Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, που πέρα από την καθοριστική συμβολή στο δικό τους επιστητό, αγγίζουν με κάποιο μεταφυσικό τρόπο τις καρδίες των ανθρώπων. Ένας εξ αυτών για εμένα, που έφερα μέσα μου από την στιγμή που άκουσα έργα του (ή τον ίδιο σπάνια να αφηγείται), υπήρξε ο μουσικός, συνθέτης και λογοτέχνης Σταύρος Κουγιουμτζής. Δεν ξέρω αν ήταν η συγκυρία της στιγμής ή ένα χάρισμα που ενεργοποίησε μέσα μου κάποιο λόγο των όντων, για να παραφράσω τον Πλωτίνο ή τον Μάξιμο τον ομολογητή. Κάθε ψυχική μου πόρτα, άνοιγε και ανοίγει πάντα στο άκουσμα των έργων του, στο σπάνιο άκουσμα της φωνής του, στο λογοτεχνικό και ποιητικό του λόγο.
Γεννήθηκε το 1932 σε μια πολυπολιτισμική τότε πόλη, τη Θεσσαλονίκη και ειδικά το Επταπύργιο, την αρχαία και βυζαντινή ακρόπολη της. Εκεί όπου έμεναν κυρίως Τούρκοι και με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών του 1922-24, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Πρόσφυγας και ο ίδιος. Άνθρωποι που ανεβοκατέβαιναν την πόλη, για ένα μεροκάματο στις αγορές και το λιμάνι της. Εκεί όπου από την αρχαιότητα, εντοπίζονταν τα πιο εύρωστα και ασφαλή σπίτια, είχε εγκατασταθεί η τραγωδία της προσφυγιάς με το ποινικό και πολιτικό εγκλεισμό (Γεντί-Κουλέ). Η συμβίωση του μετέδωσε μουσικές ανατολικές, στίχους του πόνου, και την εικόνα των φυλακών στα 500 μέτρα. Το αριστούργημα του Καλδάρα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», το είχε πάντα στην ψυχή ως πρότυπο μεγάλου τραγουδιού.
Υπήρξε αριστούχος του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, χωρίς όμως να αποτάξει από επάνω του την αγάπη για το λαϊκό τραγούδι. Ο Μπάχ ειδικά, αλλά και άλλοι μεγάλοι κλασσικοί, θα του ασκήσουν μεγάλη επίδραση. Παίζει ως μουσικός για να βγάλει τα προς το ζήν, ακόμα και σε κακόφημα μαγαζιά. Γρήγορα ήρθε στη ζωή του η αγαπημένη του Αιμιλία και το βιοποριστικό ήταν θεμελιακό ζήτημα, ειδικά για την κάστα των μουσικών. Το 1962 γράφει την πρώτη μορφή του «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», καθώς έβλεπε ένα τοίχο στρατοπέδου, ένα δένδρο από έξω και ένα δένδρο από μέσα. Αυτός στρατιώτης, αλλά το πουλί μπορούσε να πηδάει από το ένα δένδρο στο άλλο, να μπαίνει και να βγαίνει στο στρατόπεδο όποτε ήθελε. Ταλαντεύτηκε ανάμεσα στη λεγόμενη σύγχρονη συμφωνική μουσική και το τραγούδι. Ανάμεσα στη κοινωνική καταξίωση και το υποδεέστερο τραγούδι, όπως πίστευαν τότε. Λίγο οι παιδικές του μνήμες, λίγο ο βιοπορισμός και τέλος η άνθηση στη δισκογραφία μέσω του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι, ήγειραν την πλάστιγγα στο τραγούδι. Όμως η τεχνολογία ακόμα ήταν ανασταλτικός παράγοντας για το τραγούδι του. Υπήρξε άφθαστος στις ενορχηστρώσεις, χρησιμοποιούσε ένα μέσο αριθμό οργάνων (έως 7), απέρριπτε τα σεγόντα. Οι εισαγωγές του, άφησαν εποχή. Πως όμως να το αποτυπώσεις αυτό, τότε, με τους μικρούς δίσκους των 45 στροφών, που είχαν χρονικούς περιορισμούς;
Σταδιακά, κάνει αισθητή την παρουσία του στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με τις πρώτες εκδόσεις μεγάλων τραγουδιών. Το 1967 κατεβαίνει στην Αθήνα. Ηχογραφεί ξανά, κάπως επεισοδιακά, με τον Γ. Πουλόπουλο, το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου». Την επόμενη χρονιά, η εταιρία του εμπιστεύεται, τον «πολύ» Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ηχογραφούν μαζί το «Πού ‘ναι τα χρόνια» με κάποια επιτυχία και το «Να΄τανε το 21΄» της Σώτιας Τσώτου. Η επιτυχία είναι απίστευτη. Παρ’ όλα αυτά, ο Σταύρος με την Αιμιλία, τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Συναυλία προσωπική, έκανε μόλις το 1983… Λεφτά από πού…
Το 1970 εκδίδει, με κύριο τραγουδιστή τον νέο τότε Γιώργο Νταλάρα, σε L.P. πλέον, τον κύκλο τραγουδιών «Να ‘τανε το 21». Θέμελης, Τσώτου, Δασκαλόπουλος και ο ίδιος, δεινός λυρικός ποιητής, χαρίζουν στο ελληνικό πεντάγραμμο, τον πρώτο από μια σειρά δίσκων αναφοράς. Πλέον με χρόνους που επιτρέπουν μεγαλύτερες εισαγωγές, καλύτερες ενορχηστρώσεις. Πλην του ομωνύμου, αριστουργήματα όπως το «Κάπου νυχτώνει», «Ο ουρανός φεύγει βαρύ», «Μ’ έκοψαν με χώρισαν στα δυό» και αρκετά ακόμα, ξεδίπλωσαν το ταλέντο αμφοτέρων.
