Την Τρίτη 18 Ιουλίου 2023, άφησε την τελευταία του πνοή στη Θεσσαλονίκη, ο Βασίλης Ζαμπέτογλου, μετά από πολύχρονη μάχη με την επάρατη νόσο. Είχε αφήσει ρητή εντολή να ταφεί στη Βλάστη μολονότι δεν ήταν από τη Βλάστη! Λάτρεψε τη γη μας, τίμησε το χωριό μας στο έπακρον! Έμπρακτος Πρεσβευτής της ανάδειξης της πολιτισμικής παράδοσης της Βλάστης για μισό περίπου αιώνα! Διαχρονική η γενναιόδωρη συνεισφορά του με πολλές πτυχές.
Ήλθε στη Βλάστη για πρώτη φορά το 1979, σε ηλικία τριάντα τρία ετών, φιλοξενούμενος από τον βλατσιώτη κουμπάρο του Μητσάνη, που διατηρούσε την ομώνυμη ταβέρνα στη Θεσσαλονίκη. Ερωτεύτηκε τη Βλάστη και αποφασίζει να χτίσει σπίτι στις αρχές του 1982. Από τότε η Βλάστη έγινε ένα αναπόσπαστο κομμάτι για τον ίδιο και την οικογένεια του. Έγινε το ησυχαστήριο του. Τέλειωνε τη δουλειά κάθε Παρασκευή απόγευμα και ερχόταν στη Βλάστη με την οικογένεια του, ακόμη και με τις πιο αντίξοες καιρικές συνθήκες, αφήνοντας το αυτοκίνητο έξω από τα χωριό λόγω του χιονιού, χωρίς νερό στο σπίτι, έχοντας το χιόνι για όλες τις ανάγκες.
Ο πατέρας του Σταύρος Ζαμπέτογλου από το Κουρί της Μικράς Ασίας και η μητέρα του με καταγωγή από τη Μύκονο ανήκαν στις πλούσιες οικογένειες της Μικρασιατικής Ακτής. Το 1922 έρχονται στην Θεσσαλονίκη ως πρόσφυγες και εγκαθίστανται στην Καλαμαριά όπου αναπτύσσουν διάφορες δραστηριότητες. Στο βιβλίο ΄΄η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο 1920-1940΄΄ αναφέρεται η σημαντικότητα του Καφέ Ζαμπέτογλου, ως τόπος διασκέδασης και ψυχαγωγίας: «Το καφενείο του Ζαμπέτογλου ήταν από τα πιο γνωστά. Εκεί μαζευόντουσαν κυρίως νέοι, πίνανε ρετσίνα, τραγουδούσαν και συχνά κάνανε καντάδες.»
Ο Σταύρος Ζαμπέτογλου ασχολήθηκε με τον οινοποιία. Ξεκίνησε από την ταβέρνα (που αναφέρεται ως καφέ στα βιβλία) με τα δικά της βαρέλια. Την επέκτεινε και έφερνε με καραβάκι το μούστο από την Κάρυστο. Αυτό προσάραζε στη σκάλα της Καλαμαριάς και με δύο φορτηγά του, πολεμικά καναδέζικα (το ένα από αυτά σώζεται στην εταιρεία), μετάφερε το μούστο και τον μετάγγιζε στα βαρέλα, τα λεγόμενα ΄΄μπόμπες΄΄. Έτσι πρωτοβγήκε η παραδοσιακή ρετσίνα και την σέρβιρε στην ταβέρνα, η ονομαστή ‘’ρετσίνα Ζαμπέτογλου.’’ Ο Βασίλης γεννιέται το 1946 και μεγαλώνει στο χώρο της οινοποιίας. Τέσσερις ήταν οι οινοποιοί εκείνη την εποχή. Κονιόρδος, Μπουτάρης, Τσάνταλης και Ζαμπέτογλου. Αργότερα, ο Μπουτάρης θα στεφανώσει τον Βασίλη. Η ταβέρνα μεσουρανεί την περίοδο 1955-1980, όπου σύχναζαν καλλιτέχνες, ηθοποιοί που ερχόταν και από την Αθήνα.
Ο Βασίλης, μετά τις γυμνασιακές σπουδές, αναλαμβάνει την κάβα του πατέρα του και την αναγάγει σε εμπόριο διανομής ποτών. Το 1978, επέκτεινε την επιχείρηση, παρήγαγε τη ρετσίνα και έκανε διανομή ποτών με τριάντα φορτηγά. Τη δεκαετία του 1980 είχε το ογδόντα τοις εκατό του πελατολογίου της Μακεδονίας. Επίσης, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, η επιχείρηση του ήταν από τις πιο επικερδείς της Θεσσαλονίκης. Ο Βασίλης, ένας ακάματος εργάτης είχε την αμέριστη συμπαράσταση της συζύγου του Μαρίας, που τον στήριζε ανελλιπώς. Ένα ζευγάρι ταιριαστό – αφοσιωμένος ο ένας στον άλλον- ζηλευτό, με ψυχική και σωματική ομορφιά, που εξέπεμπε αριστοκρατία και χάρη!
