Τρία αδέρφια από τα οποία ο ένας βρέθηκε πυροβολημένος και μαχαιρωμένος, απασχολούν μέχρι σήμερα τη Δικαιοσύνη με τους ενόρκους να μην πείθονται με την ομολογία του δράστη και να εγείρουν το ερώτημα: Ποιος από τους δυο σκότωσε τον τρίτο αδερφό;
7 Απριλίου 2005. Οι κάτοικοι του μικρού χωριού «Δροσερό» της Πτολεμαΐδας, αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ανάμεσά τους ζούσε ένας αδελφοκτόνος, που θα πυροβολούσε και στη συνέχεια θα μαχαίρωνε τον αδερφό του 37 φορές, όπως υποστήριξε αργότερα ο ιατροδικαστής.
Μια άγρια δολοφονία που συγκλόνισε το πανελλήνιο πριν από δέκα χρόνια, απασχολεί ακόμα και σήμερα τις διωκτικές Αρχές καθώς νέα στοιχεία αλλάζουν το σκηνικό του εγκλήματος. Ο ένας εκ των τριών αδελφών, ονόματι Γιώργος, πέρασε το κατώφλι του αστυνομικού τμήματος της περιοχής του για να ομολογήσει: «Ήρθα για να παραδοθώ. Σκότωσα τον αδερφό μου σε μια αποθήκη έξω από το χωριό». Στο άκουσμα της ομολογίας, οι αστυνομικοί πάγωσαν με την ψυχραιμία αυτού του άνδρα που αμέσως ξεκίνησε την περιγραφή του αποτρόπαιου εγκλήματος.
Η ομολογία του εγκλήματος ήταν για την κοινή γνώμη ζήτημα τιμής και η καταδίκη του σε ισόβια κάθειρξη, δικαίωση.
Όταν πραγματοποιήθηκε το πρώτο δικαστήριο ο δράστης εμφανώς καταβεβλημένος και συνειδητοποιημένος για τα όσα είχε ομολογήσει κατά την ανάκριση, είπε στο δικαστήριο «δεν σκότωσα εγώ τον αδερφό μου. Ψάξτε αλλού».
Στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο όμως, έκανε υπαινιγμούς για άλλο πρόσωπο, ρίχνοντας ευθύνες στον αδερφό του που σήμερα δεν βρίσκεται στη ζωή.
Γιατί όμως ο άλλος του αδερφός, με τον οποίο το θύμα είχε προσωπικές διαφορές, δεν οδηγήθηκε ποτέ στις Αρχές; Μήπως τα στοιχεία που ενοχοποιούσαν τον δράστη ήταν αρκετά για την καταδίκη του; Ή μήπως ένας εξ΄ αρχής λανθασμένος χειρισμός της υπόθεσης έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα; Εκείνο της ισόβιας καταδίκης του ανθρώπου που αρχικά ομολόγησε την πράξη του.
Ο συνήγορος που ανέλαβε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου από το πρώτο εφετείο, κ. Βασίλης Τζούτζιας, αρνήθηκε να σχολιάσει την απόφαση, και δήλωσε απλώς ότι «από το πρώτο εφετείο που ανέλαβα την υπεράσπιση της υποθέσεως υποστήριξα ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος. Ο φόνος δεν διεπράχθη από τον κατηγορούμενο αλλά από άλλο ή άλλα πρόσωπα, όπως εδέχθη το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας στις 3 Απριλίου 2015. Επίσης, δεν έγινε αναπαράσταση του εγκλήματος. Ο δράστης ισχυρίστηκε ότι πυροβόλησε τον αδερφό του σε απόσταση 2 μ. ενώ σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, ο δολοφόνος τον πυροβόλησε εξ ‘ επαφής. Επίσης, υπάρχουν αμφιβολίες για τον τόπο του εγκλήματος, καθώς εντός της αποθήκης όπου κατά την ομολογία του κατηγορουμένου διεπράχθη το έγκλημα, δεν βρέθηκε καθόλου ανθρώπινο αίμα, ούτε του κατηγορουμένου, ούτε του θύματος. Ακόμη, ο εντολέας μου ομολόγησε ότι η δολοφονία έγινε εφτά ημέρες πριν παραδοθεί στις αρχές, ενώ σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, έγινε τέσσερις ημέρες νωρίτερα. Άλλο ένα σημαντικό στοιχείο είναι η μη ανεύρεση DNA του δράστη στο σημείο της δολοφονίας, που υπέδειξε ο εντολέας μου, δηλαδή εντός της αποθήκης. Επίσης από την βαλλιστική έρευνα προέκυψε ότι ο κάλυκας δεν πυροδοτήθηκε από το όπλο (κυνηγετική καραμπίνα) που υπέδειξε ο εντολέας μου, ως όπλο του εγκλήματος, αλλά από άλλο όπλο. Ούτε όμως, το μαχαίρι με το οποίο σκοτώθηκε το θύμα ανευρέθηκε. Τέλος, η ομολογία του δεν συνάδει με τα ευρήματα των εγκληματολογικών εργαστηρίων».
Κατά το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, οι ένορκοι στην πλειοψηφία τους αθώωσαν το δράστη ενώ οι τακτικοί δικαστές τον έκριναν ένοχο. Στη συνέχεια όμως, και σε διάστημα δέκα ημερών, ασκήθηκε αναίρεση κατά της αποφάσεως, από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτή την αναίρεση και έτσι η υπόθεση εκδικάστηκε εκ νέου από το μικρό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε κάθειρξη 17,5 ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο, η οποία έγινε δεκτή και η υπόθεση επανήλθε στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας το οποίο τον έκρινε ένοχο στις 3 Απριλίου, ως απλό συνεργό της δολοφονίας που διέπραξε ο αδερφός του με την ειδικότερη μορφή της ψυχικής συνδρομής.
Δεν αποκλείεται να ασκηθεί εκ νέου τρίτη αναίρεση κατά της αποφάσεως εκ μέρους της εισαγγελίας με το δράστη, δέκα χρόνια μετά την πρώτη του ομολογία, να συνεχίζει εκ νέου, έναν νέο κύκλο δικαστικού αγώνα.