευκαιρία αυτήν, αισθάνομαι την ανάγκη να πω και ελάχιστα λόγια για το μέχρι τώρα εκδοθέν (δύο τεύχη) έργο του π. Θωμά Μανάδη. H προσπάθειά του είναι αξιέπαινη, πρωτότυπη και προϊόν μακρόχρονης, πολύμοχθης και συστηματικής εργασίας. Η γλωσσική μεταφορά είναι, κατά την γνώμη μου, επιτυχής. Τα κείμενα διατρέχονται από την δασκαλική απλότητα, την πρώτη του ιδιότητα που φαίνεται δεν τον εγκατάλειψε. Γι αυτό διαβάζονται εύκολα και ευχάριστα.
Ι. Φ. Κούσης