Το κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ήταν το ήθος, ο αλτρουισμός, η δύναμη της προσφοράς και συμπαράστασης σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη, η ταπεινότητα του -ό,τι δίνει το ένα χέρι να μη το ξέρει το άλλο- η απλότητα και προσήνειά του. Εκφράσεις, ΄΄όπως αν δεν ήταν ο Β.Ζ δεν θα ήμουν ζωντανός γιατί δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα για την αρρώστια μου ΄΄ ή ΄΄θα έχανα το σπίτι μου αν ο Β.Ζ. δεν πλήρωνε το δάνειο μου΄΄, ήταν από τις πιο συχνές. Η στάση του απέναντι στις ανάγκες των συνανθρώπων του και κυρίως των υπαλλήλων του είναι υποδειγματική. Θυμίζει τη στάση και προσφορά του Χριστόδουλου Γαλάνου στην Ταγκανίκα, που συνέτρεχε προς όλους που είχαν ανάγκη.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του αντικατοπτριζόταν και στη στάση του προς τη Βλάστη, που στηριζόταν σε δύο πυλώνες, ο ένας ήταν η σχέση του με τους ανθρώπους της και ο άλλος η αγάπη του για τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας, της παράδοσης της Βλάστης. Ο πρώτος πυλώνας είναι αυτός της άσκησης της ευποιίας, μέσα από αφανείς χορηγίες για εκδηλώσεις στη Βλάστη. Συμπαραστάτης συλλόγων, οργανώσεων, ατόμων προσφέροντας μεγάλα ποσά αλλά αποφεύγοντας την προβολή του. Οι αρετές του κατέληγαν στην ευποιία, στο καλό του ατόμου και του συνόλου. Ο πρόεδρος της Βλάστης, Κώστας Τζούμαρης, επισημαίνει τη γενναιόδωρη προσφορά του πάνω από ένα εκατομμύριο δραχμές μεταξύ του 1987-1988, που έδωσε τη δυνατότητα να μετατραπεί ένα Unimac σε αποχιονιστικό μηχάνημα. Έτσι απέκτησε η Βλάστη την αυτονομία διάνοιξης του δύσβατου ορεινού δρόμου κατά τη διάρκεια του χειμώνα, κίνηση πρωτοπόρα για εκείνη την εποχή και την περιοχή.
Την αγάπη του για τις παραδόσεις και τα έθιμα της Βλάστης την μεταλαμπάδευσε στα παιδιά του και τελευταία στα εγγόνια του, που δραστήρια και με πολύ χαρά συμμετέχουν στις εθνικές επετείους και στους τρανούς χορούς του Αγίου Παντελεήμονα και του Δεκαπενταύγουστου. Σύσσωμη η οικογένεια, ντυμένη με τις παραδοσιακές φορεσιές, εξέφραζε την αγάπη και το σεβασμό της στις παραδόσεις της Βλάστης. Τα παιδιά μεγάλωσαν, τα εγγόνια μεγάλωναν και το σπίτι τους στο χωριό μετατράπηκε σε εργαστήρι παραδοσιακών φορεσιών για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικογένειας για κάθε παρέλαση.
Γνώρισα τη Μαρία και τον Βασίλη πριν 15 χρόνια. Η σχέση μας από την πρώτη στιγμή έγινε καρδιακή. Θαύμαζα την αφοσίωση της Μαρίας προς τον Βασίλη και την πάλη του Βασίλη με τον καρκίνο από τότε. Τον τρόπο που αντιμετώπιζε την αρρώστια του με τόση ευγένεια ψυχής, χωρίς να γογγύζει ποτέ. Χαιρόταν τα τραπεζώματα στη Βλάστη κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς (ημέρα των γενεθλίων του και ανήμερα της γιορτής του). Τραγουδούσε το ΄΄Αϊ Βασίλης έρχεται Γενάρης ξημερώνει ….΄΄ και έλεγε χαριτολογώντας ΄΄επέζησα, πέρασα την ηλικία του παππού μου και του πατέρα μου, που έφυγαν από αυτή την αρρώστια στα 66 τους χρόνια΄΄.
Η Βλάστη ήταν τα τελευταία χρόνια και το θεραπευτήριό του. Λαχταρούσε να έλθει να παρελάσει κρατώντας τη σημαία με τα εγγόνια του 28η Οκτωβρίου, 25η Μαρτίου, όποιες κι αν ήταν οι καιρικές συνθήκες. Η σημαία ήταν το όπλο κατά της αρρώστιας του. Ερχόμουν και εγώ μαζί τους από τη Θεσσαλονίκη τις περισσότερες φορές. Είχε ένα βιβλιαράκι και σημείωνε το ταξίδι κάθε φορά που ερχόταν στη Βλάστη. Απαράμιλλο σθένος και κουράγιο, που αναρωτιόμασταν με τη Μαρία αν θα αντέξει άρρωστος να κρατεί τη σημαία. Και όμως ο Βασίλης πετούσε από χαρά! Τόση λοιπόν ήταν η αγάπη του για τη Βλάστη, την ιστορία της και τους ανθρώπους της! Τη Βλάστη είχε επιλέξει ακόμη και για την τελευταία του κατοικία εδώ και χρόνια, γιατί εδώ ανήκει αιώνια ο Μεγάλος αυτός Άρχοντας του τόπου μας!