Το 1971 ολοκληρώνει το «Όταν ανθίζουν πασχαλιές». Εκεί βρίσκουμε πέρα από το ομώνυμο, το «Γειά χαρά καλή» του Κ. Βάρναλη με τον Γ. Καλατζή, το «Χάντρα στο κομπολόι σου» και το «Ένας κόμπος η χαρά μου» με τον Γ. Νταλάρα. Συμμετέχει όμως και σε δίσκους τραγουδιστών (π.χ. «Ήσουν ωραία» του Γ. Καλατζή, «Βασανάκι-βασανάκι» στον «Μέτοικο» του Γ. Νταλάρα, 6 τραγούδια στον Γ. Πάριο). Η δεινότητα του και η σύγκριση με αυτόν, θα οδηγήσει τον φίλο του Μάνο Λοΐζο, στην σύνθεση, ως στοίχημα, του περίφημου «Αχ χελιδόνι μου».
Το 1973 γράφει με τον Γ. Νταλάρα το «Ηλιοσκόπιο», ένα δίσκο σταθμό, που αναγνωρίστηκε για την ποιότητά του, αλλά όχι τόσο από τον κόσμο. Επρόκειτο για μελοποίηση του Γ. Θέμελη. Σε αυτόν υπάρχει τα πανέμορφα, δυναμικά και ταυτόχρονα ευαίσθητα «Πρώτο περιστέρι» σε ρυθμό τσάμικο, «Πρώτη ανάσταση», το συγκλονιστικό «Πώς να σε πάρω» με την Αιμιλία Κουγιουμτζή, και άλλα όπως το «Πάσχα των Ελλήνων» και το «Χασάπικο».
Το 1974, εκδίδεται ένας ακόμη δίσκος αναφοράς, οι «Μικρές Πολιτείες». Σε αυτόν ο Κουγιουμτζής συνεργάζεται με τους παλαιούς γνώριμους Α. Δασκαλόπουλο και Σ. Τσώτου, αλλά και με τον μεγάλο ποιητή Μάνο Ελευθερίου. Πολλά τραγούδια του και εδώ, είχαν μεγάλη, άμεση ή σταδιακή απήχηση: «Ήταν 5 ήταν 6», «Το πουκάμισο το θαλασσί», «Τώρα που θα φύγεις», «Δίψασα στην πόρτα σου», «Του κάτω κόσμου τα πουλιά», «Αν σε δω σε ξένα χέρια» κ.α. Ο Γ. Νταλάρας, δίνει διαδοχικά ρεσιτάλ ερμηνείας. Με τον δίσκο αυτό, κάνει ουσιαστικά το ντεμπούτο της η νεαρή, τότε, Άννα Βίσση, με το καλύτερο, ίσως, τραγούδι της καριέρας της, το «Σ΄αγαπώ (Αχ περιστέρι μου)».
Το 1975, σχεδόν ως συνέχεια του προηγουμένου, ηχογραφείται ο δίσκος «Στα ψηλά τα παραθύρια». Το «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», με την εισαγωγή του Χ. Νικολόπουλου, μένει στην ιστορία ύστερα από διάφορους ενορχηστρωτικούς πειραματισμούς. Ζεϊμπέκικα όπως το «Σαν σβησμένο καρβουνάκι», έρχονται σαν από δίσκους γραμμοφώνου, το «Όλα καλά» περιγράφει τον εφησυχασμό και την Κυπριακή τραγωδία. Πολύ αξιόλογα επίσης το «Κάποιος χτύπησε την πόρτα», το ομώνυμο του δίσκου από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και το δεύτερο καλύτερο τραγούδι της Άννας Βίσση: «Στα χρόνια της υπομονής».
konstantinosoa@yahoo.gr
(Συνεχίζεται…)