Η διαχείριση της πανδημίας από υπόθεση, σχεδόν, κοινής αποδοχής στο πρώτο κομμάτι εξέλιξής της και ισχυρής υποστήριξης μέχρι το αρχικό στάδιο του εμβολιασμού, κυλούσε σχετικά ομαλά για την κυβέρνηση.
Δυστυχώς όταν τα πράγματα έσφιξαν, η ελληνική πολιτεία, το ίδιο το κράτος και φυσικά η κυβέρνηση που έχει την πλήρη ευθύνη, έδειξε για άλλη μία φορά την πελατειακή σχέση που προτιμά να έχει με τους πολίτες και όχι τη δημιουργία των συνθηκών οι οποίες θα αποτρέψουν το «τρέχουμε και δε θα φτάνουμε».
Αυτή η ειδική σχέση φυσικά θέλει δύο. Και το κράτος και τον πολίτη…
Και στην Ελλάδα αυτή η σχέση, είναι σχέση με ισχυρά δεσμά και γερά θεμέλια.
Από τη μία το κράτος και η πολιτική έκφρασή του, με τη σκέψη μονίμως στο λαϊκό αίσθημα και τις επόμενες εκλογές και από την άλλη ο πολίτης που ουδέποτε σκέφτηκε την ευθύνη απέναντι στο κράτος, αλλά έχει το δικαίωμα να εκφράζει άποψη(κρατούσα άποψη μάλιστα) ακόμα και για θέματα ιατρικής φύσεως.
Η κυβέρνηση χθες ανακοίνωσε κάποια νέα μέτρα για τον περιορισμό της πανδημίας, όταν όμως η πανδημία ήδη έχει ξεφύγει.
Τρέχοντας πίσω από τις εξελίξεις και μη μπορώντας να περιορίσει την κατάσταση, επιμένει να μην ψελλίζει ακόμα τον όρο «υποχρεωτικός εμβολιασμός», αφήνει κρίσιμες ομάδες του πληθυσμού να επιλέξουν για τη ζωή όλων μας και δεν αγγίζει τη «Δεξιά του Κυρίου», προσπαθώντας να προστατέψει όχι τη δημόσια υγεία αλλά τη μεγάλη εκλογική δεξαμενή της, η οποία περιφέρεται ελεύθερα στις εκκλησίες.
Αυτή η κυβέρνηση επέλεξε να δείξει πως κάνει κάτι, ενώ στην πραγματικότητα δεν έκανε αυτό που έπρεπε.
Επέλεξε να αφήσει ανεξέλεγκτη μια κοινωνία που μπορεί να ζητά τα δικαιώματά της σε πλατείες και social media, αραδιάζοντας ένα σωρό ανοησίες και έχασε πλέον την εμπιστοσύνη αυτών των πολιτών που έπραξαν το καθήκον τους.
Αυτούς τους πολίτες, απλώς τους αφήνει στο έλεος, να τρέμουν από την επόμενη απόφαση πελατειακής σχέσης που θα αναπτύξει.
Και κάπου εκεί ανάμεσα, στην ισχυρή αυτή σχέση και ένας τρίτος παρατηρητής, ο οποίος σαφώς θέλει να γίνει ο νέος πρωταγωνιστής.
Μια αντιπολίτευση που βρίσκει λάθη στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά επίσης δεν τολμά να ψελλίσει τα δύσκολα.
Γιατί από τη μία κάνει τον καμπόσο στο ζήτημα της εκκλησίας(αλήθεια πόσο την άγγιξε ως κυβέρνηση) και από την άλλη υπερασπίζεται επαγγελματικές ομάδες οι οποίες θέτουν ζητήματα για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Το συμπέρασμα για άλλη μία φορά είναι προφανές.
Μία άτολμη πολιτεία και μια κοινωνία η οποία δεν μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος της ευθύνης που οφείλει να αναλάβει.
Από το Σάββατο θα ξαναζήσουμε το θέατρο του παραλόγου.
Σε καφέ, σε μπαρ, σε κομμωτήρια, σε δημόσιες υπηρεσίες από Δευτέρα.
Το ερώτημα όμως είναι άλλο:
Θα ζήσουμε;